Η 8η ∆εκεµβρίου 2024 ανέτειλε µε µια ιστορικής σηµασίας εξέλιξη για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Οι δυνάµεις των Σύρων ανταρτών σε συνεργασία µε άτακτες οµάδες εθνικιστών διωκόµενων του Άσαντ και Τζιχαντιστών, κατέλαβαν τη ∆αµασκό ανατρέποντας το καθεστώς Άσαντ (που κυβέρνησε επί 50 και πλέον χρόνια τη Συρία), σηµατοδοτώντας παράλληλα, τον τερµατισµό των 13 ετών εµφυλίου σπαραγµού στη Συρία.
Το γεγονός αυτό, εγείρει ερωτηµατικά τόσο για το ποιος θα καλύψει το κενό εξουσίας στη Συρία και το πως θα επανέλθει η κανονικότητα στο εσωτερικό της χώρας, όσο και για τα νέα δεδοµένα που διαµορφώνονται στη δοµή του περιφερειακού συστήµατος (συσχετισµοί ισχύος κ.λπ), της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.
Την ώρα αυτή, οι κύριοι παίκτες του ευρύτερου αυτού περιβάλλοντος (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ισραήλ, ΗΠΑ, Αραβικά κράτη κ.α.), που είχαν άµεση ή έµµεση εµπλοκή στα γεγονότα, αλλά και η διεθνής κοινότητα γενικότερα, προσπαθούν να αξιολογήσουν τα νέα δεδοµένα, να προσδιορίσουν οφέλη και απώλειες και τέλος, να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική τους (εφόσον κριθεί αναγκαίο), στο νέο περιβάλλον ασφάλειας που διαµορφώνεται στην εν λόγω περιοχή.
Η Ελλάδα αν και δεν είχε ενεργό εµπλοκή στα γεγονότα της Συρίας, οφείλει και αυτή, να αξιολογήσει τα νέα δεδοµένα στο εν λόγω περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας και να προσπαθήσει να αξιοποιήσει διπλωµατικά, τυχόν γεωστρατηγικές ευκαιρίες και παράλληλα, να αντιµετωπίσει πιθανές απειλές για τα εθνικά της συµφέροντα.
Υπό το πρίσµα αυτό, για την Ελλάδα και τη ∆ύση γενικότερα, είναι θετική εξέλιξη το γεγονός, ότι η συµµαχία των τριών εγγυητριών χωρών (Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας) της διαδικασίας της Αστάνα για τη διαχείριση της κρίσης στη Συρία, κλυδωνίστηκε και πλέον, τίθεται σοβαρό ζήτηµα αξιοπιστίας µεταξύ των εταίρων της αφού η Ρωσία και το Ιράν υποστήριζαν τον Άσαντ, ενώ η Τουρκία επιθυµούσε και επέτυχε την πτώση του.
Για του λόγου το αληθές, αξίζει κανείς να δει το κλίµα που επικράτησε µεταξύ των κύριων συµµετεχόντων (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) στο Φόρουµ διαλόγου που έλαβε χώρα στη Ντόχα του Κατάρ το Σάββατο 7 ∆εκεµβρίου 2024.
Συγκεκριµένα, όπως αναφέρεται στον τύπο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, όταν ρωτήθηκε από δηµοσιογράφο του τηλεοπτικού δικτύου Αλ Τζαζίρα για το µέλλον της Συρίας και του ζητήθηκε να εξηγήσει τον ρόλο της Ρωσίας στη χώρα την τελευταία δεκαετία, ξέσπασε ενοχληµένος και ταπεινωµένος, λέγοντας: «Αν θέλετε να πω, ναι, χάσαµε στη Συρία, είµαστε τόσο απελπισµένοι, αν αυτό χρειάζεστε, ναι, ας συνεχίσουµε».
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασµό µε τη µεσοβέζικη στάση που ακολουθεί η Τουρκία σχετικά µε τον πόλεµο στην Ουκρανία, τα αντικρουόµενα συµφέροντα Τουρκίας και Ρωσίας στη Λιβύη και τη Μαύρη Θάλασσα (η Μαύρη Θάλασσα όπως επανειληµµένως έχει επισηµάνει ο κ. Ερντογάν δεν πρέπει να γίνει «ρωσική λίµνη»), πιθανόν να αποτελέσουν πεδία τριβής στη µεταξύ τους σχέση και την αφορµή για πάγωµα της έως τώρα συµµαχικής τους σχέσης.
Η εξέλιξη αυτή, πιθανόν να ανοίξει ένα στρατηγικό παράθυρο ευκαιρίας για την αναθέρµανση των διπλωµατικών σχέσεων της Ρωσίας µε την Ελλάδα.
Για να συµβεί βέβαια κάτι τέτοιο πρέπει πρωτίστως να κατανοήσει η Ρωσία, ότι δεν ήταν και τόσο σοφή η επιλογή της να επενδύσει τόσο πολύ σε ένα αναξιόπιστο σύµµαχο όπως η Τουρκία και δευτερευόντως, να αρθούν οι παρανοήσεις από µέρους της Ρωσίας προς την Ελλάδα. Συγκεκριµένα, η πολιτική ηγεσία της Ρωσίας θα πρέπει να αντιληφθεί και κατανοήσει, ότι η Ελλάδα δεν τηρεί εχθρική στάση προς αυτήν, αλλά αντιθέτως, οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας και η στενή της σχέση µε την Τουρκία αποτελούν απειλή για τα εθνικά συµφέροντα της Ελλάδας.
Για την Ελλάδα, η στάση που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση µε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί µονόδροµο και δεν έχει αποκλειστικά στόχο τη Ρωσία. Οποιαδήποτε χώρα και να ακολουθούσε την ίδια πρακτική, η Ελλάδα θα τηρούσε την ίδια στάση.
Ειδικότερα, η Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον κινείται βάσει αρχών και αξιών και σεβόµενη το διεθνές δίκαιο. Αυτή είναι η πυξίδα της ελληνικής διπλωµατίας, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Η Ελλάδα από την πρώτη στιγµή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καταδίκασε αυτή την εισβολή, διότι ακυρώνει το διεθνές δίκαιο, υπονοµεύει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα της Ευρώπης και ολόκληρη τη διεθνή τάξη.
Η Ελλάδα έχοντας µακρά εµπειρία από απειλές στα σύνορά της και βιώνοντας την επεκτατική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, καταδίκασε αµέσως τις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας που αντιτίθενται στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία ενός κράτους και έχουν ως αποτέλεσµα την απώλεια της ζωής χιλιάδων αθώων ανθρώπων.
Η Ελλάδα, ανταποκρινόµενη στο αίτηµα της Ουκρανίας, σε συνεννόηση µε τους Συµµάχους της στο ΝΑΤΟ και τους εταίρους της στην ΕΕ, και επιδεικνύοντας έµπρακτη αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό, παρείχε σηµαντική ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούµενη από ιατρικές προµήθειες, υλικά αλλά και στρατιωτικό εξοπλισµό µη επιχειρησιακά αναγκαίο για τις Ένοπλες ∆υνάµεις και την Ασφάλεια της Χώρας.
Αν και της ζητήθηκε, δεν έδωσε τανκς, δεν έδωσε αεροπλάνα F16, αλλά ούτε και αντιαεροπορικά συστήµατα. Ο ελάχιστος στρατιωτικός εξοπλισµός που έδωσε είναι µη αναγκαίος και η απόσυρση και καταστροφή του από τις ένοπλες δυνάµεις θα κόστιζε πολλά εκατοµµύρια ευρώ.
Τέλος, θα πρέπει να κατανοηθεί τόσο από τη Ρωσία όσο και από τους πάντες, ότι αν επιτύχει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και νοµιµοποιηθεί η βίαιη πρακτική της στη διεθνή κοινότητα, τότε θα µιλάµε για την εδραίωση της επιβολής του δικαίου του ισχυρού. Κάθε χώρα που θα θεωρεί ότι έχει τη δύναµη, θα εισβάλει σε µια άλλη χώρα για να την κατακτήσει και να επιβάλλει τους όρους της, καταλήγοντας σε µια διεθνή κοινότητα «Ζούγκλας».
