Παρασκευή, 16 Αυγούστου, 2024

Από μια χειμωνιάτικη διάσχιση στα Λευκά Όρη

Ένας παλιός κάτοικος του οικισμού Σαμαριάς, διηγώντας μου όμορφες ιστορίες για το φαράγγι, αναφέρθηκε και για τους πολύ ολίγους επισκέπτες που το περνούσαν πριν από την ανακήρυξή του σε Εθνικό Δρυμό.
Οταν λοιπόν άκουγαν τις χαρούμενες φωνές των ορειβατών που πλησίαζαν το χωριό της Σαμαριάς, έλεγαν μεταξύ τους: Έρχονται οι… κουζουλοί. Και ετοίμαζαν τους δίσκους με την τσικουδιά και άλλα. Μέσα σ’ αυτούς τους “κουζουλούς” είχα την ευτυχία να συγκαταλέγομαι κι εγώ και γι’ αυτό ευχαριστώ τον Θεό.
Από το 1952 λοιπόν, που είχα γνωρίσει τη ζωή του Ορειβατικού, είχα τη λαχτάρα να πεζοπορήσω και χιονισμένα, όσο ήταν δυνατόν, τα Λευκά μας Ορη που ξεχιόνιστα τα ‘χαμε διαβεί αρκετές φορές. Έτσι, αναζητώντας… κουζουλούς, τους βρήκα στην καλύτερη μορφή τους: στον Μιχάλη Γιωρβασάκη και τον Αντρέα Φουράκη τον γυμναστή. Σαν αρκετά μεγαλύτερος λοιπόν, εγώ ανέλαβα την οργάνωση και την… αρχηγεία μιας τέτοιας προσπάθειας.
Ξεκινήσαμε την 22α Φεβρουαρίου του 1966 για ψηλότερα και όση ήταν δυνατόν, διάσχιση των Λευκών Ορέων, αφού απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζαμε, δεν είχε πραγματοποιηθεί άλλη φορά με πλήρη χειμώνα.
Από το Κατωχώρι Κεραμειών φτάσαμε στην περιοχή του καταφυγίου Βόλικα και συνεχίσαμε την πεζοπορία στο χιόνι.
Τα μοναδικά μας “εφόδια” ήταν ένα πιολέ (ραβδοσκαπάνη πάγου), ένα ζευγάρι κραμπόν (σκάρες βαδίσματος σε πάγο), ένα ταλαίπωρο σκοινί 40 μέτρων και μια στρατιωτική σκηνή ενός με δύο ατόμων, τελείως ακατάλληλη για χειμωνιάτικες συνθήκες που αποτελούνταν από δύο φύλλα που ενώνονταν με κουμπιά και χωρίς δάπεδο. Αλλά πάνω απ’ όλα το εφόδιο αψήφισης κάθε κινδύνου που έχουν συνήθως οι νέοι. Ούτε κινητά υπήρχαν τότε, ούτε GPS, ούτε χάρτες ή άλλα βοηθήματα κι άμα χανόσουνα τρέχα γύρευε.
Φθάνοντας στην πλαγιά της κορυφής Σπαθί (2.043μ.) το χιόνι ήταν παγωμένο και χρειάστηκε να σκάβουμε σκαλιά στον πάγο με εναλλαγή, κάθε δεκαπέντε λεπτά, των τριών μας.
Στη ρίζα της κορυφής Άγιο Πνεύμα στου Σταυρού το Σελί (υψόμ. 2.000μ.), το χιόνι ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και μιας και βράδιασε, ετοιμάσαμε τη διανυκτέρευση. Τρεις στη μικρή σκηνή των δύο και οι υπνόσακοι πάνω σε φουσκωτά, περίπου υφασμάτινα, στρώματα για να μην παγώνουν. Ξημερώματα είχε βάλει έναν πολύ δυνατό άνεμο και επιχειρώντας να αλλάξω φιλμ στην φωτομηχανή μου, μου πήρε το τραβηγμένο φιλμ, όπως και την κακής ποιότητας πυξίδα μου. Η θερμοκρασία ήταν κάτω από το μηδέν.
Αρχίσαμε την κατάβαση στον Πόρο της Λιβάδας, όπου το χιόνι ήταν παγωμένο και έτσι ο φέρων τα κραμπόν και το πιολέ μπροστά, ασφάλιζε τους άλλους δύο σε σχήμα τριγώνου με το σκοινί!!
Στη Λιβάδα (υψόμ. 1800 μ.) επικρατούσε απόλυτη γαλήνη και στον Πύργο Τσιριντάνη το χιόνι είχε θάψει το εκεί μιτάτο και μόνο κάτι πατήματα λαγού υπήρχαν. Μην έχοντας αντικρίσει άλλη φορά, γνώριμους μεν τόπους αλλά διαφορετικής όψης με τόσο χιόνι, υπολόγισα για κάποια έξοδο προς Θέρισο αλλά ήταν τόσο πάγος εκεί που συνεχίσαμε για πιο πέρα όπου νύχτα φτάσαμε σε ξεχιόνιστο σχεδόν έδαφος, όταν βέβαια έπρεπε να επιστρέφουμε στα Χανιά. Εκεί συναντήσαμε πολύ άγρια βράχια και γκρεμνά και παρότι οι άλλοι δυο επέμεναν να συνεχίσουμε στο σκοτάδι σκεπτόμενοι τις μανάδες τους, παρ’ ότι κι εγώ το ίδιο, τους έπεισα να μείνουμε εκεί κι ας λαχταρούσαν για ένα βράδυ οι δικοί μας παρά να γκρεμοτσακιστούμε.
Εγώ είχα και το φοβερό πρόβλημα πως θα άνοιγε την επομένη η Εμπορική Τράπεζα, αφού σαν ταμίας, είχα το ένα κλειδί του χρηματοκιβωτίου και το άλλο ο διευθυντής. Ούτε που θυμάμαι τι έγινε και άνοιξε. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι δεν με απέλυσαν.
Αξημέρωτα, την άλλη μέρα τα μαζέψαμε και συνεχίσαμε ανάμεσα στα βράχια, όταν με αφάνταστη ανακούφιση αντικρίσαμε χαμηλά το χωριό Ζούρβα αφού στ’ αλήθεια στην αρχή δεν γνωρίζαμε πού κατευθυνόμαστε… Παρακάμπτοντας δεξιά, φτάσαμε στο χωριό όπου μας υποδέχθηκε ο ιδιοκτήτης του μοναδικού τότε καφενείου, νομίζω ονόματι Μπαλωμένος, με την αγανακτισμένη έκφραση: «Ελόγου σας είστε που σας εγυρεύουνε από τα ξημερώματα;». Ευτυχώς, πράγμα σπάνιο, το χειροκίνητο τηλέφωνο δούλευε και τηλεφώνησα στον γκαρδιακό φίλο Χουλιόπουλο που βρήκε τον πατέρα του Φουράκη και ήλθαν με το αυτοκίνητο να παραλάβουν τ’… απολωλότα πρόβατα.
Βέβαια οι άλλοι δύο έτυχαν, όπως έμαθα, της κατάλληλης υποδοχής από τις μανάδες τους, μα η δύστυχη η δικιά μου, είχε συνηθίσει και το μόνο που έκαμε ήταν μετάνοιες και προσευχές όλη τη νύχτα.
Αλλη μέρα πληροφορήθηκα πως αλησμόνητοι φίλοι βοσκοί από τους Κάμπους Κεραμειών είχαν ετοιμάσει “ομάδα διάσωσης” μιας και τότε δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο οργανωμένο και είχαν καθορίσει και με πόσες μπαλωθιές θα ειδοποιούσαν, ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνάς των. Με μια, δυο ή τρεις.
Με συγκίνηση τους θυμούμαι και με συγκίνηση κλείνω αυτό το γραφτό, μη μπορώντας να πιστέψω πως πέρασαν από τότε πενήντα χρόνια. Κάπου βρεθήκαμε πάλι οι τρεις, αυτές τις ημέρες και θυμηθήκαμε όλα αυτά.
Μετά από τόσα χρόνια, απορούσαμε με την κουζουλάδα μας και συμπεράναμε ότι είμαστε τυχεροί γιατί αν προέκυπτε κάποια κακοκαιρία, ή έστω απλή πυκνή κατσιφάρα, ίσως ακόμη να ήμασταν εκεί!
Τελειώνω με την ρίμα του φίλου Εννιαχωριανού που αναφέρει σχετικά με τα διηγηθέντα: “Των γνωστικώ τα όνειρα οι κουζουλοί τα ζούνε”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα