Κατά την παιδική μου ηλικία το σιτηρέσιό μας υστερούσε σε λευκώματα, σε πρωτεΐνες, σε θερμίδες και σε βιταμίνες. Γι’ αυτό η όρεξη μας ήθελε και καταβροχθίζαμε λιπαρά φαγιά. Το λίπος του χοίρου τώρα κανείς δεν το θέλει, τότε όμως στα χρόνια της κατοχής και στη φέτα το ψωμί βάζαμε “γλίνα” (λίπος του χοίρου) και την τρώγαμε πρόθυμα και “γλινό-πιτες” κάναμε βάζοντας για γέμισμα γλίνα με ζύμη, όπως κάνουμε τις μυζηθρόπιττες και πολλά φαγιά ψήναμε με τη γλίνα. Ομως και τα χοιρινά ξίγκια τα τρώγαμε πρόθυμα και γενικά τρώγαμε πρόθυμα όλα τα παχιά κρέατα, ενώ τώρα, αν θα τύχει και στο αρνίσιο κρέας λίγο ξιγκάκι, έστω σαν ένα κουφέτο, το βγάζουμε και το πετούμε.
Ακόμα ο οργανισμός μας είχε ανάγκη από θερμίδες. Στο κάθε σπίτι φροντίζανε να μην λείπει η ζάχαρη. Θέλανε να υπάρχει για να κάνουνε κανένα βραστάρι, αν κρυολογούσε κανείς. Μα εμείς τα παιδιά την τρώγαμε λαίμαργα τη ζάχαρη και την ξεκάναμε. Για να μην μένει το σπίτι χωρίς ζάχαρη την κρύβανε οι μητέρες από τα παιδιά. Τις τελευταίες δεκαετίες δεν είδα παιδί να δοκιμάζει σκέτη ζάχαρη.
Μα έχω την εντύπωση ότι ο οργανισμός είχε τη δύναμη να εξοικειώνεται με τα μικρόβια, μα και να δημιουργεί αντισώματα κάποιες φορές για την ανοσία. Τότε που ήμαστε παιδιά, συχνά μας συνέβαινε ένας μικροτραυματισμός. Δεν ζητούσαμε, μα και δεν υπήρχανε ούτε επίδεσμοι, ούτε γάζες, ούτε οξυζενέ, ούτε ιώδιο. Βάζαμε στην πληγή πολύ – πολύ χώμα και σταματούσε η αιμορραγία.
Οι άντρες, μα και εμείς τα παιδιά, ασχολούμαστε στην εξοχή. Για οικόσιτα, για κτηνοτροφικές ή γεωργικές ανάγκες συνήθως όλη μέρα και συχνά μέρος της νύχτας. Δεν κρατούσαμε νερό. Τον χειμώνα σε κάποια σημεία “γουργούθιαζε” νερό (μαζευότανε σε λακκάκια της γης) μα βρίσκαμε νερό και στους αρολίθους (στα λακκάκια που έχουνε από τη φύση κάποιες πέτρες) και ακόμα εκεί που ποτίζανε τα πρόβατα οι βοσκοί πάντα έμενε νερό στη σκάφη τους. Από αυτές τις “πηγές” πίναμε νερό και εμείς και τα πρόβατα και οι σκύλοι και οι κοράκοι και τα φίδια και όλα τα διψασμένα. Ανηκαν σε όλους μας εξ αδιανεμήτου. Δεν το πίναμε ευχάριστα, μα ήτανε καταναγκαστική προσγείωση. Οπου έτρεχε νερό στα ρυάκια ήτανε άριστο, αφού ήτανε τρεχούμενο και ανανεώνετο. Η δίψα μας πίεζε και πίναμε ανθυγιεινό νερό.
“Οποιος βρει νερό τρεχάμενο,
αν το αναγυρίσει
Να τονε παν τας μάνας του
να μην τονε γνωρίσει”.
Το ότι ο οργανισμός μας εξοικειώνεται με τα μικρόβια από δεικνύεται και από το γεγονός ότι στον Κουρνά π.χ. πιο παλιά άμα έπινε νερό μερικές φορές ένας ξένος πιθανότατα θα αρπούσε ελονοσία, ενώ τους κατοίκους του Κουρνά που μόνιμα πίνανε αυτό το νερό δεν τους πείραζε διότι ο οργανισμός τους είχε εξοικειωθεί με το μικρόβιο της ελονοσίας.
Μπορεί ακόμα να είχαν εισαχθεί στον οργανισμό τους μικρόβια ελονοσίας και τα σκοτώσανε τα αντισώματα του οργανισμού και όπου υπάρχουνε στον οργανισμό νεκρά μικρόβια μιας ασθένειας δεν είναι ευνοϊκό το περιβάλλον για την ανάπτυξη ζωντανών μικροβίων της ίδιας ασθένειας. Ξέρουμε ότι σε πολλές ασθένειες με το εμβόλιο για να τις προλάβουνε εισάγουνε στον οργανισμό νεκρά μικρόβια αυτής της ασθένειας. Ο παππούς μου είχε συγγενείς στον Κουρνά και πήγαινε συχνά, μα πάντα κρατούσε σε ένα δοχείο και έπινε από το δικό του νερό.
Μου φαίνεται παράξενο πώς επιβιώσαμε με πρωτόγονους τρόπους υγιεινής και γράφω τις παρατηρήσεις μου και τις εντυπώσεις μου ως απλός πολίτης. Δεν ξέρω όμως πόσο ευσταθούνε μα και οι φυτικοί “οργανισμοί” προσαρμόζονται ανάλογα με τις ανάγκες τους σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούνε στο περιβάλλον τους. Το φαράγγι του Καπνη π.χ. σε διάστημα εκατομμυρίων ετών εδημιούργησε ένα τεράστιο “χαλασέ” (μεγάλη έκταση με μικρές πέτρες). Είτε σε κάποιο σημείο βρέθηκε λίγο χώμα. Εκεί στο λίγο χώμα δεν ξέρω πώς βρέθηκε σπόρος και φύτρωσε μια καρπουζιά. Μα η καρπουζιά στον κήπο μας έχει απαιτήσεις. Θέλει και νερό και λίπασμα, μα και καλλιέργεια. Εκείνη η καρπουζιά χωρίς καμιά φροντίδα, αφού έτυχε και δεν τη φάγανε τα ζώα, έκανε ένα καρπουζάκι στο μέγεθος κεφαλής μικρού παιδιού. Ακόμα ένα παράδειγμα σε μια σχισμή στην αυλή καφενείου του χωριού μου εφύτρωσε μια σισαμιά. Χωρίς καμιά φροντίδα και εκείνη αναπτύχθηκε που δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερη σε κανένα περιβόλι. Μα και τα φυτά που βλέπουμε πως αναπτύσσονται στις ξερές πέτρες εκρέουν ένα υγρό στην πέτρα για να προχωρά η ρίζα τους και δημιουργούνε μηχανισμό που τα βοηθά να απορροφούνε νερό από την ατμόσφαιρα. Η φύση διαθέτει εφεδρικούς τρόπους για να προστατέψει το ζωικό και το φυτικό βασίλειο. Είναι αυτό που λέμε πως “Ο Θεός μπέμπει και τα ρούχα και την κρυγιότη”.