Η Ελλάδα σε µια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να δεχτεί επίθεση από την Τουρκία, η οποία είναι αναθεωρητική δύναµη, επιθυµεί να αλλάξει το νοµικό καθεστώς στο Αιγαίο και να επανασυστήσει την Οθωµανική Αυτοκρατορία.
Αν η Ελλάδα είχε πάρει θέση υπέρ της εισβολής της Ρωσίας που είναι αντίθετη στους κανόνες του ∆ιεθνούς ∆ικαίου πως θα καταδικάσει µια πιθανή εισβολή της Τουρκίας στην Ελλάδα και θα ζητήσει στήριξη από τη ∆ιεθνή Κοινότητα;
Επίσης, πως είναι δυνατόν να αξιολογηθεί θετικά από µέρους της Ελλάδας η στενή στρατηγική σχέση της Ρωσίας µε την Τουρκία, όπου την έχει στηρίξει οικονοµικά για να µην χρεωκοπήσει, την εξοπλίζει συνεχώς και χρηµατοδοτεί την κατασκευή του πυρηνικού της εργοστασίου που αποτελεί θανάσιµη εθνική απειλή για την Ελλάδα.
Όταν η Τουρκία διεκδικεί ηγεµονικό ρόλο στην Μεσόγειο, µιλάει για Γαλάζια Πατρίδα και εµφανίζεται ως Αρχηγός του Μουσουλµανικού κόσµου και προσπαθεί να αυξήσει την γεωστρατηγική της θέση, η Ελλάδα δεν µπορεί να µένει αµέτοχη και παρατηρητής των εξελίξεων.
Σε αυτό το Στρατηγικό Παίγνιο, η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει θέση, ώστε να εξασφαλίσει τα εθνικά της συµφέροντα και να ενισχύσει τις στρατηγικές της συµµαχίες µε χώρες που έχουν αντίθετα συµφέροντα µε την Τουρκία.
Συνεπώς, όταν οι συνθήκες ωριµάσουν περισσότερο, είναι πιθανό η Ρωσία και η Ελλάδα να επαναπροσεγγίσουν και πάλι η µία την άλλη.
Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αποτελεί µια γεωστρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν τόσο σε διπλωµατικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο, και πλήττει την παράσταση ισχύος τους, αλλά και το ρόλο τους στο διεθνές σύστηµα.
Παρά τα όσα δηλώνουν και προβάλουν εδώ και πολύ καιρό οι δύο χώρες σχετικά µε την ισχύ τους, δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τον κύριο στρατηγικό τους στόχο για την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και ταπεινώθηκαν από κάποιες οµάδες άτακτων Τζιχαντιστών.
Τα ερωτήµατα που γεννώνται λοιπόν, είναι πως είναι δυνατόν η Ρωσία που προβάλει συνεχώς την πυρηνική ισχύ της, την αποτελεσµατικότητα του πανίσχυρου βαλλιστικού της πυραύλου «Orezhnik» (Φουντούκι, στα ρωσικά) και απειλεί να συντρίψει συνολικά τις χώρες της ∆ύσης αν δώσουν άδεια στην Ουκρανία να χρησιµοποιήσει όπλα µεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας, να µην µπόρεσε να στηρίξει το καθεστώς της Συρίας όπου αποτελούσε τον πιο σηµαντικό της σύµµαχο στη Μέση Ανατολή και τον εγγυητή για την ασφάλεια των δύο Ρωσικών βάσεων (ναυτική βάση στην Ταρτούς και αεροπορική βάση Χµεϊµίµ στην Λατάκια) στη Συρία;
Γιατί η Ρωσία δεν εκτόξευσε ένα βαλλιστικό πύραυλο «Orezhnik», ώστε να συντρίψει τους άτακτους αντάρτες Τζιχαντιστές και να προστατέψει τα γεωστρατηγικά της συµφέροντα στη Συρία και να διασώσει το γόητρό της και τη γεωπολιτική της επιρροή στη Μέση Ανατολή;
Επίσης, πως είναι δυνατόν τον Ιράν που απειλεί εδώ και χρόνια να πλήξει τη ∆ύση µε τα πυρηνικά του και επίσης, να εξαφανίσει από το χάρτη το κράτος του Ισραήλ, να µην κατόρθωσε να διασώσει τον Άσαντ και να διασφαλίσει τα συµφέροντά του στη Συρία σχετικά µε τη διατήρηση ενός χερσαίου διαδρόµου του προς τον Λίβανο και τη Χεζµπολάχ.
