» Ελευθερία Παπουτσάκη (εκδόσεις Νήσος)
Η ψυχοθεραπεία, με τις διάφορες εκφάνσεις της, αποτελεί ένα συχνό εύρημα στην τέχνη, από τις ταινίες του Γούντυ Άλεν μέχρι τα υβριδικής μυθοπλασίας βιβλία του Γιάλομ και του Μπουκάι, αλλά και του Σακς, παρότι τα βιβλία του ανήκουν περισσότερο στα εδάφη της νευρολογίας, άλλωστε για πολλά χρόνια οι δύο αυτές επιστήμες βάδιζαν χέρι-χέρι και μόνο σχετικά πρόσφατα διαχωρίστηκαν ευκρινώς. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν είχα διαβάσει το Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη, προσπάθησα να διακρίνω τι ήταν εκείνο που έλκυε έναν λάτρη της μυθοπλασίας σε κείμενα όπως αυτά του Σακς. Κατέληξα τότε στο συμπέρασμα πως ήταν η ατομικότητα της θεραπείας εκείνο που με συγκινούσε βαθιά, Η θεραπεία του ενός όπως ονόμασα το κείμενο εκείνο. Η δυνατότητα ενός απλού ασθενή, πάντοτε με την οικονομική άνεση για μια θεραπεία με έντονα τα στοιχεία του ταξικού διαχωρισμού, να γίνεται το απόλυτο ενδιαφέρον ενός σπουδαίου μυαλού, που στρέφει πάνω του όλη του την προσοχή και την επιστημονική σκευή, σε μια απόπειρα κατανόησης και επίλυσης του θέματος που ταλανίζει τον ασθενή, μακριά από τη γενικευμένη, βάσει βιβλιογραφίας και οικονομίας χρόνου, αντιμετώπιση που συνήθως λαμβάνει χώρα. Βέβαια, στο συμπέρασμα αυτό δεν άργησαν να φυτρώσουν αγριόχορτα με αγκάθια με τη μορφή της ένστασης που η γειτνίαση με τη λογοτεχνία έσπειρε, πως δηλαδή οι ιστορίες αυτές ήρθαν στα μέτρα των συγγραφέων ώστε να αποτελέσουν το υλικό ενός βιβλίου στο μεταίχμιο επιστήμης και λογοτεχνίας, πως δεν ήταν δηλαδή κάποιο ιδεαλιστικό γνώρισμα των θεραπόντων, αλλά μια κατασκευή, πέρα από την υποχρέωση για τη διασφάλιση του απορρήτου.
Ο Αόριστος είναι το πρώτο λογοτεχνικό βήμα της Ελευθερίας Παπουτσάκη (Αθήνα, 1977), που νωρίτερα είχε προλογίσει και επιμεληθεί την ποιητική συλλογή κάποιων μαθητών της στο Τα χαϊκού της Γκράβας (εκδόσεις Book Lab, 2022). Η περιγραφή στο οπισθόφυλλο ήταν εκείνη που μου τράβηξε το ενδιαφέρον, καθώς περιέγραφε μια αντιστροφή των ρόλων στο σχήμα που αναφέρθηκα παραπάνω. Στις δώδεκα μικρές ιστορίες της συλλογής δίνεται ο λόγος στους θεραπευόμενους ώστε να αφηγηθούν την εμπειρία τους από την ψυχοθεραπεία, οι ειδικοί περνούν σε δεύτερο πλάνο. Η συγγραφέας «συμμετέχει» με τρεις ιστορίες, ενώ για τις άλλες εννέα προχώρησε σε συνεντεύξεις με φίλους και γνωστούς της, από τις οποίες και προέκυψε το υλικό για το βιβλίο αυτό. Η γνωριμία της συγγραφέως με τα υποκείμενα των ιστοριών ήταν απαραίτητη για εκείνη ώστε να μπορέσει να μπει στα παπούτσια τους, να χρησιμοποιήσει το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση και να επιχειρήσει να μετατρέψει σε λογοτεχνία την περιγραφείσα εμπειρία, φροντίζοντας να διασφαλίσει την ανωνυμία τους, αλλάζοντας διάφορα πραγματολογικά στοιχεία τα οποία δεν θα επηρέαζαν ωστόσο την κεντρική πλοκή της κάθε εκμυστήρευσης.
