» William Maxwell (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)
Πολύ αμφιβάλλω αν θα θυμόμουν μετά από πενήντα χρόνια και βάλε το φόνο ενός αγρότη που δεν είχα συναντήσει ποτέ, αν, πρώτον, ο δολοφόνος δεν ήταν ο πατέρας κάποιου που γνώριζα, και, δεύτερον, αν δεν είχα κάνει αργότερα κάτι για το οποίο μετά θα ντρεπόμουν. Αυτό το απομνημόνευμα -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- είναι μια έμμεση, μάταιη απόπειρα να επανορθώσω.
Υπήρξε μια περίοδος, όταν ήταν παιδιά, που ο Κλίτους και ο αφηγητής ήταν πολύ στενοί φίλοι. Περνούσαν παρέα το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και το βράδυ αποχωρίζονταν λέγοντας αντίο τώρα, τα λέμε αύριο. Ώσπου ένα βράδυ ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Το επόμενο πρωί ο Λόιντ Γουίλσον βρέθηκε δολοφονημένος στο μονοπάτι που ένωνε το σπίτι του με τον στάβλο. Οι υποψίες έπεσαν πάνω στον πατέρα του Κλίτους, αφού οι σχέσεις της γυναίκας του με το θύμα ήταν από καιρό γνωστές. Όλα αυτά συνέβησαν έξω από το Λίνκολν. Οι δρόμοι των παιδιών χώρισαν, ένα βράδυ χαιρετήθηκαν αλλά δεν τα είπαν την επόμενη μέρα, ούτε τη μεθεπόμενη. Ο αφηγητής, ορφανός από μητέρα, μετακόμισε με τον πατέρα και τα αδέρφια του στο Σικάγο.
Το κτίριο του σχολείου ήταν πέτρινο και τεράστιο. Ήταν δέκα φορές μεγαλύτερο από το παλιό, στριμωγμένο γυμνάσιο στο Λίνκολν με τα κίτρινα τούβλα, και οι αίθουσες στις οποίες είχα μάθημα πολλές φορές απείχαν πολύ η μία από την άλλη. Δεν είχα κλείσει καλά καλά βδομάδα και μια μέρα που περπατούσα βιαστικός σ’ ένα διάδρομο είδα τον Κλίτους Σμιθ να έρχεται από την άλλη μεριά. Ήταν σαν να είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο. Δεν είπε τίποτα. Δεν είπα τίποτα. Συνεχίσαμε να περπατάμε μέχρι που περάσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Και μετά δεν υπήρχε τρόπος να το πάρω πίσω αυτό.
Είναι οι τύψεις που ωθούν τον αφηγητή να πει την ιστορία του Κλίτους, όλα όσα συνέβησαν μισό αιώνα πριν, η χαμένη ευκαιρία στον διάδρομο του σχολείου να του μιλήσει, να του πει πως ξέρει, να τον πάρει μια αγκαλιά και να μην πει τίποτα, να δηλώσει παρών. Και μέσα από την ιστορία του Κλίτους να διηγηθεί και τη δική του, να γλύψει τις δικές του πληγές. Η φιλία είναι στο επίκεντρο της ιστορίας αυτής. Ο πατέρας του Κλίτους και ο Λόιντ Γουίλσον ήταν στενοί φίλοι, εκμεταλλεύονταν γειτονικές αγροτικές μονάδες, ήταν πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον, μέχρι που ο Λόιντ σύναψε σχέσεις με τη γυναίκα του Κλίτους. Ο αφηγητής και ο Κλίτους ήταν φίλοι, μέχρι που συναντήθηκαν στον διάδρομο του σχολείου στο Σικάγο και κανείς δεν μίλησε. Και αν η φιλία μεταξύ αντρών βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο, το μυθιστόρημα του Μάξγουελ διαπραγματεύεται τις δύσκολες σχέσεις μεταξύ γονιού και παιδιού, τη διάλυση της οικογενειακής ενότητας, τα απωθημένα και τα απραγματοποίητα όνειρα.
