» Αλλά και αποθήκη επικίνδυνων φυτοφαρμάκων
Από το 1973 λειτουργούσε με διεθνείς προδιαγραφές στη Χρυσοπηγή εντομοτροφείο με τρία κτήρια και 16 χώρους πλήρως κλιματιζόμενους για την εκτροφή ωφέλιμων εντόμων για την αντιμετώπιση των ζωικών εχθρών των καλλιεργούμενων φυτών στα προγράμματα οικολογικής και ολοκληρωμένης γεωργίας.
Για την εποχή εκείνη ήταν ένα από τα καλύτερα εντομοτροφεία στη Μεσόγειο. Είναι γνωστή η προσφορά του στην αντιμετώπιση των εχθρών και ιδιαίτερα των κοκκοειδών στην ελιά, στα εσπεριδοειδή, στα κηπευτικά και στο αμπέλι.
Με τον καιρό και με την υποβάθμιση του εντομοτροφείου το ένα κτήριο αρχικά και μετέπειτα τα άλλα δύο και οι κλιματιζόμενοι χώροι παραχωρήθηκαν για τη στέγαση στη Δ/νση Δασών Χανίων. Μια ενέργεια που πραγματικά έλυσε το οξύ στεγαστικό πρόβλημα της υπηρεσίας αυτής. Το πρώτο κτήριο ευπρεπίστηκε και κατέστη ιδανικό για τη στέγαση των εργαζομένων. Παρά τις ομολογουμένως πολλαπλές και επίπονες προσπάθειες της εν λόγω υπηρεσίας σήμερα τα άλλα δύο κτήρια είναι ετοιμόρροπα και βρίσκονται σε απερίγραπτα άθλια κατάσταση. Το εργασιακό περιβάλλον καθίσταται πολύ επικίνδυνο εξαιτίας των ιών αμιάντου, αφού η στέγη των δύο άλλων κτηρίων φέρει σπασμένα κυματιστά φύλλα αμιαντοτσιμέντου. Ως γνωστόν οι ίνες αμιάντου και ιδιαίτερα εκείνες με διάμετρο μικρότερη από 3μm ( μικρομέτρων) είναι ανθεκτικές στις υψηλές θερμοκρασίες, στην ελαστικότητα και στα οξέα. Μάλιστα κατηγορούνται για το θάνατο κάθε χρόνο 100.000 ανθρώπων. Πιο συγκεκριμένα οι ίνες αυτές αρχικά προκαλούν συμπτώματα δύσπνοιας, βήχα, και πόνου στις πλευρές, και στην κοιλιά .Στη συνέχεια παρουσιάζεται η διάμεση πνευμονική ίνωση η γνωστή αμιάντωση (Amiantose) ή ασβέστωση (Asvestose) που οδηγεί σε καρκίνο του πνεύμονα, των βρογχοπνευμόνων, του μεσοθηλίου, του λάρυγγα, του υπεζωκότα και του πεπτικού συστήματος και πιο ειδικά του στομαχιού, του οισοφάγου και του παχέος εντέρου. Στη χώρα μας από την 01-01-2005 έχει απαγορευτεί η εμπορία και χρήση προϊόντων αμιάντου. Στη Χρυσοπηγή κοντά στα 48 χρόνια οι μικροσκοπικές ίνες αμιάντου απελευθερώνονται στον αέρα. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατόν να τις εισπνεύσει κανείς από τη μύτη ή το στόμα. Οι ίνες μπορούν επίσης να προσκολληθούν στα ρούχα, στα εργαλεία και στο δέρμα απ’ όπου πολύ εύκολα επαναπελευθερώνονται. Και να σκεφτεί κανείς πως στην Ελλάδα υπάρχουν εξειδικευμένες εταιρείες που ασχολούνται με τον εντοπισμό και την αφαίρεση του αμιάντου και είναι καταχωρημένες στο μητρώο του αρμόδιου υπουργείου ως εταιρείες διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων και αμιάντου και διαθέτουν σχετική άδεια. Οι εργασίες αποξήλωσης και απομάκρυνσης του αμιάντου, γίνονται από προσωπικό που πρέπει να φοράει ειδικές μάσκες αναπνοής με φίλτρα, γάντια και ειδικές στολές. Ο αμίαντος μετά την αποξήλωση πρέπει να τοποθετείται σε ειδικές συσκευασίες και να οδηγείται σε αδειοδοτημένους χώρους υγειονομικής ταφής.
Και δεν φτάνει μόνο αυτή η περιβαλλοντική ρύπανση, Στα δύο ετοιμόρροπα κτίρια υπάρχουν διάφορα άδεια και γεμάτα δοχεία από διάφορα φυτοφάρμακα που διαρκώς ρυπαίνουν το περιβάλλον. Μεταξύ αυτών και οι αντιχολινεστερασικές ενώσεις ή οργανοφωσφορικοί εστέρες ή οργανοφωσφορικά και τα Πυρεθρινοειδή.
Τα οργανοφωσφορικά διακρίνονται σε δύο υποομάδες στα οργανοφωσφορικά (parathion, methyl parathion, dichlorvos και πολλά άλλα ) και στα καρβαμιδικά (propoxur, carbofuran και άλλα) εντομοκτόνα. Χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή ως πολεμικές χημικές ουσίες. Η εντομοκτόνος ιδιότητα ορισμένων οργανοφωσφορικών ενώσεων διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία από τον ερευνητή Schrader και τους συνεργάτες του, στη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Προωθήθηκαν ως μια πιο «οικολογική» εναλλακτική λύση για την αντικατάσταση των οργανοχλωριωμένων εντομοκτόνων. Τα συμπτώματα της οξείας δηλητηρίασης από οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα είναι χολινεργικής φύσης. Επηρεάζονται οι νικοτινικοί και μουσκαρινικοί υποδοχείς στο κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα. Οι κλινικές εκδηλώσεις αναπτύσσονται γενικά εντός ολίγων λεπτών ή ωρών μετά από την έκθεση. Το χρονικό πλαίσιο εξαρτάται από τον τύπο της έκθεσης. Τα συμπτώματα εμφανίζονται πιο γρήγορα με την εισπνοή, έπειτα με την απορρόφηση από το γαστρεντερικό σύστημα και τέλος με τη δερμική έκθεση. Τα μουσκαρινικά αποτελέσματα από την παρασυμπαθητική διέγερση είναι συνήθως εφίδρωση, διάρροια, μικρότητα της κόρης του ματιού, βραδυκαρδία, βρογχοσπασμός, εμετός και δακρύρροια. Τα νικοτινικά αποτελέσματα προκαλούν στις νευρομυϊκές συνδέσεις, αδυναμία των μυών, παράλυση, και μπορούν να οδηγήσουν σε αναπνευστική ανεπάρκεια, λόγω της συμμετοχής των μυών του θωρακικού τοιχώματος και του διαφράγματος. Τα πιο απειλητικά συμπτώματα από την έκθεση σε οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα είναι αναπνευστικά και καρδιακής φύσης. Οι πιο κοινές καρδιακές επιπτώσεις είναι η βραδυκαρδία και η υπόταση. Μπορεί να εμφανιστούν επίσης η καρδιακή κρίση και η καρδιαγγειακή κατάρρευση, καθώς και η τοξική καρδιομυοπάθεια στις αυστηρές δηλητηριάσεις. Διάφορα άλλα αποτελέσματα μπορεί να περιλαμβάνουν παγκρεατίτιδα, υπεργλυκαιμία, υποθερμία, και μια χαρακτηριστική οσμή σκόρδου που μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση, όταν ληφθεί μια άγνωστη τοξική ουσία. Και στις δύο αυτές κατηγορίες υπάρχουν ουσίες από τις πλέον τοξικές για τα θερμόαιμα και για τους ανθρώπους αλλά και άλλες λιγότερο τοξικές.
Τα συμπτώματα από τη δηλητηρίαση είναι ναυτία, εμετός, εφίδρωση, σιελόρροια, δακρύρροια, ρινικός κατάρρους, συστολή της ίριδας, κοιλιακοί σπασμοί, διάρροια, υπνηλία, ταραχή, φόβος, φαντασιώσεις, βραδυκαρδία, αίσθημα πνιγμονής, υπόταση, μυϊκές επώδυνες συστολές, παράλυση, σπασμοί και κώμα. Ο θάνατος είναι δυνατόν να επέλθει από ανακοπή της καρδιάς ή από κεντρική παράλυση του αναπνευστικού συστήματος και από πνευμονικό οίδημα. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν από 3 λεπτά έως 3 ώρες μετά τη δηλητηρίαση. Ο τρόπος που δρουν και σ’ αυτή τη περίπτωση έχει στόχο το νευρικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα τη δέσμευση του ενζύμου χολινεστεράση (AchE), υπεύθυνου για τη ταχεία υδρόλυση του νευρομεταβιβαστή ακετυλοχολίνη (Ach). Η ακετυλοχολίνη είναι χημικός μεταβιβαστής νευρικών ερεθισμάτων για τη διέγερση και εκδήλωση προγραμματισμένων ενεργειών – ανταποκρίσεων των μυών και των οργάνων. Αποτέλεσμα της δέσμευσης του ενζύμου AchE είναι η συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων Ach στις συνάψεις και η εκδήλωση σε μεγάλη ένταση και διάρκεια μουσκαρινικών και νικοτινικών δράσεων που περιλαμβάνουν τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν. Τα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα δεσμεύουν το ένζυμο με μια αντίδραση πολύ αργά αντιστρεπτή, δηλαδή πρακτικά προκαλούν μόνιμη δέσμευση. Από πλευράς οξείας τοξικότητας πολλά από αυτά είναι πολύ επικίνδυνα παρ’ όλα αυτά οι χρόνιες παρενέργειές τους είναι σχετικά περιορισμένες διότι είναι ουσίες που υδρολύονται πάρα πολύ γρήγορα και δεν βιοσυγκεντρώνονται. Πολλά από αυτά ενοχοποιούνται για μεταλλαξιογόνο δράση, αλλά μόνο όσον αφορά στις in vitro δοκιμασίες. Μία ομάδα οργανοφωσφορικών προκαλεί δέσμευση των λεγόμενων νευροτοξικών εστερασών με αποτέλεσμα τη πρόκληση διάσπασης της μυελίνης και αλλαγή της πρωτεϊνικής δομής του άξονα του νευρικού κυττάρου. Επακόλουθο της δράσης αυτής είναι να παρατηρούνται παραλυτικά φαινόμενα, όπως αδυναμία των ποδιών που σταδιακά οδηγεί στην ολοκληρωτική παράλυση. Τέτοια δράση έχει παρατηρηθεί από το mipatox σε εργάτες βιομηχανίας μετά από 10ήμερη έκθεση. Επιπλέον, η προγεννητική έκθεση σε οργανοφωσφορικά συσχετίζεται με μειωμένη διάρκεια κύησης και νευρολογικά προβλήματα που εμφανίζονται στα παιδιά. Μια μελέτη στην Καλιφόρνια έδειξε πως τα υψηλά επίπεδα οργανοφωσφορικών φυτοφαρμάκων στα ούρα των μητέρων συνδέονται στατιστικά σημαντικά με φτωχότερη πνευματική ανάπτυξη στα παιδιά όταν έφτασαν τα 7 έτη. Πράγματι τα παιδιά αυτά έχουν μέσο έλλειμμα 7 μονάδων του Δείκτη Νοημοσύνης (Intelligence Quotient, IQ) σε σύγκριση με τα παιδιά μάρτυρες. Και στις δύο περιπτώσεις γεωργικών φαρμάκων χρησιμοποιείται ως αντίδοτο για την αναστολή των αντιχολινεστερασικών ιδιοτήτων η ατροπίνη. Στην περίπτωση των οργανοφωσφορικών συστήνονται και ουσίες που επαναδραστηριοποιούν την χολινεστεράση όπως διάφορες οξίμες.
Σε αντίθεση με τα οργανοφωσφορικά, τα καρβαμιδικά δρουν δεσμεύοντας τη χολινεστεράση με μια αντίδραση γρήγορα αντιστρεπτή, με αποτέλεσμα να επανακτά το ένζυμο τη δραστικότητά του μετά από ένα σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα. Στην ομάδα των καρβαμιδικών αναφέρονται ουσίες με καρκινογόνο δράση (carbaryl)).
