Οι παλιές εποχές που είχε ζήσει ο άνθρωπος έχουν φύγει πριν εκατοντάδες και δεκάδες χρόνια. Όμως δεν έχουν φύγει οι συνήθειες που τις κληρονομούσαν αυτοί που έρχονταν στη ζωή. Οι πιο χρήσιμες στη συνέχεια γίνανε παροιμίες και τις εφάρμοζαν εκεί που ήταν ανάγκη, στη διατροφή και στην πρόοδό τους.
Aπό τις πολλές που υπάρχουν θα αναφέρουμε τις ονομασίες ορισμένων, καθότι είναι οι πιο συνηθισμένες που συναντούμε συχνά σήμερα να λέγονται και είναι απαραίτητο να τις γνωρίζουν όλοι αυτοί που έχουν την τύχη να είναι παρόντες στη νέα εποχή όπως: Ευχή γονιού έχε και στο βουνό ανέβα, όπου λαλούν πολλοί πετεινοί αργεί να ξημερώσει, όταν λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια, άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, υστερνή μου γνώση και να ’σαι τώρα, μας έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια, ήρθανε τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα, νηστικό αρκούδι δε χορεύει, ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, φασούλι – φασούλι γεμίζει το σακούλι, η αχαριστία, όταν φύγει το αρνί από το μαντρί το τρώει ο λύκος κ.ά.
Αυτή τη φορά θα αναφερθούμε με λεπτομέρειες για μια από τις παραπάνω που την παλιά εποχή τη λέγανε συχνά, επειδή ο άνθρωπος εργαζόταν μόνο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, για να αποκτά τη διατροφή και τη διαβίωσή του και δεν πήγαινε να μάθει γράμματα, γιατί δεν είχε χρόνο και χρήματα. Μόνο γράμματα του Δημοτικού μάθαιναν οι περισσότεροι και οι ελάχιστοι από αυτούς πήγαιναν στο γυμνάσιο για να πάρουν μια θέση στο Δημόσιο.
Όσο για τα ξύλα τα ξεχώριζαν σε αυτά που ήταν για καύσιμη ύλη για το μαγείρεμα και το τζάκι, τα δε καλύτερα τα πελεκούσαν με διάφορα αυτοσχέδια μέσα για να τα χρησιμοποιεί η οικογένεια στις διάφορες ανάγκες της. Τα παλιά χρόνια θεωρούσαν ο αγράμματος άνθρωπος ότι δεν έχει μεγάλη αξία και ούτε εκτίμηση. Στο πελεκημένο ξύλο δίναν μεγαλύτερη, επειδή από αυτό κατασκεύαζαν όλες τις ανάγκες που είχε η οικογένειά του και διαβίωνε καλύτερα. Τον θεωρούσαν ότι είναι όμοιος με το απελέκητο. Αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι η αιτία και στη συνέχεια τους ώθησε να μαθαίνουν περισσότερα γράμματα και στο γυμνάσιο για να καλυτερέψει η ζωή τους στο μέλλον.
Έτσι, όσο περνούσαν τα χρόνια οι οικογένειες προτιμούσαν τα γράμματα στα παιδιά τους χωρίς βέβαια να περιοριστεί η αξία του πελεκημένου ξύλου .
Στη συνέχεια ο άνθρωπος πήρε την καλύτερη θέση από τη μόρφωση που αποκτούσε και το ξύλο είχε ακόμα καλύτερη επεξεργασία από τα νέα μέσα που έκαναν την εμφάνισή τους και ο συνδυασμός των γραμμάτων και των ξύλων έκαναν καλύτερη τη ζωή του και είχε την πρόοδο που επιθυμούσε. Γι’ αυτόν τον λόγο η παροιμία πήρε αυτή την ονομασία και την τηρούσαν όλοι με επιμέλεια.
Από τότε και μετά είχε γίνει συνήθεια από όλες τις οικογένειες να λένε στα παιδιά τους: να διαβάζετε να μάθετε γράμματα, για να μην σας λένε ότι είστε σαν τα απελέκητα ξύλα, μόνο έτσι θα φύγετε από το χωριό, από τη γεωργία και την κτηνοτροφία που έχουν πολλούς κόπους. Τότε με σιγουριά θα πάτε στην πόλη και θα πιάσετε αμέσως δουλειά όπου θα υπάρχει ανάγκη. Όμως οι οικονομικές δυνάμεις των γονέων τους δεν του επέτρεπαν να πάνε όλα στα γράμματα και αρκετά μετά το Δημοτικό έμεναν στο επάγγελμα των γονέων τους ή ένα μέρος από αυτά πήγαιναν στις τέχνες στην πόλη όπως: τσαγκάρηδες – ξυλουργοί – ράπτες – κουρείς και στις υπηρεσίες: χωροφύλακες, αγροφύλακες κ.λπ.
