Στη ρίζα μιας από τις ωραιότερες κορφές των Λευκών Ορέων, της κορυφής “Κάστρο” υψομ. 2.218 μ. συναντάμε το σέλι του Καταστρωμένου. Ως εδώ φθάνει σήμερα ορεινός δρόμος 9,5 χλμ. από το Ασκύφου Σφακίων. Λίγο πιο μέσα και ψηλότερα από το Σελί και στη Βόρεια πλαγιά του Κάστρου προς κορυφή Φανάρι, είναι το μικρό σπήλιο του Καταστρωμένου. Παλαιότερα, που δεν προχωρούσε ο δρόμος πιο πάνω από το Ασκύφου, το χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί, οι κυνηγοί αλλά και οι ορειβάτες για να διανυκτερεύσουν.
Με την αξέχαστη παλιά παρέα του Ορειβατικού Χανίων θυμάμαι πόσο όμορφα περάσαμε εκεί τη νύχτα, δυο φορές που κοιμηθήκαμε σ’ αυτό, για να συνεχίσουμε πολύ πρωί την ανάβασή μας.
Σ’ αυτό το σπήλαιο βρήκαν καταφύγιο και μερικοί επώνυμοι Χανιώτες που την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά θέλησαν να ξεσηκώσουν τον λαό για να την καταλύσει και από εκεί σχεδίαζαν να ξεκινήσουν την επανάστασή των τον Οκτώβριο του 1938. Λίγες σειρές από το βιβλίο “Το αντιδικτατορικό κίνημα” του αξέχαστου δικηγόρου Βαγγέλη Χατζηαγγελή (εκδ. 1965) θα κατατοπίσουν τον αναγνώστη.
Κυνηγημένοι από τα Κεραμειά έφτασαν μέσω των Λευκών Ορέων στου Καταστρωμένου όπου ο Χατζηαγγελής διηγείται: «Την άλλη μέρα, ύστερα από εφτά ώρες πορεία, φτάσαμε στου Καταστρωμένου. Στο δρόμο μας έφυγαν οι 7 από τους 10 Σελινιώτες λεβέντες. «Εδώ έχουμε ασφάλεια. Πάνε να στείλουν άλλους», ήταν η απάντηση. Τους αποχαιρετήσαμε με βαριά καρδιά. Εχει ένα πηγάδι για νερό εκεί κι ένα σπήλαιο κοντά να στεγαστούμε. Μια πινακίδα με το σήμα του Ε.Ο.Σ. Χανίων και τη χρονολογία 1935, μαρτυράει πως τα Λευκά Ορη που μέχρι τώρα τα διαφέντευαν οι βοσκοί, οι ζωοκλέφτες κι οι επαναστάτες, τώρα τα πατούσαν και οι ορειβάτες. Οι Σφακιανοί τρέχουν να φέρουν τα χρειαζόμενα. Τώρα βρισκόμαστε στην περιοχή τους, είμαστε οι ξένοι τους. Οι νόμοι της φιλοξενίας αυστηροί. Δεν πρέπει να μας λείψει τίποτα. Δεν πρέπει να μας πειράξει κανείς. Το βράδυ καταφθάνουν καμιά δεκαριά παλικάρια με τα ντουφέκια τους, φορτωμένοι με τυριά, ψωμί, παξιμάδι. Αλλοι φέρνουν πρόβατα για το καζάνι, που έχει στηθεί και κοχλάζει. Οι φωτιές ανάβουν όλη τη νύχτα. Στρώνουμε κλαριά στη σπηλιά, ξαπλώνουμε, έξω βρέχει, θα βρέχει δυο – τρεις μέρες συνέχεια. Το ημερολόγιο της τσέπης δείχνει 16 Σεπτέμβρη.
Περνούν μερικές μέρες, τρώμε καλά, κοιμόμαστε καλά, ροχαλίζουμε, το κλίμα θαυμάσιο, οι άνθρωποι το ίδιο, μας προσέχουν σαν τα μάτια τους, το κέφι, τα χωρατά δε λείπουν ούτε ο καφές, ούτε το Ρομάντζο του Δημάρχου, ο Μάρκος Κλάδος κάθεται κάθε βράδυ στη μέση της σπηλιάς, απαγγέλοντας τον Ερωτόκριτο».
Και πιο κάτω αναφέρει:
«Γυρίσαμε στου Καταστρωμένου, άναψαν τα αίματα. Ο Μουντάκης νευρικός, ο Μητσοτάκης το ίδιο. Ο Σταύρος χειρότερος παρά λίγο να ‘ρθουν στα χέρια να σκοτωθούμε. Την άλλη μέρα συζητήσαμε πιο ήρεμα. Επί τέλους συμφωνήσαμε. Αξιζε να ρίξουμε μερικές ντουφεκιές στον αέρα. Ο Βολουδάκης είχε υποχωρήσει. Ημουν ο νεώτερος, ανέλαβα καθήκοντα γραμματέα. Κάθισα κι έγραψα τη συμφωνία, την υπογράψαμε, τα γραφτά δεν είναι σαν τα λόγια, μένουν.
Η ημερομηνία της επανάστασης, 16 του Οκτώβρη. Ταυτόχρονο ξεκίνημα απ’ όλες τις επαρχίες με κατεύθυνση τα Χανιά. Γενική κινητοποίηση και εξέγερση του λαού. Ο Μητσοτάκης κι ο Μουντάκης θα κατέβαιναν στον Αποκόρωνα να ξεσηκώσουν Αποκόρωνα και Κυδωνία. Ο Μπακλατζής, ο Παπαδοκωνσταντάκης κι εγώ θα πηγαίναμε στο Σέλινο».
Τελικά για διάφορους λόγους η επανάσταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.