Δεν τηνε νταγιαντίζω μωρέ κοπέλια μπλιο τη μουγκαμάρα τουτησές τσ’ εποχής. Αθρώπους να θωρώ, κι αθρώπους να μη γροικώ.
Παρά βολεμένος καθένας στσ’ ανέσεις του, πότε πασπατεύει το κινητό ντου, γή κάνει ζάπινγκ, όπως λένε την αλλαγή τω καναλιώ στη τηλεόραση, για να βρει το κανάλι τση τηλεόρασης, καθένας απού θα του αφιερώσει το ενδιαφέρον του, και την προσοχή ντου. Και για τη παρέα ντου, πέρα βρέχει. Γι’ αυτό και στσοι συντροφιές τω τωρινώ αθρώπω, βασιλεύει η γι αφωνία και στσοι οικογένειες η σιωπή κι η μουγκαμάρα. Για κείνο κι ορδινιάζομαι να πάρω και πάλι το μονοπάτι απου με οδηγεί στη φανταστική Γωνιά του Καφενέ. Κι εκειά να ξεδιπλώσω τσ’ αναμνήσεις μου και να στοχαστώ παλιά και καινούργια και ν’ αναστορηθώ παλιές συντροφιές για να παιρνωδιαβούμε τσοι δύσκολες στράτες μαζί, κείνησας τσ’ εποχής με τα ροζοναρίσματά μας και ν’ ανταλλάξουμε τσοι σκέψεις αναμεταξύ μας.
Γιατί έτσα λογιώς τον ακονίζαμε κιόλας εμείς τότεσας το νου μας κι εδυναμώναμε τη σκέψη μας, μα κι αλαφρώναμε ακόμη από τσοι στενοχώριες, τα βάσανα και τσοι δυσκολίες απού μας ετριγυρίζανε στη καθημερινότητά μας. Μα κι εκατέχαμε σ’ είντα καζάνι έβραζε ο κάθε χωριανός μας. Γιατί ήτανε πολλά τα προβλήματα απού κυριαρχούσανε κείνηνά την εποχή έπαε στο χωριό. Γιατί εκτός από κακοτοπιές τση ζωής ήταν κι οι δουλειές, όπως οι ελιές απου ήτανε στη φούρια ντωνε, κι είχε ξεκινήσει κιόλας κι η καινούργια καλλιεργητική περίοδος. Γι’ αυτό κι οι γυναίκες και τ’ άλλα μέλη τσ’ οικογένειας απασκολούντανε με τσ’ ελιές, τσοι παλέτσες και τα τριπόδια, κι οι γι άντρες με τα ζευτικά, τσοι συζευτάδες και τη σπορά τω δημητριακών.
Γιατί Οχτώβρη και δεν έσπειρες, οχτώ σωρούς δεν έκαμες… Γι’ αυτό κι είχανε πολλά να πούνε καθ’ αργά στσοι καφενέδες και στσ’ αποσπερίδες στα σπίθια ντωνε. Ανε πχιαίνουνε τάξε μου καλά οι γι ελιές, αν είναι καλόλαδες, μ’ άλλα λόγια κι αν η ποιότητα του λαδιού είναι καλή. Κι ανε δείχνει το καινούργιο φεγγάρι νερό. Γιατί τούτονε το καιρό οι βροχές ήτανε περιζήτητες από τσοι γεωργούς μας, και τότεσας κι εδά. Υστερα, εγυρωσίμωνε η γι εορτή τ’ Άη Γιώργη του Μεθυστή, απού οι μούστοι επαίρνανε από μέρα σε μέρα τη γεύση του κρασιού, για κείνο κι οι κρασοπαραγωγοί τσ’ εσυχνογραντέρνανε με τη γεύση ντων, για να κατένε άνε πάει καλά η φετινή σοδειά του κρασιού.
Γιατί το κρασί μαζί κι η τσικουδιά, κείνονα το καιρό, εκτός απού ήτανε η αθρωπιά στο σπίτι, όπως ελέγανε, ήτανε, το κρασί ιδιαίτερα, κι ένα καλό εισόδημα για το χωριό. Γιατί ‘τανε ξακουστό στσοι ταβέρνες, τα στέκια τω ξεροσφυράδω και τα μαγέρικα στη χώρα, γι’ αυτό κι εχαρτζιλικώνουστανε συχνά οι χωριανοί κρασοπαραγωγοί, απού τσοι τροφοδοτούσανε με το μαρουβά κρασί ντωνε. Το αντέτι όμως με τσοι δοκιμές του κρασιού ήτανε η γι αιτία και σαν είχε κανείς πολλά λόγια έπαε στο καφενέ, οι γι άλλοι τον εκακολογούσανε πως είχε ξηλώσει τσοι κουνούπους, μ’ άλλα λόγια πως ήτανε πιωμένος.