Μετά από χρόνια και αφού είχε περάσει ο Γερμανικός πόλεμος σιγά – σιγά τα γράμματα έπαιρναν την πρώτη προτίμηση από τα παιδιά και λιγότερα οι τέχνες με τελευταία τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όσο για τις υπηρεσίες συνέχιζαν να τις προτιμούν.
Την πραγματικότητα όλων αυτών θα μας την περιγράψει όπως τα έζησε και τα θυμάται ένας ηλικιωμένος από ένα χωριό του Βρύσινα και που έτυχε ο ίδιος να περάσει αυτό το βίωμα από τα επτά του χρόνια, όταν είχαν φθάσει οι Γερμανοί στο χωριό του.
Η οικογένειά μου είπε είχε έξι παιδιά. Όλα μαζί περάσαμε την εμπόλεμη περίοδο και στη συνέχεια τις δυσκολίες που μας άφησε αυτός ο πόλεμος.
Γεωργοί και κτηνοτρόφοι ήταν οι γονείς μου και από αυτά τα έσοδα μας μεγάλωσαν. Το Δημοτικό βγάλαμε όλα, αλλά στο γυμνάσιο πήγαμε μόνο τα τρία. Μέσα σε αυτά ήμουνα και εγώ.
Το 1949 βρέθηκα στην πρώτη τάξη του γυμνασίου και έμενα σε ένα παλιό δωμάτιο στην πλατεία Κορνάρου με φωτισμό ένα λύχνο με δυο φυτίλια και τον έχω ακόμα. Στη δεύτερη τάξη μου πήρανε οι γονείς μου μια λάμπα με πετρέλαιο και από την τρίτη τάξη μπήκε το ρεύμα από μια γεννήτρια που ήτανε κοντά στη Φορτέτζα.
Τα τρία αδέλφια μου που μείνανε στο χωριό εργάζονταν με τους γονείς μας και πλήρωναν τα έξοδα αυτών που σπουδάζαμε. Αργότερα και αυτά φύγανε τα δύο για τις τέχνες και το άλλο σε υπηρεσία. Παρόμοιες συμπεριφορές είχαν και άλλες πολλές οικογένειες από όλα τα χωριά.
Όταν πέρασε το 1960 στα γράμματα πήγαιναν περισσότεροι. Η πόλη μας είχε ανάγκη τους εγγράμματους και όλοι βολεύτηκαν στις υπηρεσίες για να εξυπηρετούν τους κατοίκους της.
Τελειώνοντας, είπε, ότι υπάρχουν και άλλα πολλά δυσάρεστα βιώματα που πέρασα στα παιδικά μου χρόνια που αν σας τα πω θα γεμίσουν όλες οι εφημερίδες της χώρας μας. Μια άλλη φορά αν θέλει ο Θεός και βρεθούμε τότε αν έχω όρεξη θα σας τα πω όλα. Όμως το καλό που είχαμε εμείς οι νέοι αυτή την εποχή είναι ότι ακούγαμε τους γονείς μας που μας έλεγαν αυτή την παροιμία ότι: ο άνθρωπος ο αγράμματος είναι σαν το ξύλο το απελέκητο και γι’ αυτό απαιτούσαν την πρόοδό μας και κάναμε τους γονείς μας να χαίρονται για την καλύτερη πορεία της ζωής μας.
Τέλος, τη νέα εποχή, οι νέοι γονείς και τα παιδιά τους αγνοούν την παρούσα παροιμία καθότι δεν γνωρίζουν τα βιώματα των προγόνων τους που είχαν την παλιά εποχή. Όμως οφείλουν να ενημερωθούν και τότε μόνο θα πιστέψουν ότι αυτοί είναι σήμερα η αιτία που καταλαμβάνουν τις καλύτερες θέσεις στην κοινωνία από τα γράμματα που έμαθαν, ενώ αυτοί τα είχαν στερηθεί από τα δυσάρεστα βιώματά τους.
Βέβαια σήμερα δεν περιφρονούν τις τέχνες, τη γεωργία και την κτηνοτροφία με τα νέα και πολλά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους και επιτυγχάνουν παρόμοια πρόοδο όπως και στα γράμματα. Εμείς τους ευχόμαστε και τους συμβουλεύουμε να μη γνωρίσουν μπροστά τους τις περασμένες εποχές. Όμως, για να τις αποφύγουν χρειάζεται να αξιολογούν σωστά οι νέοι ό,τι εκτελούν και να πράττουν αυτό που θα τους ωφελεί.