Αυτός, γύρω στα 50. Εκείνη περί τα 80.
Του αφηγούνταν. Με δακρυσμένα μάτια. Πώς είχε χάσει τον άντρα της, σε ναυάγιο. Πώς μόνη της είχε μεγαλώσει τα τρία τους παιδιά. Πώς τα χρόνια, που περάσαν, όχι μόνον άσπρα μαλλιά, μα και πίεση και ζάχαρο και χοληστερίνη τής κληροδότησαν.
Αργόσυρτο το βήμα της πια. Και με συνοδεία μπαστουνιού. Καμπούριασε. Και ασπρομάλλιασε. Η άλλοτε λυγερή.
Σωρός οι αναμνήσεις και οι εξετάσεις, βουνό τα χάπια. Τα δάκρυα κυλούσανε, τώρα, στα μάτια της. Ασταμάτητα. Στα μαύρα της μάτια. Που, κοπέλλα όταν ήτανε, φωτιές ανάβανε…
Την άκουγε. Κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του. Σιωπηλός και με νεύματα της κεφαλής, έδειχνε να την συμπονεί.
«Ο επόμενος!», ακούστηκε ξάφνου μια φωνή. Στον προθάλαμο του ιατρείου, εκείνο το πρωί.
Σηκώθηκε. Άνοιξε αγχωμένος το βήμα του…
«Πρέπει να μπω! Βιάζομαι!» της λέει τραχιά, αν και ήταν η σειρά της…
«Έτσι κάνουν οι άνθρωποι;» σκέφτηκε, σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Οι άνθρωποι ίσως, οι Άνθρωποι όχι…», απάντησε μονάχη της. Και ξαναβυθίστηκε σε μιαν φλύαρη πλην πάνσοφη σιωπή…