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί πολύ απλά, και οι δύο χώρες δεν διαθέτουν ούτε την ισχύ που προβάλλουν, ούτε και τους συντελεστές ισχύος για να εξυπηρετήσουν τα γεωστρατηγικά τους συµφέροντα.
Οι βαρύγδουπες εξαγγελίες και τα αφηγήµατα που αναπτύσσουν κατά καιρούς, είναι µέρος µιας καλοσχεδιασµένης εκστρατείας παραπληροφόρησης, όπου µέσω της διάδοσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή στα ακροατήριά τους και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώµη γενικότερα.
Επίσης µέσω της εκστρατείας αυτής, επιδιώκουν να προκαλέσουν σύγχυση και να παραπλανήσουν τα εν λόγω ακροατήρια δηµιουργώντας τους ψευδείς εντυπώσεις για τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και την ισχύ τους και να τους τροµοκρατήσουν, ώστε να καµφθεί η βούλησή τους για αντίδραση και αντίσταση στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις και την υλοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων.
Κοντολογίς, η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία εκτός από τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στο επιχειρησιακό και διπλωµατικό επίπεδο, αποτελεί ισχυρό πλήγµα αξιοπιστίας των δύο χωρών, ακυρώνει τα παραπλανητικά αφηγήµατά τους σε σχέση µε την ισχύ τους και ακυρώνει τις εκστρατείες χειραγώγησης και παραπλάνησής τους αποκαθιστώντας την αλήθεια για το πραγµατικό τους αποτύπωµα στο διεθνές σύστηµα.
Για την Ελλάδα και την πλειοψηφία των χωρών της ∆ύσης, η ήττα αυτή αποτελεί µια ευκαιρία για να αποκατασταθεί η αλήθεια, να αντιµετωπιστούν οι εθνικές τους τρωτότητες, κυρίως στο πληροφοριακό και επικοινωνιακό τους περιβάλλον, να αποµονωθούν τα παπαγαλάκια της Ρωσίας που (δυστυχώς, αυξάνονται και πληθύνονται στην Ελλάδα), δηλητηριάζοντας καθηµερινά τους πολίτες µε ψευδείς ειδήσεις και κινδυνολογίες και να ενισχυθεί η εθνική τους ανθεκτικότητα κυρίως στο γνωσιακό επίπεδο των πολιτών τους.
Η ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία αποτελεί αποστοµωτική απάντηση στους παντός είδους κινδυνολόγους και λαϊκιστές πολιτικούς, ειδικούς και διαµορφωτές της κοινής γνώµης που προσπαθούν να ακυρώσουν την οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια για ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και θωράκισης της ασφάλειάς της και µιλούν, για προδότες που υπονοµεύουν τα εθνικά συµφέροντα και για πιθανές Ρωσικές απειλές στην Αλεξανδρούπολη, τη Σούδα και σε όλη την Ελλάδα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
*Ο δρ Κωνσταντίνος Π. Μπαλωµένος είναι πολιτικός επιστήµονας – διεθνολόγος, πρώην γενικός διευθυντής – Γενικής ∆ιεύθυνσης, Πολιτικής Εθνικής Άµυνας και ∆ιεθνών Σχέσεων (Γ∆ΠΕΑ∆Σ) Υπουργείου Εθνικής Άµυνας (ΥΠΕΘΑ).