Τα καρβαμιδικά έχουν συσχετιστεί με την ενδοκρινική διαταραχή, τις πιθανές αναπαραγωγικές διαταραχές και τις επιδράσεις στους κυτταρικούς μεταβολικούς μηχανισμούς και στα μιτοχονδριακά. Επιπλέον, in vitro μελέτες έχουν αποκαλύψει την ικανότητα των καρβαδιμικών παρασιτοκτόνων να προκαλούν κυτταροτοξικές και γονιδιοτοξικές επιδράσεις σε κύτταρα ωοθήκης των Χάμστερ και απόπτωση και νέκρωση κυττάρων του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος των φυσικών λεμφοκυττάρων και των Τ -λεμφοκυττάρων. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για την ικανότητα των καρβαμιδικών παρασιτοκτόνων να προκαλούν νευροαναπνευστικά αποτελέσματα, αυξημένο κίνδυνο άνοιας και λέμφωμα μη Hodgkin . Μελέτες αποκάλυψαν πιθανές σχέσεις μεταξύ της έκθεσης στα οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα και των σοβαρών επιπτώσεων στην υγεία, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, των αρνητικών επιπτώσεων στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα στην άνοια, καθώς και έναν πιθανό αυξημένο κίνδυνο για λέμφωμα μη Hodgkin .
Στην ομάδα των πυρεθρινοειδών ανήκουν οι πυρεθρίνες I και IΙ, οι ημισυνθετικές αλεθρίνες και τα κυανοπυρεθρινοειδή. Από πλευράς οξείας τοξικότητας δεν κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνα εντομοκτόνα.
Στοχεύουν το νευρικό σύστημα. Μετά από χορήγηση σε ποντικούς σε τοξικές δόσεις, προκαλούν περιοδικές διεγέρσεις και ανεξέλεγκτες τρομώδεις κρίσεις, οι οποίες στη συνέχεια εξελίσσονται σε συνεχείς σπασμούς. Τα πυρεθρινοειδή μεταβολίζονται στο σώμα με οξείδωση ή υδρόλυση ανάλογα με το είδος του μορίου. Λόγω της ταχύτητας μεταβολισμού τους, καθώς και της μικρής απορρόφησης από το γαστρεντερικό σύστημα θεωρήθηκε πως δεν προκαλούν μόνιμες βλάβες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η δερματική ευαισθητοποίηση και οι αλλεργίες βαριάς μορφής, φαινόμενο που γίνεται πιο έντονο στα κυανοπυρεθρινοειδή. Υπάρχουν όμως πρόσφατα ενδείξεις για την ικανότητά τους να εμφανίζουν δραστηριότητα ενδοκρινικής διαταραχής και να επηρεάζουν τις αναπαραγωγικές παραμέτρους σε πειραματόζωα συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς.
Επιπλέον, βρέθηκε πως ορισμένοι μεταβολίτες των πυρεθρινοειδών προκαλούν βλάβες στο DNA σε ανθρώπινο σπέρμα. Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί ανησυχίες για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων αυτών στην ανθρώπινη αναπαραγωγική υγεία. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως υπάρχουν έντονες ανησυχίες σχετικά με την πιθανή τους ικανότητα εμφάνισης αναπτυξιακής νευροτοξικότητας.
Εν κατακλείδι δεν υπάρχουν σήμερα ημίθεοι τύπου Ηρακλή για να καθαρίσουν, όπως εκείνος τους στάβλους των 3000 βοδιών του Αυγεία από την κοπριά των 30 χρόνων. Η Πολιτεία θα πρέπει να δείξει εδώ και τώρα αμέριστο ενδιαφέρον, ώστε με τις ισχύουσες σήμερα τεχνολογίες να απαλλαγούν οι χώροι αυτοί από τον αμίαντο και τα επικίνδυνα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και να εξασφαλιστεί ένα ασφαλέστερο περιβάλλον εργασίας.
*Ο Βαγγέλης Α. Μπούρμπος είναι γεωπόνος ερευνητής – οικοτοξικολόγος