Με την ευκαιρία της ημέρας της γυναίκας δημοσιεύεται σήμερα μία συντόμευση της ομιλίας του γράφοντος που αναφέρεται σε τρεις πρωτοπόρες κρητικιές του 19ου αιώνα τις Αντωνούσα Καμπουράκη, Αντωνούσα Καστανάκη και Αρτεμισία Λανδράκη.
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα στο πλαίσιο της γνωριμίας με το έργο Κρησσών δημιουργών που διοργανώνει το Λύκειο των Ελληνίδων Χανίων, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων ευδόκιμης λειτουργίας και προσφοράς του.
Α’. ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ
Γεννήθηκε στην πόλη μας 20 χρόνια ύστερα από την επανάσταση του ηρωικού πρωτομάρτυρα Δασκαλογιάννη, στα 1790. Η οικογένειά της ήταν μάλλον εύπορη. Ισως αυτός είναι ο λόγος που έμαθε να διαβάζει και να γράφει.
Είχε ευχέρεια στο γράψιμο και έγραψε πολλά κείμενα, κυρίως ποιητικά.
Πιθανόν στους δασκάλους της οφείλεται η πίστη που είχε στη δύναμη της παιδείας. Σ’ αυτήν εναπόθετε τη λευτεριά μας όπως το τονίζει σ’ ένα της ποίημα:
«Συ αγαπητή μου Κρήτη, έχε το εις καύχημά σου
Με τα όπλα της παιδείας τα αγαπητά σου τέκνα
Θα συντρίψουν τα δεσμά σου…»
Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα δεν ήταν δυνατόν να της σταθεί εμπόδιο και να την αποτρέψει από την πραγμάτωση του σκοπού της, αφού, όπως λέει:
«Ο κάθε ένας χρεωστεί καλό να ενεργήσει
πάντοτε στην πατρίδα του και να την ωφελήσει.
Ο γενικός κανονισμός ποτέ δεν εμποδίζει,
να ομιλήσει ο καθείς εκείνο που νομίζει.
Κ’ η γυναικεία η φυλή βρίσκεται προικισμένη
Ο πάνσοφος δημιουργός την έχει ποιημένη».
Τριαντάχρονη το 1821, βίωσε τις τρομερές σφαγές στην πόλη και την ύπαιθρο των Χανιών. Για να σωθεί από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, κατέφυγε στα κοντινά βουνά για να επαληθευτεί και σ’ αυτήν το γραφικό ότι «περιήλθεν εν σπηλαίοις, εν όρεσι και ταις οπαίς της γης, υστερούμενη, θλιβόμενη, κακουχούμενη…».
Περιπλανήθηκε πολύν καιρό, με άλλες γυναίκες και έζησε μαζί τους τον φόβο, τις κακουχίες και τη δυστυχία. Είδε γύρω της να πεθαίνουν από την πείνα και την εξαθλίωση ακόμη και μικρά παιδιά…
Ηθελε να πάρει τ’ άρματα και να σταθεί σαν άντρας απέναντι στον Τούρκο, μα όπως εκμυστηρεύτηκε «…παρεπονέθην διά τι η φύσις με κατεδίκασε, δίδουσα εις εμέ ως φύλον μεν, το γυναικείον, ως φρόνημα δε το ανδρικόν! Αχ! Δια τι και εγώ έλεγον, να μη δύναμαι να φέρω εν όπλον, εν ξίφος, όπως ριφθώ εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα μετά των άλλων!».
Ο άντρας της την είχε αφήσει μόνη. Είχε πάρει μέρος στην επανάσταση, στο πλευρό του οπλαρχηγού Γεωργίου Δασκαλάκη ή Τσελεπή. Πολέμησε στη μάχη της Καντάνου, που σκοτώθηκε ηρωικά ο αρχηγός του και συνεχίζοντας τον αγώνα, τον Γενάρη του 1824 πήγε στο Ρέθυμνο για να υπερασπιστεί τα πολιορκημένα γυναικόπαιδα στο σπήλαιο του Μελιδονιού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, με τις δυνάμεις του Χουσεϊν, λαβώθηκε βαριά και ύστερα από τέσσερις μέρες ξεψύχησε. Ετσι η Αντωνούσα έμεινε χήρα με ένα παιδί σ’ εκείνα τα μαύρα τα πολυπικραμένα χρόνια…
Η αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί μας, την ανάγκασε να καταφύγει με άλλα γυναικόπαιδα πρόσφυγας στη Μονεμβασιά.