Η συνοχή της συλλογής διασφαλίζεται τόσο από τον κοινό θεματικό άξονα όσο και από την αφηγηματική φωνή. Και η συνοχή, για μένα, είναι ένα από τα προαπαιτούμενα μιας συλλογής διηγημάτων, που την καθιστά συλλογή και όχι συγκέντρωση σκόρπιων ανά τον χρόνο κειμένων με σκοπό τη δυνατότητα έκδοσης. Ο υβριδικός χαρακτήρας των ιστοριών, αφού αυτές πατάνε με το ένα πόδι στη μυθοπλασία και με το άλλο στην πραγματικότητα, τραβάει την αναγνωστική ματιά περισσότερο στην εμπειρία παρά στις λογοτεχνικές αρετές. Δεν λέω πως τα διηγήματα στερούνται λογοτεχνικότητας, απλώς λέω πως εδώ είναι μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα πως σημασία έχει το πώς θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία παρά η ίδια η ιστορία καθαυτή. Άλλωστε, αυτό είναι κάτι που περιλαμβάνεται στις συγγραφικές επιδιώξεις της Παπουτσάκη.
Δεν θεωρώ πως έχει νόημα η περίληψη των ιστοριών σε ένα κείμενο παρουσίασης όπως αυτό. Όπως επίσης δεν έχει νόημα η απόπειρα διάκρισης ανάμεσα στο μυθοπλαστικό πέπλο και την αλήθεια. Θεωρώ ωστόσο ενδιαφέρουσα τη σκέψη γύρω από την «ειλικρίνεια» των υποκειμένων κατά τη διάρκεια της «συνέντευξης». Αναρωτιέμαι γενικότερα σχετικά με τον τρόπο που κάποιος επιλέγει να αφηγηθεί τα του εαυτού του, τη μάσκα που φοράει συχνά εν αγνοία του ίδιου του του εαυτού, μάσκα η οποία στη διάρκεια της ψυχοθεραπείας αναμένεται να πέσει ώστε ο θεραπευόμενος να αντικρίσει τον εαυτό του με τη μέγιστη δυνατή ειλικρίνεια αλλά και καθαρότητα. Με βάση αυτό σκέφτομαι πώς θα ήταν μια απομαγνητοφώνηση των «συνεντεύξεων» αυτών. Για να επιστρέψω όμως στο βιβλίο, η Παπουτσάκη ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις επιδιώξεις που ο αναγνώστης υποθέτει πως είχε κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση αυτής της πρωτότυπης ιδέας. Οι ιστορίες είναι αυτές που είναι, είναι το τίμημα της αλήθειας, το πλεονέκτημα της μυθοπλασίας χάνεται σε μεγάλο βαθμό, ενώ ούτε το ευτυχές τέλος διασφαλίζεται, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή.
Η αντιστροφή των ρόλων επιτρέπει να έρθει στην επιφάνεια ο τρόπος με τον οποίο οι θεραπευόμενοι στέκονται απέναντι στον θεράποντα, τα συναισθήματα που αυτός τους προκαλεί, αλλά και η διαδικασία καθαυτή, πώς εκείνοι στέκονται και προσέρχονται, ποιο είναι το πλαίσιο της παράλληλης, εκτός γραφείου, ζωής τους, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για τα αιτήματά τους κατά την είσοδο στο γραφείο στο πρώτο ραντεβού. Σε αυτό σημαντικό ρόλο αναπόφευκτα παίζει και η σχολή την οποία ο εκάστοτε θεράποντας ακολουθεί, όχι όμως μεγαλύτερο, τουλάχιστον σε αυτή τη μέθοδο που η Παπουτσάκη επιλέγει να στηρίξει τον Αόριστο, από τους ίδιους τους αιτούντες θεραπεία.
Συνοψίζοντας θα έλεγα πως το παρόν βιβλίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας της πρωτότυπης και μάλλον λοξής ματιάς του απέναντι στη ψυχοθεραπεία, ο τρόπος που τα μη ειδικευμένα άτομα προσλαμβάνουν τη διαδικασία, αλλά και η διαμεσολάβηση ενός τρίτου, της συγγραφέως δηλαδή, στην εξόρυξη της εμπειρίας.