Η αρχικά πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετατρέπεται σταδιακά σε τριτοπρόσωπη. Καθώς η εστίαση μετατοπίζεται από τη ζωή του αφηγητή στον Κλίτους και στα όσα συνέβησαν τότε, ο αφηγητής απομακρύνεται από το κάδρο. Η σύνθεση των γεγονότων στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε έρευνα του αφηγητή στα αρχεία των τοπικών εφημερίδων της εποχής, τις οποίες για καιρό απασχόλησε το φονικό αυτό, μια αναπάντεχη διάρρηξη της ρουτίνας. Δύο είναι οι χρονικοί άξονες περιστροφής της αφήγησης: η βραδιά της δολοφονίας και η διασταύρωση των δύο στον σχολικό διάδρομο. Αυτά τα δύο περιστατικά ορίζουν το πριν και το μετά, σε αυτά επανέρχεται διαρκώς ο αφηγητής, σε όσα οδήγησαν εκεί και σε όσα εκίνησαν την επόμενη κιόλας στιγμή που το σώμα του Λόιντ έπεσε στο έδαφος άψυχο. Ο Μάξγουελ χρησιμοποιεί αρκετά έξυπνα ευρήματα, λιγότερο ή περισσόερο φανερά, με δύο από αυτά να ξεχωρίζουν. Το πρώτο έχει να κάνει με το διάσημο γλυπτό του Τζιακομέτι Το ανάκτορο στις 4π.μ. και τον τρόπο που το ενσωματώνει στην αφήγηση, ορίζοντάς το ως έναν τρίτο χώρο δράσης μαζί με τις οικοδομές, στις οποίες έπαιζαν, και το σχολείο, έναν μη τόπο μιας απίθανης συνάντησης τους με τον Κλίτους. Το δεύτερο αφηγηματικό εύρημα, επίσης λειτουργικό, είναι το παιχνίδι με τα φύλλα της τράπουλας, η απεύθυνση μέσω αυτού -σε τρίτο πρόσωπο- στον αναγνώστη: Ο αναγνώστης πρέπει επίσης να βάλει τη φαντασία του να δουλέψει. Πρέπει να φανταστεί μια τράπουλα απλωμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι με τα φύλλα κλειστά και μετά πρέπει να γυρίσει ένα, μόνο που δεν είναι το οχτώ κούπα ή ο βαλές καρό αλλά ένα πολύ συνηθισμένο τέταρτο της ώρας από την περασμένη ζωή του Κλίτους. Η συνομιλία με τον αναγνώστη διαθέτει μερικές ακόμα αποκαλύψεις από τη συγγραφική διαδικασία: Πρώτα όμως πρέπει να επινοήσω ένα σκυλί, κάτι που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα· αν υπήρχαν αγελάδες, θα υπήρχε κι ένα σκυλί για να τις μαζεύει. Η απεύθυνση σε τρίτο πρόσωπο στον αναγνώστη δημιουργεί την αίσθηση ενός προσχέδιου, κάνοντας το κείμενο ακόμα πιο προσωπικό, υπογραμμίζοντας την ανάγκη του αφηγητή να διηγηθεί την ιστορία αυτή, να απολογηθεί στον παλιό του φίλο.
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που δεν επιζητά τον εύκολο θαυμασμό, σκεφτόμουν διαβάζοντας το Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο, είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει απλό αλλά είναι τρομακτικά σύνθετο. Σύνθετο όχι ως προς την αναγνωστική πρόσληψη, αλλά ως προς την ευφυΐα στην κατασκευή, ευφυΐα αλλά και δουλειά, πολλή δουλειά, που το κάνουν να μοιάζει απλό, σε συνδυασμό με την ήπιων τόνων αφήγηση. Πολλοί ίσως αποφανθούν πως δεν πρόκειται για κάτι το σπουδαίο. Θα ήταν λάθος τακτική να τεθεί ως αντεπιχείρημα σ’ αυτή τη θέση η επιρροή του Μάξγουελ σε πλήθος συγγραφέων στον ρόλο του επιμελητή στο New Yorker, δεν είναι άλλωστε λίγα τα παραδείγματα εκείνων των έξοχων επιμελητών που αδυνατούν να γράψουν ένα μυθιστόρημα αξιώσεων. Η επαρκέστερη απόδειξη της σπουδαιότητας του βιβλίου είναι το ίδιο το βιβλίο, και αυτό είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, ένα βιβλίο αναφοράς.