Μα τον ίδιο καιρό τουτονά άξαφνα εγροικούντανε να τραβαγιάρουνε συντροφιές στσοι γειτονιές απου ήτανε ρακοκάζανα, κι αποφτάνανε οι μυρωδιές τω στραφύλω σ’ ούλες τσ’ άλλες γειτονιές του χωριού. Ετσα εξεκινούσανε καινούργιοι τόποι για συντροφιές και παρέες για να ξεχνούνε οι γι αθρώποι κείνουνα του καιρού τα βάσανα και τσοι δυσκολίες τση ζωής τωνε. Κι εκειά δα, στσοι κακοτοπιές απου ήτανε τα ρακιδειά, επρεμαζώνουντανε τσ’ αργαδινές, οι γείτονοι κι οι φίλοι, κι αποσπερίζανε κι ευθυμούσανε δοκιμάζοντας τη καινούργια τσικουδιά. Σε τούτουσας τσοι τόπους εδά, απού εφωτίζουντανε από τη δυνατή φωθιά του καζανιού και το φως τω λύχνω, επρεκατσάρουντανε οι γι αεικίνητες νοικοκυρές τση γειτονιάς για να περιποιηθούνε τσι κάθε βραδιάς τσι συντροφιές.
Κι ήταν αρκετά τα ξελιξίδια απού προσφέρανε, γιατί ‘τανε χρυσοχέρες και εγνοιάζουντανε όντεν έπρεπε. Γι’ αυτό κι τα τραπεζάκια ήτανε φορτωμένα με μεζέδες κατάλληλους να συνοδεύουνε τη τσικουδιά, όπως σταφίδες, αμύγδαλα, ξερή μουσταλευρέ και συκοπιταρίδες τση φετινής σοδειάς απού εμοσκομυρίζανε από τ’ αρωματικά φυτά απού τα ‘χανε βρασμένα και τα ‘χανε πλυμένα τούτανα τα ξελιξίδια. Ωστόσο δεν αργούσανε να φέρουνε και τσοι κουταλίτες με το φετινό πετουμέζι, που ήτανε το καλύτερο γλύκισμα τότεσας, για μικιούς και μεγάλους.
Την ίδια όμως ώρα, εστριφογύριζε όποιος επιτηδευούντανε στα κάρβουνα κιαμιά φρίσσα κι εξέπλυνε το κρασί κιανένα κομμάτι μπακαλάο, το καλύτερο φίλο του φτωχού κεινονά το καιρό και τον έριχνε στα κάρβουνα και σε λιγάκι ώρα ούλα τουτανά ήτανε σερβιρισμένα στο τραπέζι με μπόλικο φρέσκο λάδι και πολλά κρομμύδια και φρεσκοζυμωμένο κριθαρένιο ψωμί, για να πιούνε τα κρασάκια ντωνε, λέγοντας κιόλας, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, πως η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Και δεν ήτανε λίγες οι φορές απου τουτεσάς οι συντροφιές εξεσπούσανε στο τραγούδι. Γιατί ‘τανε η γι εποχή απού στα βάσανά ντωνε εχαίρουντανε και στσοι πίκρες τωνε εγλεντίζανε. Γιατί αλλιώς οι δυσκολίες και τα βάσανα μούδε ξεχνιούνται μούδε ξεπερνιούνται. Παρά με το θάρρος, την αισιοδοξία και την ελπίδα υποφέρονται. Γι’ αυτό κι είχανε φωτεινό οδοδείχτη τη σοφή και δοκιμασμένη παράδοση κι ακλουθούσανε κατά πόδα τα χνάρια και τσοι συνήθειες τω προγόνω ντωνε κι εσυμπορπατούσανε με τσοι δικολογιές και με τσοι φιλιές τωνε.
Στ’ αλήθεια, όπως λέει ένα ριζίτικο, «πόσο τσοι χαίρομαι τσοι συγγενείς όντε συπορπατούνε, περίττου νά ’ναι κι αδελφοί γή νά ’ναι πρωτοξαδέρφοι γη νά ’ναι μπάρμπας κι ανιψιός»…
Γι’ αυτό κι εκαλημερίζουντανε στσοι στράτες κι εσυναναστρέφουντανε στα γλέντια, τσ’ εορτές και τα πανηγύρια. Για κείνο κιόλας, κι οι πόρτες τωνε ήτανε ανοιχτές για τσ’ αποσπερίδες, γιατί τούτανα δασκαλεύει η παράδοση, που τη παλιά εποχή την είχανε από κοντά. Που μπορεί βέβαια να ‘τανε κι η γι αιτία η φτώχεια απού δεν εξεκόβανε απ’ αυτή. Μα δα απ’ αλλάξανε οι καιροί κι ήρθανε άλλοι χρόνοι και φέρανε ανέσεις και ευμάρεια κι οι γι αθρώποι εβρεθήκανε πρέπει μπόσικοι κι εκαβαλικέψανε τα καλάμια κι απολεμούνε να βρούνε το σωματίδιο του Θεού, και δε γνοιάζονται για τσ’ εαυτούς τωνε. Γι’αυτό κι εκείνο το “ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος” (Ματθ. 4,4) δε τσι συγκινεί μπλιο.
Για κείνο και παραμερίζουνε τη παράδοση οι τωρινοί, απού τα κατένε ούλα, απου έθρεφε και τσοι ψυχές τωνε και τσοι γέμιζε με αισιοδοξία και ξεπερνούσανε τσοι κακοστραθιές και τσοι δυσκολίες απού των ετυχαίνανε. Τούτονα όμως το λοξοδρόμισμα του σύγχρονου πολιτισμού, απού δε ταιριάζει στσ’ εδικούς μας τόπους, παρά φέρνει τα πάνω κάτω. Κι ύστερα οι γι αθρώποι δεν είναι όπως κατέμε αχεροσακούλες, μούδε στομάχια μόνο και παραδοσάκουλα. Παρά είναι αθρώπινες οντότητες με σκέψη, λογική και έντονες δραστηριότητες μ’ ευαιστησίες και αιστήματα, γι’ αυτό κι είναι φυσικό να είναι πάντα σε ετοιμότητα κι όι να βυθίζεται στην απραξία ο καθένας, αναχαράσσοντας σαν μηρυκαστικό.
Βέβαια η έντονη και αλλοπρόσαλλη ζωή απου δασκαλεύουνε οι γι εισαγόμενοι πολιτισμοί, πρέπει να έχει σαν επακόλουθο την αποχαύνωση και την υπνηλία. Γι’ αυτό κι απευθύνω εγερτήριο σάλπισμα· ξυπνήστε από τούτονα το λήθαργο κι ελάστε κοντά στη φυσική και παραδοσιακή ζωή, ανέ θέλετε να ζήσετε σαν αθρώποι.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Καλημέρα σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Νταγιαντίζω = Υποφέρω, αντέχω
Πασπατεύει = Ψαχουλεύει
Ορδινιάζομαι = Ετοιμάζομαι
Ροζοναρίσματα = Κουβεντολόι
Λογιώς = Μ’ αυτό το τρόπο
Κατέχαμε = Ξέραμε
Επαέ = Εδώ
Παλέτσα = Κατάλληλο πανί για τη συλλογή των ελιών
Τριπόδια = Σκάλες με τρία πόδια
Ζευτικά = Βόδια ή αγελάδες
Συζευτής = Ο συνέταιρος με το βόδι ντου ή την αγελάδα ντου για ζευγάρισμα
Αναστορηθώ = Θυμηθώ
Ταχιά = Μεθαύριο
Γραντέρνω = Μετρώ τη πυκνότητα του μούστου σε σάκχαρο
Αντέτι = Η συνήθεια
Ξηλώνω = Διώχνω
Κούνουπας = Οινοχαρές έντομο, κουνούπι του κρασιού
Μαρουβάς = Κρασί πολλών ετών εξαιρετικής ποιότητας
Ρακιδειό = Ο τόπος που ήτανε το ρακοκάζανο
Επρεμαζώνουντανε = Εσυγκεντρώνουντανε
Τραβαγιάρω = Κάνω φασαρία
Πρεκατσάρομαι =Απασχολούμαι
Ξελιξίδι = Εκλεκτή τροφή
Κουταλίτης = Τηγανίτης
Μικιός = Μικρός
Τάξε μου = Δηλαδή
Πιτηδεύομαι = Έχω επιδεξιότητα
Απολεμώ = Προσπαθώ
Αχεροσάκουλα = Σακούλα μεγάλη για μεταφορά αχύρων
Και πάλι τον θαυμασμό και τα συγχαρητήριά μας στο “γεροντάκι” που η εξαιρετική συνειρμική γραφή του αποκαλύπτει τη σοφή και βαθιά μόρφωση και γνώση της πανέμορφης -σχεδόν αλάνθαστης- παλιάς Κρητικής ντοπιολαλιάς: ένα υψηλό δείγμα λαογραφικής παράδοσης και μακάρι τη διάλεκτο αυτήν να την διδάσκονταν τα νέα μας παιδιά στα σύγχρονα σχολεία. Ελπίζω, να τύχει και να γνωρίσω αυτό το “γεροντάκι” με το αληθινό κι ανθρώπινο πρόσωπό του. Μην απορείτε, που εντρυφώ στα μυστικά αυτής της πανέμορφης ντοπιολαλιάς, παρότι Μακεδόνας αλλά προσφυγικής καταγωγής – υπαγωγής: Ο φίλος από το γειτονικό Ρέθυμνο, ο καθηγητής Πανεπιστημίου [Παιδαγωγική κ.λ.π] Νίκος Παπαδογιαννάκης [Άγ. Κωνσταντίνος Ρεθύμνου] μού στέλνει τα σπάνια βιβλία του, ΠΑΝΤΑ γραμμένα στην παλιά και όμορφη Κρητική Διάλεκτο: Κι άλλωστε, με την Κρητικοπούλα σύζυγό μου διαμένομε πολλά χρόνια στα όμορφα Χανιά μας! Ωστόσο, το σοφό “γεροντάκι” αξίζει πολλών επαίνων για την πληρέστατη, λιτή και λογοτεχνική γραφή των κειμένων, απίστευτα τρανής παιδαγωγικής και κοινωνικής αξίας και σημασίας στη σημερινή μίζερη κοινωνική πραγματικότητα. Με εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.