Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ανθρωποι του τόπου μας: Το πιο παλιό γκαρσόνι του λιµανιού!

Ο Γιάννης Αλυγιζάκης µοιράζεται ιστορίες από τη 49χρονη “θητεία” του στην εστίαση των Χανίων

 

«Κάνω αυτή τη δουλειά από το 1975 και ποτέ δεν το µετάνιωσα… Είναι αυτό που πάντα αγαπούσα και ακόµη µε ευχαριστεί, για αυτό και το συνεχίζω». Ο 66χρονος Γιάννης Αλυγιζάκης, µε το παρατσούκλι “Κοντός”, είναι ο πιο παλιός σερβιτόρος στο Ενετικό Λιµάνι των Χανίων. Έχει περάσει από δεκάδες µαγαζιά, έχει σερβίρει χιλιάδες κόσµο, ανώνυµο – επώνυµο, µε δραχµές και µε ευρώ, µε ούζο και σαµπάνιες!

«Ήταν 1975, αφού είχα τελειώσει το ∆ηµοτικό, πήγα στη σχολή του ∆εσπότη στην Κίσσαµο που δεν µου άρεσε και ήλθα στα Χανιά. Αρχικά δούλευα στου Χούδαλη που είχε ένα µαγαζί µε σαλάµια και έκανα τις διανοµές µε ποδήλατο µέσα στην πόλη. Το πρώτο µαγαζί που δούλεψα ως σερβιτόρος ήταν ο “Ζορµπάς” – ένα καφενείο δίπλα στο µετέπειτα “Σαντέ”. Ήταν ο “Περσέας”, η “Ακτή” εκεί που είναι το “Καραµέλα”, το “Μίνι”, το καφέ “Ελλάς” µε τα ωραία γαλακτοµπούρεκα. Ποιοι ήταν οι πελάτες; Ντόπιοι ως επί το πλείστον. Τουρίστες έκανες το σταυρό σου για να δεις και αυτοί που έρχονταν ήταν µε σακίδια και κάθονταν κυρίως στο καφενείο του Κοκκινάκη και σε ένα σουβλατζίδικο στο Συντριβάνι», µας λέει ο παλιός σερβιτόρος καθώς αναπολεί µαζί µας τα χρόνια εκείνα.

ΕΙΧΑΝ ΑΞΙΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ

Παρόλο που ούτε διαβάζει ούτε γράφει Αγγλικά και Γαλλικά, τα µιλάει… άπταιστα. Πώς τα έµαθες; «Με το “µπουρου- µπούρου”, µε την καθηµερινή επαφή µε τον κόσµο. Πού να τα µάθω σε φροντιστήριο;» απαντάει.
Τον ρωτάµε για τα µεροκάµατα της εποχής. «Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 θα έπαιρνα 1200 δρχ. την εβδοµάδα. Έδινα 90 δρχ. για µια γκαρσονιέρα που νοίκιαζα στην παλιά πόλη και, επειδή ήµουν και παραµένω επαγγελµατίας καπνιστής, 23 δρχ. για το πακέτο τα τσιγάρα, τα “Σαντέ”! Θα έβγαζα 5.000 τον µήνα, αλλά είχαν αξία τότε τα λεφτά, ζούσες» θυµάται.
∆ούλεψε έπειτα στο “Ελλάς”, στο “Ζέπο” και µια φορά την εβδοµάδα, κάθε Σάββατο στης Μαρίνας το µπουζουξίδικο (στο σηµερινό “Κάβουρα”).