Φεύγοντας από την Κρήτη για την εξορία άφησε πίσω της ότι πολύτιμο είχε: Πατρίδα και μάλιστα πατρίδα σκλαβωμένη. Δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Από τη Μονεμβασιά ξεκίνησε μια πολύχρονη περιπλάνηση, μια Οδύσσεια μπορούμε να πούμε που την έφερε στη Σύρο, στο Μεσολόγγι και τέλος στην Αθήνα όπου και τέλειωσε τη ζωή της.
Στη Σύρο παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο. Εκεί όμως πέθανε και ο μοναχογιός της, δεκαοχτάχρονος τότε, μαθητής Γυμνασίου. Ο θάνατός του τη συγκλόνισε. Μόνη παρηγοριά βρήκε στο γράψιμο. «Εγραφε, μιλούσε, παρακινούσε για να κάνει γνωστό το Κρητικό ζήτημα, να ξεκινήσει νέους αγώνες για την απελευθέρωση της ηρωικής, σκλαβωμένης πατρίδας της…».
Η συλλογή “Ποιήματα τραγικά” που τυπώθηκε στην Ερμούπολη το 1840, είναι μια πολύστιχη αφήγηση που έχει ως θέμα την επανάσταση του 21 στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, όμως, όπως ειπώθηκε είναι «το πρώτο βιβλίο που δημοσιεύτηκε επώνυμα από γυναίκα στη νεοελληνική γραμματεία».
Το 1847 δημοσίευσε στην Αθήνα την τραγωδία “Γεώργιος Παπαδάκης”. Είναι ένα πατριωτικό δράμα, που αναφέρεται στα γεγονότα της Γραμπούσας.
Το 1856 πέθανε και ο δεύτερος σύζυγός της. «Εκτοτε δε από δυστύχημα εις δυστύχημα περιπεσούσα κατέφυγον τυχαίως εις Μεσολόγγιον, όπου εν τη χηρεία μου, διάγουσα μοναστικόν όπως ειπείν βίον επί πολλά έτη…», όπως δήλωσε ή ίδια.
Στο Μεσολόγγι η Αντωνούσα συνέγραψε την τραγωδία “Η Λάμπρω”, η οποία τυπώθηκε το 1861. Η “Λάμπρω” κυκλοφορήθηκε πρόσφατα στην πόλη μας, με εμπεριστατωμένη εισήγηση και σχόλια του διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης κ. Κωνσταντίνου Φουρναράκη κι έτσι δόθηκε η αφορμή να την ξαναθυμηθούμε. Οπως γράφτηκε «Η Αντωνούσα Καμπουροπούλα στο πρόσωπο της “Λάμπρως” φέρνει στη μνήμη μας την Αντωνούσα Καστανάκη, τις Λακκιώτισσες, τη Ροδάνθη από την Κριτσά καθώς και κάθε γυναίκα της Κρήτης που πολέμησε όπως πολεμούν οι ήρωες.»
Η Καμπουροπούλα έγραψε επίσης επιστολές σε προσωπικότητες της εποχής της, πράγμα αδιανόητο τότε για γυναίκα.
Μετά το 1862 πηγαίνει στην Αθήνα που τύπωσε, το 1863 το έργο “Η Μνήμη” και τέλος στα 85 της χρόνια τύπωσε το δράμα “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”.
Πέρα από τα παραπάνω η Αντωνούσα Καμπουράκη εργάστηκε για τη διάσωση και προβολή της Λαϊκής τέχνης, ιδρύοντας στην Ερμούπολη, το Μεσολόγγι & την Αθήνα εργαστήρια που λειτούργησαν ως σχολές εκμάθησης Κρητικών χειροτεχνημάτων. Το 1840 που ο βασιλιάς Όθωνας επισκέφθηκε τις Κυκλάδες, πέρασε από τη σχολή της και της απένειμε, για τη δράση της, το παράσημο του Αγώνα. Η Καμπουροπούλα υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα του καιρού της. Θεωρείται η πρώτη ελληνίδα ιστορικός και η πρώτη γυναίκα που εξέφρασε πολιτικό λόγο. «Ξεπέρασε τα ασφυκτικά όρια του σπιτιού, οργάνωσε δική της επιχείρηση, συνομίλησε με άνεση με πολιτικούς άνδρες, κοινοποίησε τις ιδέες της μέσα από τα βιβλία της, ενθάρρυνε με το παράδειγμά της και άλλες γυναίκες, σχολίασε τα πολιτικά πράγματα ως ενεργή πολίτις», σε μια εποχή που ήταν πέρα από κάθε φαντασία, η συζήτηση για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο.
Πέθανε τα Χριστούγεννα του 1875 στην Αθήνα, χωρίς να δει το όνειρό της, την απελευθέρωση της Κρήτης, να πραγματοποιείται. Το είχε προαισθανθεί. Γράφει:
«Πατρίς μου η αγάπη σου μου φέρνει αγρυπνίας,
και διά σε κατήντησα να γράφω τραγωδίας.
Κι επιθυμώ το χώμα σου να έλθω να πατήσω
Και ελευθέρα να σε δω και πλέον να μη ζήσω
Ναι, δε θα ζήσω! Συγγενών σκιαί με προσκαλούσι
Κι οι οφθαλμοί μου αδύνατον αυτό να το ιδούσι
Οι πατριώται κι οι λοιποί να ζήσουν να σε δούνε,
Και ας έλθουν εις τον τάφον μου αυτό να με ειπούνε:
Καμπουροπούλα, ξύπνησε, ήλθεν εκείν’ η μέρα
Και η αγαπημένη σου Κρήτη είν΄ελευθέρα.
Εκείνο που ποθούσανε να δουν τα όμματά σου
Ας αισθανθούν τα εις τη γην θαμμένα κόκκαλά σου,
Ω! τότ’ από τον τάφον μου θα εύγη η σκιά μου
Μεγαλοφώνως κράζουσα την άμετρον χαράν μου.
Τους τελευταίους λόγους μου πατρίδα θα σ’ αφήσω,
Εν όσω ζω τα πάθη μου και σένα θα υμνήσω…»
Β’. ΑΝΤΩΝΟΥΣΑ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗ
Γεννήθηκε στην Κερά Κισάμου το 1844, στα μαύρα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς.
Κοπελοπούλα 22 χρονών το 1866, τη χρονιά δηλαδή που κάηκε το Αρκάδι, έζησε στα βαθύτερα του είναι της την αδικία και την καταπίεση που βίωναν οι Κρητικοί περισσότερο από δυο αιώνες. Ενας Τούρκος αξιωματούχος, ο Μουσά – Δερβίσης ζήτησε από τον πατέρα της ένα βόδι για τους Τούρκους του Καστελιού.
– Αν αρνηθείς και δεν το φέρεις στο Καστέλι την ώρα που σου είπαμε, θα ’ρθούμε στο χωριό και θα σφάξομε κι εσένα και τα κοπέλια σου! του είπαν.
Η Αντωνούσα καθώς το άκουσε από τον πολυπικραμένο πατέρα της, αντέδρασε με ιδιαίτερα ασυνήθιστο τρόπο .
– Δεν θα πας κανένα βόδι στο Καστέλι. Θα πάρεις την οικογένειά μας και τα ζώα που έχομε και θα πας στα Εννιά Χωριά. Εκεί δεν κινδυνεύετε. Εγώ θα μείνω στο σπίτι και θα λογαριαστώ με τον Τούρκο!
Με την επιμονή της, ο Καστανοκωσταντής, πείστηκε κι έπραξε όπως του είπε η κόρη του.
Την επομένη,αφού κανένα ζώο δεν έφτασε στο Καστέλι, ο Μουσά – Δερβίσης πήγε στην Κερά, έφτασε στο σπίτι βρήκε την πόρτα κλειστή και άρχισε να φωνάζει.
Η Αντωνούσα που τον περίμενε οπλισμένη πάνω σε μια συκιά, μόλις τον είδε μπροστά στην πόρτα τους και άκουσε τις φωνές του, τον πυροβόλησε, μα αστόχησε.
Ο Τούρκος πέφτοντας κάτω έβγαλε την πιστόλα του ,πυροβόλησε την Αντωνούσα μα αστόχησε κι αυτός.
Την ίδια στιγμή η γενναία κρητικοπούλα,με σβελτάδα αγριμιού, πηδά από τη συκιά, αρπάζει το γιαταγάνι του Μουσά, του κόβει το κεφάλι, του παίρνει όλα τα άρματα και φεύγει για το βουνό.
Είναι μια κουβέντα να πεις «του κόβει το κεφάλι, του παίρνει τ’ άρματα και φεύγει για το βουνό». Πού βρήκε τη δύναμη η 22χρονη Κρητικοπούλα να εκδικηθεί για όσα δεν μπορούσε ίσαμε τότε να εκφράσει; Το γυναικείο χέρι της ήξερε μόνο τα νοικοκεράτα του σπιτιού και κάποιες γεωργικές εργασίες, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Πώς ξαρμάτωσε έναν εκπαιδευμένο στρατιώτη κι έγινε ο νέος Δαβίδ απέναντι στο σιδερόφραχτο Γολιάθ;
Ας την παρακολουθήσομε, μέσα από τις σελίδες της ιστορίας:
Ενώνεται με τους επαναστάτες, μάχεται ηρωικά στο πλευρό τους ,καταδιώκεται από τους Τούρκους μα μένει ασύλληπτη.
Ντύνεται με την παραδοσιακή κρητική στολή των αντρών -που δεν την ξανάβγαλε ποτέ- και κοντά στους αρχηγούς της εποχής, τον Κωνσταντουλάκη, τον Σκαλίδη, τον Καρτσώνη, αγωνίζεται ισάξια με τους μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές προκαλώντας τον δίκαιο θαυμασμό τους.
Γίνεται παράδειγμα για άλλες Κρητικοπούλες, που θέλησαν να την μιμηθούν, όπως οι 50 Λακκιώτισσες που όπως αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης. «τις έτρωγε, το σύζηλο που ’χεν ακουστεί στον πόλεμο μια Κισαμίτισσα από την Κερά, Αντωνούσα με τ’ όνομα, πού ’χε ντουφέκι με τον Τούρκο από την αρχή του Σηκωμού».
Η δράση της προκαλεί χαρά και ικανοποίηση στους Χριστιανούς και φόβο στους Τούρκους. Παίρνει μέρος σε πολλές μάχες από το 1866 μέχρι το 1879 και παντού αριστεύει.
Χαρακτηριστικά στην “Ιστορία της Κισάμου επί τουρκοκρατίας” αναγράφεται για τη μάχη Λουσακιών – Συρικαρίου και Δραπανιά: «Εκ των Τούρκων, αι εκ Καστελίου διαφυγούσαι αργότερον πληροφορίαι, ανεβίβαζον τους εκ της μάχης νεκρούς και τραυματίας εις τριάκοντα πέντε. Κατά τη μάχην ταύτην, περί τον Μάκρωνα, διεκρίθη και γυνή τις εκ Κεράς, η Αντωνούσα, η οποία ακολουθήσασα έκτοτε πλησίον του Σκαλίδη και Καρτσώνη έλαβε μέρος εις πολλάς μάχας».
Και σε άλλη σελίδα της ίδιας “Ιστορίας”, για τη μάχη Τοπολίων – Τριών Αλωνιών Κισάμου αναφέρεται: «Οι Τούρκοι υποχωρήσαντες παρέλαβον 15 νεκρούς και τραυματίας, εξ ων 4 Τουρκοκρήτες. Εις τη μάχην διέπρεψεν η καπετάνισσα Αντωνούσα εκ Κεράς…».
Και η λαϊκή μούσα δεν ξέχασε την ηρωίδα, στην αναφορά που έκανε για τους σημαντικούς Κισαμίτες:
«Γεράρχη τον Γεράσιμο Κισάμου τον Δεσπότη,
Σκαλίδη, Γιαννουδοβαρδή και Ρουματαναγνώστη
Τζανή, Καρτσώνη, Μαλαντρή, Γιάννη Αναστασάκη,
Αντώνη το Μεσογεινό, Νικόλα Μπενιουδάκη,
Και τον παπα-Γερακιανό. Μ’ αυτούς που πολεμούσα
Γενναίως αγωνίστηκε κι η κόρη Αντωνούσα…».
Τελικά, στα 1882, αποφεύγοντας τη δίωξη των Τούρκων, αναγκάζεται και αυτοεξορίζεται στην Αθήνα. Παρουσιάζεται στο βασιλιά Γεώργιο τον Α’ που ασφαλώς θα είχε πληροφορηθεί τις γενναίες πράξεις της και την ανακηρύσσει οπλαρχηγό.
Με αυτή την ιδιότητα, του οπλαρχηγού και με δικό της σώμα ανδρών, παίρνει μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες…
Στα 1911 κατεβαίνει στην ελεύθερη πια Κερά, που και με τη δική της συμβολή, δεν τη βάραινε κανενός Μουσά –Δερβίση η καταπίεση .Κατεβαίνει για προσκύνημα στον αγαπημένο γενέθλιο τόπο, που ποτέ δεν είχε ξεχάσει.
Συγκινημένη χαιρετά και αποχαιρετά μικρούς και μεγάλους, συγγενείς και φίλους, όλους τους χωριανούς και ξαναγυρίζει στον Πειραιά, που ύστερα από 7 χρόνια, το 1918, αφήνει τούτο το μάταιο κόσμο, ευχαριστημένη ότι έπραξε το χρέος προς την αγαπημένη Κρήτη.
Γ’. ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΛΑΝΔΡΑΚΗ
Η Αρτεμισία Λανδράκη – Ντόκου ανήκει στις γυναικείες μορφές που διακρίθηκαν και πρόσφεραν πολλά στην κοινωνία του καιρού τους.
«Ηταν θυγατέρα του διδασκάλου Ιωάννου Ν. Λανδράκη. Γεννήθηκε στα Χανιά γύρω στο 1880 και πέθανε στην Αθήνα το 1956, που σπούδασε και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Αριστούχος διδασκάλισσα και λογία, η αξιολογώτερη της εποχής της στην Κρήτη, μετέδωσε τη φλόγα των γραμμάτων και της μάθησης στους συμπατριώτες της και ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική και εθνική δραστηριότητα». Ποιήτρια, πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, εκδότρια και συνεκδότρια περιοδικών άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Το τρίπρακτο σατιρόδραμα της με τίτλο “Εμείς οι Φιλάνθρωποι” «διδάχθηκε από σκηνής» το 1923 από τον Αιμ. Βεάκη.
Εξέδωσε στις 15 Ιανουαρίου 1902, το πρώτο γυναικείο περιοδικό με τον τίτλο “Σπινθήρ”. Ο “Σπινθήρ” υπήρξε πολύ αξιόλογο περιοδικό με συνεργάτες μεγάλα ονόματα της επιστήμης και της λογοτεχνίας, όπως οι Γ. Μιστριώτης, Δημ. Αιγινήτης, Ιωσήφ Χατζιδάκης, Νικ. Σαρίπολος, Καλλιρρόη Παρρέν, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Πολύβιος Δημητρασκόπουλος, Κωστής Παλαμάς και άλλοι.
Λίγα χρόνια πριν από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το 1911, δημοσίευσε στο περιοδικό “Κρητικός Αστήρ”, στο οποίο αργότερα έγινε συνιδιοκτήτης, το ποίημα « ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1910” με το οποίο εκφράζει το παράπονό της επειδή οι ξένοι αρνούνταν να ικανοποιήσουν τον δίκαιο πόθο των Κρητικών, την Ένωση:
«Λυπημένα Χριστούγεννα! Της Βηθλεέμ το αστέρι,
θ’ ανατείλει περίλυπο στα δικά μας τα μέρη,
Να φωτίσει μια γέννηση ιερά μα κι αγρία,
Απ’ της Κρήτης τες φάραγγες θα προβάλ’ η ΘΥΣΙΑ!
Χρόνια τώρα κρυβότανε παγερή νεκρωμένη,
στων ηρώων τα μνήματα, στα ερείπια θαμμένη,
Κι από πάνω της σκόρπιζε με κρυφή περηφάνεια,
η Ελλάδα η μάννα μας νικηφόρα στεφάνια.
Μα τα χρόνια διαβήκανε κι οι μεγάλοι Ισχυροί μας,
που κρατούνε στα χέρια των τη ζωή τη δική μας,
πνίγουν τ’ άγιο δίκηο μας και καρδιά και συνείδησι,
και μας στέλλουν στη νότα των την πειό απάνθρωπη είδησι!…».
Παλιά ιστορία, δηλαδή, που επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας.
Στα πολλά και αξιόλογα κείμενά της η Λανδράκη έθιξε μεγάλα και σημαντικά θέματα του καιρού της. Και κοινωνικά και ιστορικά και εθνικά. Παραπονείται που οι Κρητικοί δεν ύψωσαν ακόμη το « Κρητικόν Ηρώον». Σ’ ένα ποίημά της γράφει:
«Εχάθηκ’ ένα μάρμαρο /εχάθη ένα λιθάρι
Για κείνους που μας έδωσαν /της λευθεριάς τη χάρη;
Στήσετ’ αυτό το μάρμαρο/ το κάτασπρο λιθάρι
Για κείνους που μας έδωσαν/ της λευθεριάς τη χάρη».
Πιστεύει στην αξία που έχει η μόρφωση για τη γυναίκα τονίζοντας ότι η μορφωμένη γυναίκα μπορεί να γίνει μορφώτρια ολόκληρης της κοινωνίας.
Η μορφωμένη κόρη αποτελεί για την οικογένειά της «ζωογόνον ακτίνα και ηθικόν έρεισμα» καθώς και «μέλος ευυπόληπτον και στόλισμα αληθές της κοινωνίας εν η ζη», η μορφωμένη σύζυγος « ανταλλάσσουσα τας σκέψεις και ιδέας της μετά του συζύγου της μετριάζει τας δυσαρέστους εντυπώσεις του, τον ανακουφίζει» και η μορφωμένη μητέρα «διαπαιδαγωγεί σωστά τα τέκνα της».
Δεν είναι των άκρων και δεν υψώνει τη σημαία της χειραφέτησης. Χαρακτηριστικά γράφει: «Αι αξιώσεις ημών δεν μετέχουσιν εγωισμού, ούτε αποβλέπουσι εις την ανατροπήν φυσικών θεσμών ή την πολυθρύλητον χειραφέτησιν υπό την ευρείαν αυτής έννοιαν…». Απλά ζητά η γυναίκα να εργαστεί στην κοινωνία και να μην ασχολείται «από της παιδικής της ηλικίας» μόνο με την κατασκευή κεντημάτων.
Στο περιοδικό “Κρητικός Αστήρ” του οποίου, όπως είπαμε παραπάνω, έγινε συνιδιοκτήτης, δημοσίευσε ποικίλα κείμενα, ποιητικά, ιστορικά, κοινωνικά, κριτικές γενικότερου ενδιαφέροντος, μέσα από τα οποία φαίνεται όχι μόνον η ευαισθησία αλλά και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων της.
Παραθέτουμε ένα ωραίο ποίημά της που δείχνει αυτήν την ευαισθησία:
Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ
Μου έδωκες τη ζηλευτήν εικόνα σου
Στον τοίχο ‘κει ψηλά να την κρεμάσω
Να την κυττάζω βράδυ και πρωί
Γιατί φοβάσαι μήπως σε ξεχάσω.
Μα εγώ μέσα στα βάθη της ψυχής
Έχω για σένα εκκλησία χτισμένη
Κι εκεί τη λατρευτήν εικόνα σου
Την έχω για στολίδι κρεμασμένη.
Και κάθε που μεγάλη και τρελλή γιορτή
Νοιώθω πως έχει η φτωχή καρδιά μου
Στολίζω με στεφάνι την εικόνα σου
Πλεγμένο από τα αισθήματά μου.»