» John Keene (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδόσεις Loggia)
Από την πρώτη στιγμή είχα υψηλές προσδοκίες από το βιβλίο αυτό. Άλλωστε, αυτές οι προσδοκίες ήταν που συμπεριέλαβαν τις Αντιαφηγήσεις του Τζον Κιν στη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το 2022. Σε εκείνο το παράδοξο αφιέρωμα έγραφα: «Το περίμενα αυτό το βιβλίο με λαχτάρα. Οι επιλογές των εκδόσεων και το όνομα του μεταφραστή ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτή την προσμονή. Και όμως, τέσσερις μήνες μετά, είναι ακόμα στη στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκετά ψηλά, αλλά στο τελικό ταμείο η διάκριση είναι αυστηρή: διαβασμένα-αδιάβαστα· και οι Αντιαφηγήσεις έμειναν στα αδιάβαστα. Μια πρόχειρη εξήγηση είναι η μικρή φόρμα, της οποίας αποδεδειγμένα δεν είμαι λάτρης. Δικαιολογίες θα πείτε και δίκιο θα έχετε, αλλά χωρίς δικαιολογίες πώς θα πάρουν σάρκα και οστά τα απωθημένα, θα προσθέσω εγώ».
Ο καιρός έφτασε, μια λέσχη ανάγνωσης ήταν η φαινομενική αφορμή για μια ανάγνωση που ανέβαλλα διαρκώς. Και αν στο αφιέρωμα ανέφερα ως βασική αιτία αναβολής τη μικρή φόρμα, θα ήταν μάλλον ανειλικρινές να μην προσθέσω σ’ αυτό τόσο το ειδολογικό ανήκειν όσο και την αναζήτηση του κατάλληλου χρόνου πιστεύοντας πως πρόκειται για ένα αρκετά απαιτητικό βιβλίο. Οι Αντιαφηγήσεις, που είναι αυτό που ο τίτλος τόσο εύστοχα περιγράφει, ανήκουν στο είδος της ιστοριογραφικής μεταμυθοπλασίας, όπως αργότερα έμαθα πως ονομάζεται, υποείδος της ιστορικής λογοτεχνίας, που εν γένει δεν είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου. Αρχίζοντας την ανάγνωση, και φτάνοντας σχεδόν μέχρι τα μισά, οι φοβίες ήταν παρούσες (μικρή φόρμα, ιστορική λογοτεχνία, απαιτητικό ανάγνωσμα) και ενώ μπορούσα να διακρίνω τις τεχνικές αρετές αδυνατούσα να αισθανθώ αναγνωστική απόλαυση. Είναι ένα παράξενο συναίσθημα αυτό, όταν μπορείς να διακρίνεις αρετές αλλά αδυνατείς να τις νιώσεις. Είναι κάτι που οφείλει ένας αναγνώστης να διακρίνει, το προσωπικό γούστο και την τεχνική αρτιότητα, τη σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα.
Φτάνοντας ωστόσο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, αρχής γενομένης από τη νουβέλα Οι αεροναύτες, τα πράγματα άρχιζαν να μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς. Η απόλαυση έγινε αναπόσπαστο μέρος της ανάγνωσης. Μια πρόχειρη εξήγηση γι’ αυτή τη μεταστροφή ίσως να είναι η χρονική εγγύτητα με το σήμερα, καθώς οι ιστορίες πλησίαζαν και πατούσαν στον περασμένο αιώνα, σε ένα πλαίσιο σαφώς πιο γνώριμο, ικανό να παράξει εικόνες και συναισθήματα. Η δομή του βιβλίου ακολουθεί μια χρονική γραμμικότητα, ξεκινώντας από το πρώτο διήγημα, με τον πρώτο μη ιθαγενή που πάτησε το πόδι του στο σημερινό Μανχάταν. Ο Κιν εμπνέεται από τον μονομερή τρόπο της καταγραφής της ιστορίας, την εμφανή προκατάληψη, το αποκλειστικό δικαίωμα των νικητών στην κατασκευή της, τον έντονα υποκειμενικό της χαρακτήρα, τον αποκλεισμό των διαχρονικά ηττημένων αλλά και την στερεοτυπία που καθιέρωσε στην αντιμετώπισή τους. Αποτελούμενη από διηγήματα αλλά και νουβέλες, οι Αντιαφηγήσεις εν πολλοίς στηρίζονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας και τα επαναδιαπραγματεύονται με έναν υπέροχο λογοτεχνικά τρόπο.
Εκείνο που αποφεύγει με άνεση ο Κιν είναι η ωραιοποίηση, η προσκόλληση στον στερεότυπο και η αναπαραγωγή των κλισέ.
Δεν τον ενδιαφέρει μονομερώς η αντιαφήγηση μόνο ως προς το ιστορικό της πλαίσιο αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί να δώσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά στους ιθαγενείς αλλά και στους μαύρους που έφτασαν ως δούλοι στην ήπειρο. Μοιάζει σαν να έφτασε η στιγμή κατά την οποία υπάρχει αρκετή αφήγηση μη λευκών και μη ετεροφυλόφιλων προσώπων και τώρα πια έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ώστε αυτή η αφήγηση να κερδίσει ακόμα μερικά μέτρα στον λογοτεχνικό στίβο, να αποκτήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να πάψει η επικρατούσα συνθήκη εξαίρεσης. Ο Κιν, με τις Αντιαφηγήσεις του, προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της λευκής στρέιτ λογοτεχνίας. Σε μια περίοδο που μια διάθεση καθαρισμού επιχειρεί να επικρατήσει, εκείνος μοιάζει να προτείνει μια διαφορετική οπτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διήγημα Ποτάμια, στο οποίο πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα του δημοφιλούς έργου του Μαρκ Τουέιν, ο Σόγιερ, ο Χάκλμπερι και ο μαύρος δούλος, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν οι δυο τους δεν είναι πια παιδιά, αλλά άντρες με πολιτική θέση και αποφάσεις.
Εδώ ο Κιν, εκκινώντας από ένα διάσημο βιβλίο, κινείται σε ένα μεταμυθοπλαστικό πλαίσιο αφηγούμενος την υποθετική εξέλιξη της ιστορίας κάποια χρόνια αργότερα. Αφήγηση η οποία μάλλον θα επιφέρει απομάγευση και θα στεναχωρήσει τους αναγνώστες εκείνους που στα πρώιμα αναγνωστικά τους χρόνια αγάπησαν εκείνα τα δύο παιδιά και γοητεύτηκαν από τις περιπέτειές τους.
Τα διηγήματα και οι νουβέλες της συλλογής διαθέτουν το απαραίτητο στοιχείο της συνοχής, που τα καθιστά ακριβώς αυτό, μια συλλογή, γραμμένα επί τούτου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τα κατασκευάζει είναι έντονα και εμφανώς εγκεφαλικός, διαθέτοντας κάτι από έναν τρόπο γραφής που περισσότερο προσομοιάζει, στη σύλληψή του, ως δοκίμιο, αλλά κατά την εκτέλεση τα προικίζει με όλα εκείνα τα απαραίτητα γνωρίσματα της πολύ υψηλής λογοτεχνίας.
Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε κάποιος να πει πως τα μέρη της συλλογής διαθέτουν έναν χαρακτήρα ασκήσεων και πειραματισμών ως προς την κατασκευή και την αφήγηση, αλλά αυτό θα ήταν εν τέλει μάλλον άδικο να σταθεί ως πόρισμα, αφού θα άφηνε απέξω όλες τις μικρές ή μεγάλες συγγραφικές αποφάσεις ως προς το ανάπτυγμα των χαρακτήρων και της κατάλληλης και ενδεδειγμένης αφηγηματικής φωνής, αλλά και την ικανότητα χαμαιλέοντα που διακρίνει τον Κιν έτσι όπως κινείται με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη αφηγηματικού λόγου. Άλλωστε, επανερχόμενος στα της εγκεφαλικής γραφής, ο Κιν δεν μοιάζει να ποντάρει στο συναίσθημα, χωρίς ωστόσο να το αποκλείει δίνοντας μια αεροστεγή κατασκευή, αλλά δεν είναι σίγουρα η βασική του πρόθεση, εκείνη που πραγματικά, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον τίτλο, είναι η αντιαφήγηση και η αποκατάσταση, η αλλαγή οπτικής γωνίας.
Είναι σημαντικό να επαναληφθεί η μη σαγήνη του στερεότυπου και ο μη αποπροσανατολισμός της ωραιοποίησης. Οι χαρακτήρες του Κιν κινούνται στο όριο χωρίς η κατάστασή τους να τους απαλλάσσει από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τις αρετές αλλά και τις σκοτεινές πλευρές τους. Η ανθρωποποίηση είναι ξεκάθαρο ζητούμενο, το χρώμα του δέρματος ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις έπονται της ανθρώπινης διάστασης, τα στοιχεία της ταυτότητάς τους δεν είναι ικανά να τους περιορίσουν ή να τους καθορίσουν, αλλά αποτελούν επιμέρους πτυχές μιας αρκετά περίπλοκης συνθήκης όπως είναι αυτή του να είσαι άνθρωπος. Είναι ωστόσο οριακός ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τους φέρνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη δοκιμάζοντας με τον τρόπο αυτό και τα δικά του όρια ανοχής και ανθρωπισμού, δοκιμάζοντας πιο σύνθετες καταστάσεις πέρα από το άσπρο και το μαύρο, το καλό και το κακό, φέρνοντας τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα δικά του προνόμια και τη θέση από την οποία διαβάζει τις ιστορίες αυτές, γιατί δεν είναι μόνο ο πομπός που επηρεάζεται από τα στοιχεία της ταυτότητάς του ή τις προσλαμβάνουσες ή τον μικρόκοσμο εντός του οποίου διάγει την παρουσία του στη γη, αλλά και ο δέκτης. Κάθε αναγνώστης διαβάζει εκείνο που μπορεί και ο Κιν παίζει με τα όρια αυτά, καθιστώντας απαιτητική τόσο τη γραφή όσο και την ανάγνωση των ιστοριών αυτών.
Αναγνώσεις όπως αυτή, πέρα από την έστω και καθυστερημένη απόλαυση, κρίνονται ως σημαντικές για τη διεύρυνση του υποδοχέα πρόσληψης, είναι μια λογοτεχνία, πέρα από το υποείδος που ανήκει, που μου αρέσει παρότι με ζορίζει, έτσι όπως οι βεβαιότητες και η εικόνα του εαυτού δοκιμάζονται και τελικώς, αλλά και ευτυχώς, μετατοπίζονται. Θυμήθηκα διαβάζοντας τις Αντιαφηγήσεις τον σπουδαίο Χσβιέρ Θέρκας που καταπιάνεται με παρόμοια ιστορικά γεγονότα αν και με έναν τρόπο αρκετά διαφορετικό. Και αν η γραφή και η ανάγνωση απαιτούν, τι να πει κανείς για τη μετάφραση ενός βιβλίου όπως αυτό δια χειρός Γιώργου Μαραγκού, που να μη μοιάζει λίγο, αλλά και για τη φροντίδα με την οποία οι εκδόσεις Loggia φρόντισαν αυτό το τόσο σημαντικό και ξεχωριστό βιβλίο του πολυπράγμονα Κιν.