ΕΠΟΧΕΣ… ΠΑΣΟΚ

«Οι Έλληνες έπιναν συνήθως ούζο και όποιος είχε λεφτά κανένα κονιάκ, βερµούτ… Ουίσκι έπιναν οι πλούσιοι. Στη δεκαετία του ‘80 έπεσαν πολλά λεφτά και άρχισαν τα… µπουκάλια. Ειδικά επί ΠΑΣΟΚ ήταν η καλύτερη εποχή, ο κόσµος και είχε και ξόδευε λεφτά και εµείς ως σερβιτόροι βγάζαµε πολύ καλό µεροκάµατο. ∆εν είχε “κάνε µου έκπτωση” και “θέλω ψαλίδι” που λένε ορισµένοι σήµερα», αφηγείται ο κ. Αλυγιζάκης που από το 1982 έως το 1986 έφυγε για τη Γαλλία, όπου και εκεί δούλεψε στο Παρίσι σε ελληνική ταβέρνα, ως σερβιτόρος πάντα.
Όταν επέστρεψε πίσω εργάστηκε στις “Μούσες” για 17 συνεχή χρόνια. «Τότε είχε ξεκινήσει πολύ δυνατά ο τουρισµός µε πρωτεργάτη τον συγχωρεµένο τον ∆ηµόπουλο. Έρχονταν περισσότεροι ξένοι, το λιµάνι παρέµενε η πιάτσα των Χανίων» σηµειώνει και µιλάει για τα “καµάκια” του λιµανιού: «Κάθονταν στο στύλο απέναντι από τις “Μούσες” και κοίταζαν προς τη Χάληδων. Μόλις κατέβαινε καµιά τουρίστρια, κανόνιζαν ποιος θα την “καµακώσει”. “Αυτή είναι η δικιά µου, η άλλη δικιά σου” έλεγαν».
Τότε δεν ήταν που για ένα µεγάλο διάστηµα “χάθηκαν” οι Χανιώτες από το λιµάνι, ρωτάµε τον Γιάννη. «Αυτό έγινε µετά το 1992 . Κατέβαινε ο Χανιώτης και ορισµένα µαγαζιά, όχι όλα, του έλεγαν “δεν σερβίρουµε καφέ µετά τις 8” ή “ πήγαινε να κάτσεις µέσα – µέσα να σου φέρουµε καφέ”. Υπήρχαν τέτοια µαγαζιά, γιατί ήθελαν να έχουν τουρίστες, αλλά αυτό έδιωξε πάρα πολύ ντόπιο κόσµο από το λιµάνι. Τότε ξεκίνησαν και άλλες πιάτσες, τα “∆ύο Λουξ”, το “Κουµ Καπί”. Τεράστιο λάθος κατά την άποψη µου. Ο Έλληνας είναι αλήθεια πως είναι ο καλύτερος πελάτης, είναι ο αιµοδότης των µαγαζιών και ο καλύτερος κράχτης. Όταν βλέπει ο τουρίστας πως σε ένα µαγαζί πάνε Έλληνες σκέφτεται “ας πάω και εγώ, κάτι θα ξέρουν αυτοί”».

ΤΑ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΑΡ

Ο συνοµιλητής µας έζησε την εποχή που τα “µπουρµπουάρ” ήταν πολλές φορές υψηλά για τους σερβιτόρους. «Το πιο µεγάλο “µπουρµπουάρ” το είχα πάρει το 1980 από τον τότε πρόεδρο του Παναθηναϊκού, τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, που µου άφησε 50.000 δρχ. Μετά από χρόνια στον “Φειδία” του Χάρη Κοντοπυράκη, πάλι ο Γιώργος Βαρδινογιάννης άφησε 150.000 δρχ. για όλους τους σερβιτόρους και ο Ευτύχης ∆αµιανάκης, θυµάµαι νέος βουλευτής τότε στα 2000, µας είχε αφήσει 100.000 δρχ. να τα µοιραστούµε. Στην εποχή του ευρώ πάλι, θυµάµαι έναν Κύπριο εφοπλιστή µου άφησε “τιπς” για όλους τους σερβιτόρους και σε εµένα, στο χέρι 300 ευρώ “για τις δύο ατάκες που µου είπες”» σηµειώνει. Όσο για τους γνωστούς (τραγουδιστές, ηθοποιούς) που έχει σερβίρει ο αριθµός είναι… άπειρος. «Αν σου λέω ονόµατα, δεν θα τελειώσω ποτέ. Τον Λάκη Λαζόπουλο, τον Σφακιανάκη, τον Αντύπα, γιατί όλοι οι καλλιτέχνες θα κατέβαιναν στο λιµάνι να πιουν καφέ ή αργά».

