Συγγνώμη; Μα τι σημαίνει συγγνώμη;
Κοίταξε μ’ ένα κάποιο φόβο τη διπλή σκάλα που υψωνόταν μπροστά της. Δύσκολα θα την ανέβαινε, αλλά ήταν αποφασισμένη να το κάνει! Τούτη εδώ την έκθεση φωτογραφιών, που τόσο τη διαφήμισαν τα κανάλια κι ο Τύπος, θα την έβλεπε πάσει θυσία!
Πήρε μια βαθιά ανάσα, με το ένα χέρι στην κουπαστή με τ’ άλλο να κρατά γερά το μπαστουνάκι, για να στηρίζει το αδύναμο κορμί της, πάτησε αποφασιστικά στο πρώτο σκαλί άρχισε ν’ ανηφορίζει και να΄ την τώρα στην είσοδο της κεντρικής αίθουσας του παλιού νεοκλασικού, να κοιτά γύρω – γύρω…
Από πού να ξεκινήσει και πού να τελειώσει;
Μάλλον απ’ την αρχή της ιστορίας…
Απ’ τη μέρα εκείνη, την αποφράδα, που ήχησαν οι σειρήνες, κι η φριχτή λέξη «Πόλεμος!» ακούστηκε ψιθυριστά ή φωναχτά, με τρόμο ή μ’ ενθουσιασμό απ’ όλα τα χείλη γύρω της!
«Πόλεμος; Ναι! Αλλά γιατί;»
Μία φριχτή πραγματικότητα που δυσκολευόταν ν’ αποδεχτεί, ακόμα κι όταν οι θείοι, οι γείτονες κι όλοι οι γνωστοί της στρατεύτηκαν, και πήραν τον δρόμο για το μέτωπο! Ακόμα κι όταν οι δρόμοι ερήμωσαν, τα τρόφιμα χάθηκαν απ’ τα μαγαζιά, οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν καθημερινά, κι η πανικόβλητη μάνα πήρε αυτήν και τον αδελφό της και τράβηξαν για το χωριό…
Ορθια μπρος στις ασπρόμαυρες εικόνες, τις κοιτά προσεκτικά.
Ολα το θυμάται σαν να ’ναι τώρα!
Εκείνη τη φωτογραφία του τσολιά με την ξιφολόγχη εφ όπλου του έτοιμου να ορμήσει, την εικόνα της χήρας μάνας με το τσεμπέρι που δίνει στο στρατευμένο οικογενειάρχη-γιο την ευχή και το εικονάκι να τον φυλά στα δύσκολα, τις αφίσες για τα πολεμικά λαχεία και δάνεια που στήριξαν μικροί και μεγάλοι, κι ας μην είχαν στον ήλιο μοίρα!
Και το χακί!
Αυτό το χακί το ζαρωμένο, το σκισμένο του τραυματία στρατιώτη, με το δεμένο κεφάλι και τις πατερίτσες, πως να το ξεχάσει;
Δεν της φεύγει απ’ το μυαλό η μορφή του νέου του τότε, που άλλοτε σε κοιτά μ’ ένα πικρό μειδίαμα που κρύβει μέσα του όλη τη φρίκη των βουνών που του στέρησαν το πόδι, και άλλοτε σου χαμογελά αισιόδοξα καθώς παντρεύεται την αγαπημένη του νοσοκόμα…
Κουνά το κεφάλι κι αναλογίζεται τον δικό της πατέρα -που δεν είχε γνωρίσει ακόμα- τον μετανάστη στην Αμερική, τον αποκλεισμένο στην μακρινή ήπειρο!
Το θολό της βλέμμα στέκει τώρα στα παιδάκια…
Στα σκελετωμένα των Αθηνών που πεθαίνουν απ’ την πείνα, στα ξυπόλητα, τ’ αποδυναμωμένα με τα κατσαρολάκια και τα ντενεκέδια στις ουρές των συσσιτίων να σε κοιτούν μ’ ορθάνοιχτα, έκπληκτα μάτια και να ζητιανεύουν λίγο νεροζούμι, στη Κατοχή που ακολούθησε…
«Κατοχή!»
Τι σημαίνει κατοχή;
Κατοχή σημαίνει να σου σκοτώνουν και να σου στερούν τη γη σου, την ελευθερία λόγου και πράξεων, τ’ αγαθά που σου ανήκουν, τους ανθρώπους π’ αγαπάς! Κατοχή σημαίνει να φοράς παπούτσι με μισή σόλα, το μοναδικό σου φουστάνι να είναι φτιαγμένο από αγγλική κουνουπιέρα ή αλεξίπτωτο, να πεινάς συνεχώς, να στέκεσαι με τις ώρες στην ουρά των συσσιτίων. Να είσαι μόλις 13 χρονών, μικρόσωμο κι άδολο κοριτσάκι, να σε σπρώχνουν οι πιο δυνατοί, να σου παίρνουν τη θέση, να μένεις τελευταία, να τρως σκέτο ζουμί φασολάδας, και τίποτα να μην έχεις!
Ούτε καν… σπίτι να μείνεις!
Ετσι ακριβώς!
Σκουπίζει ένα δάκρυ καθώς κοιτά φωτογραφίες μαυροφορεμένων γυναικών, νεκροταφεία μαρτυρικών χωρίων και πόλεων, πληγωμένα δια βίου ορφανά παιδιά έξω από ερειπωμένα σπίτια…
Κοιτά και ξανα-περιδιαβαίνει στα ερείπια του δικού της σπιτιού…
«Ολοσχερώς!»
Πόσο άσχημα ηχεί δεκαετίες μετά, μέσα της η λέξη! «Κατεστραμμένη ολοσχερώς» έγραφαν τα χαρτιά της απορίας της στο Γυμνάσιο, και το κεντρικό διώροφο της οικογένειας -το χτισμένο με κόπους και στερήσεις απ’ το χρήμα που έστελνε λίγο-λίγο ο μετανάστης πατέρας- να έχει μετατραπεί σ’ ένα άμορφο σωρό συντρίμμια, η ξυλεία κι η επίπλωσή του όλη χαμένη, με δυο βόμβες από “στούκας”, βαθειά χωμένες στην πληγιασμένη γη των υπογείων του.
Χρόνια μετά τις ανακάλυψαν…
Βγάζει το μαντιλάκι της και καθαρίζει τα βουρκωμένα μάτια.
Να κι οι φωτογραφίες της απελευθέρωσης!
Η γαλανόλευκη να κυματίζει ξανά παντού, χαρά ανείπωτη, επιστροφή των πολεμιστών, συγκίνηση μεγάλη, μαζί κι η χαρμόσυνη είδηση απ’ τον Ερυθρό Σταυρό ότι ο πατέρας ζει και τους περιμένει στα ξένα! Στο μεταξύ έρχεται η ανασυγκρότηση, και η βοήθεια…
Γίνεται ξανά παιδί, καθώς κοιτά εκείνο το κοριτσάκι να δοκιμάζει το ξενικό φουστάνι με το κολλαριστό, ολόλευκο γιακά και την φαρδιά φούστα που μόλις βγήκε απ’ το κουτί! Με μεγάλη της χαρά είχε δεχτεί κι εκείνη -μέσα από ένα δέμα της Ούνρα- ένα παρόμοιο, λίγο πριν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς…
«Δύστυχη Πατρίδα!» σκέπτεται καθώς κατεβαίνει προσεκτικά τα σκαλιά, κοντοστέκεται στο κατώφλι και βλέπει έναν ζητιάνο ντυμένο στα κουρέλια, καθισμένο κατάχαμα στο κρύο δάπεδο, να της απλώνει ικετευτικά το χέρι…
«Δύστυχη πατρίδα! Πότε θα σε αφήσουν ήσυχη. “Συγγνώμη” μας είπαν οι φταίχτες τις προάλλες, ξανά και ξανά…Μα τι σημαίνει “συγνώμη”; Και πως εξαργυρώνεται αυτή;»