» Kike Ferrari (μτφρ. Αννα Βερροιοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη)
Όταν ο κύριος Μάτσι αναγκαστεί να βγει στην άκρη του δρόμου με το πανάκριβο αυτοκίνητό του να έχει πάθει λάστιχο, θα ανοίξει το πορτμπαγκάζ και θα αντικρίσει το πτώμα ενός άγνωστου άντρα. Αμέσως θα αντιληφθεί πως κάποιος του την έχει στημένη, πως κάποιος επιθυμεί διακαώς να τον δει στη φυλακή. Όμως ο κύριος Μάτσι δεν είναι χτεσινός στο κουρμπέτι, είναι ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας που, εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν, δημιούργησε μια μικρή οικονομική αυτοκρατορία, και δεν σκοπεύει να παραδοθεί έτσι απλά, έχει αντιμετωπίσει μεγαλύτερες προκλήσεις αυτά τα χρόνια της ανέλιξης και δεν κώλωσε πουθενά και σε τίποτα, και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά από κάθε εμπόδιο συνέχιζε ακόμα πιο δυνατός τον δρόμο του. Έχει λοιπόν κάθε λόγο να πιστεύει πως έτσι θα συμβεί και αυτή τη φορά, θα τη βγάλει καθαρή ενώ εκείνος που κρύβεται πίσω από αυτό το ανόητο αστείο θα το πληρώσει ακριβά, πολύ ακριβά.
Αυτή είναι η εκκίνηση της ιστορίας αυτής. Ο Κίκε Φεράρι γράφει ένα τυπικό ισπανόφωνο νουάρ μυθιστόρημα, σκληρό και σκοτεινό όσο η καθημερινότητα της Αργεντινής, κοινωνικό και πολιτικό, με άξονα περιδίνησης τον φόβο, σε διάφορες μορφές και προς διάφορες κατευθύνσεις. Όλοι φοβούνται πολύ, ο καθένας έχει τους λόγους του: μην απολυθεί, μη μείνει νηστικός, μη δεν του σηκωθεί, μη τον καθαρίσουν, μη τον προδώσουν. Η διαφορά εντοπίζεται στο πόσο φανερώνεις τον φόβο σου, πόσο αφήνεις την μυρωδιά του να σε κατακλύσει κινδυνεύοντας έτσι να φαγωθείς· τον φοβισμένο κανείς δεν τον φοβάται. Τα φράγκα σίγουρα βοηθούν ως καμουφλάζ του φόβου, στέκεται κανείς πάνω στους σωρούς από χαρτονομίσματα και κοιτάζει τον κόσμο αφ’ υψηλού, από εκεί μακριά όλοι μοιάζουν με μύγες. Είναι μια μορφή εκδίκησης, τιμωρίας επίσης, η ευχή να αντικρίσεις τον φόβο στα μάτια του άλλου, εκείνου που σε φόβισε, που σε τιμώρησε. Ο κύριος Μάτσι το ξέρει καλά αυτό, την πλάτη του φοβάται, αν και επαναλαμβάνει στο εαυτό του πως ένας επιχειρηματίας δεν έχει εχθρούς παρά μόνο ανταγωνιστές, ξέρει πως έχει τα χέρια του λερωμένα, ξέρει πως υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι υπεύθυνοι πίσω από το πτώμα στο αμάξι, κίνητρο έχουν πολλοί, εκείνο που τον απασχολεί είναι ποιος μπορεί να είχε την τεχνογνωσία, ποιος μπορεί να είχε το τσαγανό να τα βάλει μαζί του.
Με μικρά κεφάλαια και καταιγιστική εξέλιξη της πλοκής, ο Φεράρι επιτυγχάνει να διατηρήσει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Εκκινεί την αφήγηση από την ανακάλυψη του πτώματος, αλλά με συνεχείς αναλήψεις έρχεται να προσθέσει τα απαραίτητα κομμάτια της ιστορίας. Η δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας αποτελεί συγγραφικό ζητούμενο, είναι εμφανές κάτι τέτοιο ήδη από την αρχή, και η στακάτη χρήση της γλώσσας, η απουσία λεπτομερειών, η δυσαναλογία ανάμεσα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις καθώς και η χρήση των διαλόγων αποτελούν κάποια από τα συγγραφικά εργαλεία με τα οποία ο Φεράρι δημιουργεί τη δέουσα ατμόσφαιρα, συστατικό άκρως απαραίτητο για ένα πετυχημένο νουάρ. Η επιλογή του ονόματος του ήρωα μόνο τυχαία δεν μοιάζει, ο κύριος Μάτσι συνηχεί με τον μάτσο, τον αρρενωπό, τον άντρα που επιζητά διαρκώς την επιβεβαίωση της αρρενωπότητάς του, είναι από τις περιπτώσει εκείνες που το όνομα του ήρωα φανερώνει μεγάλο μέρος του χαρακτήρα του. Οι τίτλοι των ενοτήτων αποτελούν φόρο τιμής του συγγραφέα στον Μπόρχες καθώς είναι δανεισμένοι από μια φανταστική ταξινόμηση των ζωών που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς. Μιλώντας για αναφορές, τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίδραση του Μπολάνιο στις νέες γενιές της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, φαινόμενο το οποίο ολοένα και πιο μαζική μορφή παίρνει.