Ο ΧΙΠΙΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΛΕΦΤΑ

Ζητάµε να θυµηθεί ιδιαίτερους πελάτες. «∆εν µπορώ να ξεχάσω έναν τύπο που ερχόταν στο µαγαζί µε µαλλιά, χαϊµαλιά, ξυπόλυτος ο ίδιος και η γυναίκα του. Έρχεται πρώτη φορά και κάθεται και παραγγέλνει αστακό και ένα κρασί “Χατζηµιχάλη” που τότε έκανε 9.000 δρχ. το µπουκάλι! Έλεγα από µέσα µου “θα µε πληρώσει, δεν θα µε πληρώσει”, την παραγγελία πάντως την πήρα. Ο άνθρωπος όχι µόνο πλήρωσε, αλλά ήλθε άλλες 5 φορές, έπαιρνε τα ίδια και άφηνε και 3.000 – 5000 δρχ. µπουρµπουάρ! Κάποια στιγµή τον ρώτησα ποιος είναι και τι κάνει. Ήταν διευθυντής στον “Υβ σεν Λοράν” και του άρεσε αυτός ο τουρισµός, όχι ο κυριλέ».
Όσο για τα µεθύσια, αυτά ήταν απεριόριστα και από ντόπιους και από ξένους. «Ειδικά όταν είχαµε πολεµικά καράβια γίνονταν χαµός. Φασαρίες είχαµε από τους Άγγλους κυρίως, που όταν έπιναν ξέφευγαν και πλακώνονταν συνήθως µεταξύ τους στη Σουρµελή» αναφέρει.
Οι εποχές άλλαξαν και ο παλιός σερβιτόρος παρατηρεί πως «µετά το 2010 τους στρίµωξε η κρίση τους Έλληνες, άλλαξαν πολλά πράγµατα.» Ωστόσο οι φιλίες είναι πάρα πολλές. «Από τον κόσµο που έχω γνωρίσει στο λιµάνι µπορεί στις γιορτές να στείλω και 100 ευχετήριες κάρτες σε Γαλλία, Σουηδία, ∆ανία. Είναι κόσµος που έρχεται κάθε χρόνο στα Χανιά 2 και 3 φορές και πάντα θα περάσει από το µαγαζί που δουλεύω. Πάντα βέβαια κρατάω 50 κιλά λάδι, κάθε χρόνο, και προσφέρω στον καθένα 1-2 κιλά ή τσικουδιά και θα τους κάνω ένα τραπέζι στο χωριό. Στους καλύτερους πελάτες βέβαια, ως άνθρωπος, πρέπει να σηµειώσω πως ήταν πάντα ο Γιάννης Γαρεδάκης που µε αγαπάει πάρα πολύ. Με είχε παντρέψει και ο Νίκος Κακαουνάκης µε τον οποίο ήταν καρδιακοί φίλοι και είχαµε άριστη σχέση πάντα» υπογραµµίζει.
Για τον Γιάννη Αλυγιζάκη, για το καλό γκαρσόνι «η ευγένεια είναι το παν. Να είσαι ευγενικός και σωστός», ενώ για το αν θα άλλαζε κάτι στη δουλειά, απαντάει µε ειλικρίνεια «δεν θα άλλαζα τίποτα! Μου δόθηκε ευκαιρία να κάνω και δικό µου µαγαζί, αλλά δεν το δοκίµασα, γιατί δεν ήθελα να χαλάσω τις σχέσεις µου µε τους συναδέλφους. Συνεχίζω και δουλεύω σερβιτόρος, γιατί µου αρέσει η επαφή µε τον κόσµο. Όσο για το λιµάνι, και στο ρεπό που έχω πάλι στο Ενετικό λιµάνι θα µε βρεις. Είναι το µέρος που µου αρέσει…»


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα