Τον καιρό που πήγαινα στο σχολειό -κάποιες δεκαετίες πριν- όλες οι επιφάνειες των τοίχων και των αιθουσών τους ήταν στολισμένες με εικόνες των ηρώων της επανάστασης. Εμείς μικρά παιδιά τότε, κοιτάζαμε αυτά τα περίεργα πρόσωπα, τα τόσο αλλιώτικα από αυτά που βλέπαμε στην καθημερινότητά μας κι απορούσαμε. Με τον καιρό όμως, μάς γίνονταν αναγνωρίσιμα και οικεία, κάπως σαν τα μέλη της οικογένειάς μας.
Στα σημερινά σκολειά άλλα προτάγματα έχουν πάρει κεφάλι. Οι ήρωες και η ιστορία μας, σαν να έχουν λιγάκι ξεχαστεί. Τους ξαναθυμηθήκαμε βέβαια πριν δυό-τρία χρόνια, εξαιτίας της επετείου των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση του 1821. Τότε τους επαναφέραμε, λίγο δοξαστικά, αλλά και λίγο επικριτικά. Τους ξετινάξαμε για τα καλά, τους ισοπεδώσαμε και τους μικράναμε αρκετά. Μα σαν πέρασε η επέτειος τους τοποθετήσαμε πάλι εκεί μακριά, στην λήθη.
Εμένα προσωπικά αυτή μου η ενασχόλησή στα χρόνια της ωριμότητας και η καταβύθισή μου στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μου άφησε έναν απέραντο θαυμασμό για δυό προσωπικότητες. Τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Θεωρώ ότι τους χρωστάμε, εν πολλοίς, αυτό που σήμερα είμαστε. Γι’ αυτό και δεν μπορώ αυτές τις μέρες τις κοντινές με την 4η Φεβρουαρίου να μην αφιερώσω δυό λόγια για ένα, νομίζω, οφειλόμενο μνημόσυνο. Γιατί σαν αυτήν την ημέρα το 1843, έφυγε από την ζωή ο καπετάνιος του ένοπλου αγώνα της Επανάστασής μας, ο θρυλικός Γέρος του Μοριά.
Ο Θοδωράκης, όπως τον αποκαλούσαν τότε, Κολοκοτρώνης ήταν ήδη πενήντα ενός χρονών όταν άρχισε ο αγώνας. Γι αυτό, αλλά και για την σοφία του τού δόθηκε το προσωνύμιο του Γέρου. Ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να αναλάβει τον πόλεμο με νεανικό σφρίγος, ακατάβλητη ορμή και αλάνθαστο στρατιωτικό ένστικτο.
Μετά το τέλος της επανάστασης και την δημιουργία του Ελληνικού κράτους κι αφού πέρασε και το τεράστιο πλήγμα της κατηγορίας για προδοσία, της καταδίκης και της παρ ολίγον εκτέλεσής του, ο Όθωνας του απένειμε χάρη και τον διόρισε σύμβουλο επικρατείας . Τότε πια, μπόρεσε να απολαύσει κάποια χρόνια ήσυχης ζωής, σεβαστός κι αγαπητός από τον κόσμο.
Ήδη από την άνοιξη του 1842 προαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε, έκανε μια μεγάλη περιοδεία σε όλα τα μέρη που έζησε και πολέμησε. Καβάλα στο άλογό του, με δεμένο πάνω του το εξάχρονο στερνοπούλι του τον Παναγιωτάκη (ονοματισμένο με το όνομα του αδικοχαμένου από χέρι Ελλήνων, πρωτότοκού του), γυρίζει όλον τον Μοριά. Βρίσκει συγγενείς, φίλους, συναγωνιστές. Ακόμα και ανθρώπους που τον μίσησαν και τον εχθρεύτηκαν. Ανάμεσα στα καλωσορίσματα και στα γλέντια της αντάμωσης ο Γέρος, βρίσκεται και με τους παλιούς του αντιπάλους. Ανταλλάσσουν συγχώρεση. Μέχρι και με τον Λάζαρο Κουντουριώτη που τον έχει καταδιώξει, συναντιέται στην Ύδρα. Ακόμα και με τον σφοδρό του κατήγορο την εποχή της δίκης. Τον άνθρωπο που αγωνίστηκε όσο κανείς, για την καταδίκη του σε θάνατο. Τον τότε υπουργό δικαιοσύνης Σχινά που τώρα πλέον είναι καθηγητής και πρύτανης στο νεοσύστατο Οθώνειο Πανεπιστήμιο. Χορτασμένος από την υποδοχή και την αγάπη όλου του κόσμου όπου κι αν βρέθηκε, γαληνεμένος από την συγχώρεση που έδωσε και πήρε επέστρεψε στην Αθήνα στο σπίτι του, εκεί που σήμερα είναι η οδός που έχει το όνομά του.
Στις αρχές του 1843 ήταν ιδιαιτέρως ευτυχής. Ετοιμαζόταν για τους γάμους του γιού του Κολίνου με την εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά.
-Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα, έλεγε, και ο Αφέντης των Βλάχων με τον Γέρο των Βλάχων.
Ο γάμος του Κολίνου έγινε την 1η του Φλεβάρη και απετέλεσε μεγάλο κοσμικό γεγονός. Σ αυτόν δε, ήταν καλεσμένη όλη η αριστοκρατία της εποχής. Ο Όθωνας είχε διατάξει την βασιλική μπάντα να παιανίζει όλη την ημέρα του χαρμόσυνου γεγονότος, έξω από το σπίτι του στρατηγού.
Δυό μέρες μετά τον γάμο, ο Κολοκοτρώνης ήταν καλεσμένος σε χορό στα ανάκτορα. Η καλή του διάθεση κρατούσε ακόμα. Έτσι εκείνο το βράδυ έφαγε και ήπιε λίγο παραπάνω. Μάλιστα όταν ο Αναγνώστης Δεληγιάννης του είπε πειρακτικά:
-Την ετσαλάκωσες (μέθυσες) στρατηγέ, αυτός απάντησε.
-Όχι βρε άρχοντα, αλλά θέλω να γλεντήσω τα στερνά μου.
Λίγο μετά ζήτησε από τον βασιλιά να παίξει η ορχήστρα Ελληνικούς χορούς. Έ, τότε απογειώθηκε το κέφι, μέχρι που χόρεψε κι ο ίδιος. Κι όταν είδε τον Πλατούτα έτοιμο να πετάξει τα τσαρούχια του από τον ενθουσιασμό κι από πάνω από το κεφάλι του τον πολυτελή πολυέλαιο των ανακτόρων που κινδύνευε, λέγεται ότι φώναξε την φράση που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας.
–Μήτρο, σιγά τον πολυέλαιο!
Γυρίζοντας αργά το βράδυ στο σπίτι του αρχίζει να μην αισθάνεται καλά.
Οι καλύτεροι γιατροί των Αθηνών μαζεύονται γύρω από το κρεβάτι του. Να του βάλουν χιόνι στο κεφάλι, σιναπισμούς στα πόδια. Να τον φλεβοτομήσουν, να του βάλουν βδέλλες. Όμως το καντηλάκι του είχε σωθεί. Προλαβαίνει να δώσει την ευχή του στους γιούς του. Τους ζητά να είναι μονιασμένοι και τους ψιθυρίζει: «Παιδιά μου, σας αφήνω τόσους φίλους όσα και τα φύλλα που έχουν όλα τα κλαριά. Φροντίστε να τους φυλάξετε».
Το άλλο πρωί, 4 του Φλεβάρη του 1843, αφήνει την τελευταία του πνοή. Στην πολιτεία κηρύσσετε τριήμερο δημόσιο πένθος. Ο κοσμάκης όμως αυθόρμητα και χωρίς εντολές κλείνει τα μαγαζιά του και σπεύδει κλαίγοντας στο σπίτι του, για να τον αποχαιρετίσει. Φίλοι, συναγωνιστές, επίσημοι αλλά και απλοί πολίτες. Σπουδαστές από το Σχολείο των Τεχνών (σήμερα Σχολή Καλών Τεχνών) αποτυπώνουν το νεκρό του πρόσωπο σε ένα εκμαγείο, γιατί όπως είπαν, τέτοιου αναστήματος άνδρες πρέπει να μένουν στην ιστορία. Έτσι σήμερα διασώζεται ένα γύψινο αποτύπωμα με τα πραγματικά του χαρακτηριστικά στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο.
Στην κηδεία του θρυλείται ότι όταν η πομπή έφτανε στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, οι τελευταίοι δεν είχαν μπει καν, στην οδό Ερμού.
Σε κάποια πρόσφατη επίσκεψή μου σε ένα δημοτικό σχολείο είδα μερικούς ήρωες της επανάστασης τοποθετημένους σε μια γωνιά. Μα τι να σας πω. Μου φάνηκαν σαν στανικά βαλμένοι εκεί, σαν λίγο παραπεταμένοι, σαν τον φτωχό συγγενή σε ένα πλούσιο τραπέζι. Βέβαια οι εποχές και οι άνθρωποι αλλάζουν. Άλλες προτεραιότητες κανοναρχούν σήμερα τα Ελληνικά σχολειά από αυτές της εποχής μου. Θαρρώ όμως πως τέτοιους ανθρώπους πρέπει να τους θυμόμαστε. Ακόμα κι αν η σημερινή ιστορική θεώρηση τους έχει κοντύνει και τους έχει φορέσει παντούφλες, δεν πρέπει να ξεχνάμε. Σε κάποιους σαν το Κολοκοτρώνη χρωστάμε αυτό που είμαστε τώρα.
Ό,τι απολαμβάνομε σήμερα, δεν ήταν πάντοτε δεδομένο. Κάποιοι σαν κι αυτόν αγωνίστηκαν γενναία, δεν λογάριασαν κακουχίες και θυσίες. Κι αν κάπου μας φαίνονται λίγοι, αναλογιστείτε. Ήταν άνθρωποι. Με ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα. Μα αυτό δεν μικραίνει το μεγαλείο των πράξεών τους.
Βιβλιογραφία
1, Σπύρου Μελά: Ο Γέρος του Μοριά, εκδόσεις Αδελφοί Βλάσση.
2, Μηχανή του Χρόνου: Το νεκρικό προσωπείο του Κολοκοτρώνη…