Ακούγοντας ο μέσος τηλεθεατής, στην προχθεσινή συζήτηση της Βουλής τις απόψεις των αρχηγών των κομμάτων για την αναθεώρηση του Σ/τος, δεν θα μπορούσε να διακρίνει την καθαρή γνώμη του τι πρεσβεύει ο καθένας απ’ τους αρχηγούς των δύο κομμάτων, που διεκδικούν την διακυβέρνηση στις επόμενες εκλογές, πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας σημαδεύτηκε απ’ τη μετωπική κόντρα Τσίπρα – Μητσοτάκη, που παρέπεμπαν σε βιβλιογραφίες και σε αρθρογραφίες συνταγματολόγων. Οι απόψεις τους ήσαν εκ διαμέτρου αντίθετες κυρίως ως προς τις δεσμεύεις της επόμενης βουλής, η οποία λαμβάνει τον χαρακτήρα αναθεωρητικής βουλής.
Ο κ. Τσίπρας υπεραμύνθηκε της πρότασης για τον υπέρτατο νόμο του κράτους υποστηρίζοντας ότι έτσι ενισχύεται ο κοινοβουλευτισμός και ότι η κατάργηση προνομιακών θεσμών, προστατεύει τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Ο κ. Μητσοτάκης αντεπετέθη με το επιχείρημα, ότι η αναθεώρηση χρησιμοποιείται προσχηματικά για κομματικά οφέλη εν όψει εκλογών υποστηρίζοντας, ότι οι αναθεωρητικές προτάσεις διέπονται από ιδεοληπτικές εμμονές.
Εν προκειμένω έχουμε δύο Βουλές, την απλή και την αναθεωρητική. Η απλή κατά τους γνωρίζοντες δεν αναθεωρεί, αλλά καθορίζει την αναγκαιότητα αναθεώρησης άρθρων του Σ/τος, δεσμεύοντας την επόμενη, να προβεί απαραιτήτως στην τροποποίησή των. Παραλλήλως προσδιορίζει τις γενικές γραμμές, που μπορεί ν’ ακολουθηθούν από την αναθεωρητική Βουλή, η οποία έχει αυτή την εξουσία. Έχει όμως τη δυνατότητα ν’ αγνοήσει τις προτάσεις της απλής Βουλής καθιερώνοντας δικές της επιλογές.
Αν ένα υπό αναθεώρισιν άρθρα στην απλή βουλή έχει ψηφισθεί από τα 2/3 των βουλευτών, στην αναθεωρητική περνάει με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου της βουλής. Αν αντιθέτως είχε ψηφισθεί με 150+1, τότε χρειάζονται για την υπερψήφισή του 180 βουλευτές.
Στη διαδικασία του έργου της απλής Βουλής, εμπλέκεται ούτως ή άλλως ο παράγοντας της λαϊκής εξουσίας. Το διάστημα, που μεσολαβεί για τις εκλογές μεταξύ απλής και αναθεωρητικής κυβέρνησης είναι αρκετό, να ενημερωθούν οι εκλογείς για τις λεπτομέρειες της αναθεώρησης τους Σ/τος, οπότε αυτές παίρνουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Είναι ένας παράγοντας την λαϊκής κυριαρχίας.
Αν οι εκλογές κατόπιν τούτου δώσουν εξουσία σε μία κυβέρνηση, την κατευθύνουν, έτσι ώστε να μην μπορεί να μεταβάλλει την αναθεωρητική της ιδιότητα. Τα κόμματα στην απλή Βουλή μπορεί να συμπέσουν στην ψήφιση ορισμένων άρθρων, όχι όμως στις λεπτομέρειες, που είναι αποκλειστικό έργο της αναθεωρητικής.
Εχουμε ν’ ακούσουμε πολλά στο διάστημα αυτό. Για την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, για το νόμο περί ευθύνης υπουργών, τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, για τα πανεπιστήμια, την κατάργηση προνομίων, την ενίσχυση των δημοψηφισμάτων και τα περί αγωνίας των κυβερνώντων για την εξασφάλιση ενός κράτους δικαίου στην καταβαραθρωμένη κοινωνία μας(!!!).