Ο Κώστας Χατζής ξεκίνησε να τραγουδά στην ηλικία των 16 ετών μαζί με τον πατέρα του σε γάμους, βαφτίσια και πανηγύρια. Κατάγεται από οικογένεια τσιγγάνων ταλαντούχων μουσικών, καθώς ο παππούς του, Κώστας Καραγιάννης ήταν βιρτουόζος του κλαρίνου κι ο πατέρας του Ευάγγελος Χατζής δεξιοτέχνης στο σαντούρι.
Οι πλούσιες μελωδίες του Κώστα Χατζή, ο δυνατός τσιγγάνικος παλμός της κιθάρας του και η γλυκιά βραχνάδα της φωνής του έχουν χαραχτεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο.
Ο ίδιος θα παραδεχτεί ότι: «Στο χώρο του τραγουδιού μπήκα σαν προπαγανδιστής –με την καλή έννοια–, με σκοπό να μιλάω για τα ανθρώπινα δικαιώματα και καθήκοντα και για να καταγγέλλω την πολιτεία με σεβασμό, και αυτό έγινε διότι όταν πήγα σχολείο ένιωσα ότι ανήκω στους περιθωριακούς…», πράγμα που τον έκανε να νιώσει μια ανισότητα που πολέμησε με τη δουλειά του.
Το 1968 κυκλοφόρησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο “Αναγέννησις Αλόννησος” που του άνοιξε το δρόμο για συνεργασίες με κορυφαίους στιχουργούς .
Πιο στενή συνεργάτιδά του ήταν η Σώτια Τσώτου με την οποία έγραψαν μεγάλες επιτυχίες όπως “Ο Στρατής”, “Δε βαριέσαι αδελφέ”, “Κάτι τρέχει”, “Τι σήμερα τι αύριο τι χθες”, “Λεωφορείο ο κόσμος”, “Απ’ το αεροπλάνο” κ.ά.
Η Σώτια Τσώτου, όπως αναφέρεται σε αφιέρωμα στη mixanitouxronou.gr, ήταν παιδί του αγωνιστή του ΕΛΑΣ, Γιώργου Κρανιώτη, ο οποιος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβρη του 1943. Οι Γερμανοί μετά έκαψαν το σπίτι του και η οικογένειά του έμεινε άστεγη.
Συγγενείς φρόντισαν να φέρουν τη μικρή Σώτια στην Αθήνα, όπου υιοθετήθηκε από οικογένεια εύπορων μικροαστών, του Χαράλαμπου και Δέσποινας Τσώτου.
Το τραγούδι “Από το αεροπλάνο” έχει την δική του μικρή ιστορία.
Οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν από την Τσώτου με αφορμή το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και τα όσα έζησε η ίδια στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Τσώτου ήταν μια ανερχόμενη δημοσιογράφος του πολιτικού ρεπορτάζ η οποία δούλευε στην εφημερίδα “Ελευθερία”. Η εφημερίδα έκλεισε την ημέρα του πραξικοπήματος κι εκείνη άνεργη πλέον θέλησε να αναζητήσει την τύχη της στην Θεσσαλονίκη στο συγκρότημα Βελλίδη, που εξέδιδε τις εφημερίδες “Μακεδονία” και “Θεσσαλονίκη”.
Φτάνοντας στο Ελληνικό ήρθε αντιμέτωπη με τη χούντα σε όλο της το μεγαλείο: στρατός παντού, άρματα μάχης παρατεταγμένα και μια πληθώρα ανθρώπων να διεξάγουν εξονυχιστικούς ελέγχους στους επιβάτες. Κατά τη διαδικασία της επιβίβασης η Τσώτου συνελήφθη, υποβλήθηκε σε έλεγχο και εξαντλητική ανάκριση κι έχασε την πτήση της.
Μετά από αρκετές ώρες ταλαιπωρίας και εφόσον δεν βρέθηκε κάποιο στοιχείο που να την ενοχοποιεί αφέθηκε ελεύθερη.
Ταλαιπωρημένη, αηδιασμένη και φοβισμένη, πήρε την επόμενη πτήση για τη Θεσσαλονίκη.
Κοιτάζοντας από ψηλά την στρατοκρατούμενη εικόνα το αεροδρομίου, έγραψε τους στίχους του γνωστού τραγουδιού: “Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα / Μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι / Το μεγαλύτερο ανάκτορο / Μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι”.
Τελικά όμως φτάνοντας στην Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε να βρει δουλειά και κάπου εκεί τελείωσε η καριέρα της ως δημοσιογράφος. Από τότε ασχολήθηκε με την ποίηση και το τραγούδι.
Στη διάρκεια της Χούντας έγραψε και άλλα γνωστά τραγούδια. Βρέθηκε αρκετές φορές στην απομόνωση των κρατητηρίων όπου εμπνεύστηκε τραγούδια όπως το “Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ” και το “Νά ΄τανε το 21”.
Η Σώτια Τσώτου “έφυγε” από τη ζωή το 2011, αφήνοντας πίσω της σπουδαία τραγούδια και συνεργασίες.
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία με ρεφρέν!
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός