Τη Μεγαλοβδομάδα ο Βοριάς χτύπησε αδυσώπητα το λιμάνι μας στα Χανιά. Σάρωσε τα πάντα, ακόμα και μέσα στο λιμάνι και οι καταστηματάρχες μάζεψαν τις καρέκλες και τα τραπέζια τους από τις προσόψεις των καταστημάτων τους.
Τα κύματα χτυπούσαν με ορμή, βαθιά μέσα στον μυχό του λιμανιού, σκαρφάλωναν και πλημμύριζαν τα πάντα, σχεδόν μέχρι στην πλατειούλα στο “σιντριβάνι” (πράγμα σπάνιο για την εποχή, αλλά όχι πρωτόγνωρο)!! Με τέτοιο καιρό, για να πιεις τον καφέ σου στο λιμάνι, πρέπει ν’ αγαπάς αυτό το σύνθετο σκηνικό, της παλιάς ρομαντικής πόλης που αντιστέκεται και της ανταριασμένης θάλασσας, των αναμνήσεων της ζωής σου. Μεγάλη Πέμπτη, λοιπόν, κατέληξα στο εσωτερικό του “καφέ – παρατηρητηρίου” μου, κοντά στο παράθυρο, για να βλέπω και να μετρώ τα κύματα, ενώ η παρέα μου, σχολίαζε τα βαθυστόχαστα γνωστά… της “αντροπαρέας”!! Μια τέτοια θάλασσα, φουσκωμένη, ανταριασμένη και μουτρωμένη, απέναντί μου, πάντα… με συνεπαίρνει μακριά, από αυτή την “κοινότητα” της καθημερινότητάς μου, τις έννοιες της τσέπης μου και τις σκοτούρες της επικαιρότητας. Με “ταξιδεύει” και όπως κάθε φορά, μόλις λύσουν οι κάβοι, το ταξίδι είναι αυτό που σου αλλάζει τη διάθεση, σε “φουσκώνει” και σου φτιάχνει μια άλλη ψυχολογία… μακριά από την πολύβουη μιζέρια της “λιμανίλας”!!
Ετσι, κάθε φορά που το 3ο μεγάλο κύμα, χτύπαγε στην εσοχή μπροστά μου, πετιότανε ψηλά, πάνω και από τους φανοστάτες του λιμανιού και έφτανε μέχρι μπροστά μου, στο τζάμι απ’ όπου το κοίταγα… με προκαλούσε και εγώ ανταποκρινόμουνα πρόθυμα, κάθε φορά και με μια καινούργια ανάμνηση. Η φουρτούνα νότια του Καλέ (Γαλλία) με τον Σαχτούρη (και με φωτιά στην ΚΑΔΑΥ), με το Βέλος στα νότια της Ικαρίας, με τον Αρη διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό, με τον Κριεζή νότια της Σικελίας, με την αγέρωχη Θράκη πηγαίνοντας για Γκουαντανάμο (Κούβα), με τη Δόξα δυτικά απ’ τα Ψαρά (κυνηγώντας το Αμερικάνικο DDG SPRUANCE, κόντεψε να πνιγούμε), με τον “γέρο” Αρη ανοιχτά της Μαγιόρκα (ψάχνοντας κάτι Γερμανούς ιστιοπλόους που κινδύνευαν)…!!
Κάθε κύμα, μπορεί να ήταν όμοιο με το προηγούμενο, αλλά ήταν φορτωμένο με διαφορετική ανάμνηση, σε άλλο τόπο, με άλλη ματιά και με άλλες λαχανιασμένες ανάσες!! Και μεταξύ αυτών, τέσσερα (4) ήσυχα Άαχ – Άαχ – Άαχ – Άαχ, για τους ναυτικούς που τώρα ταξιδεύουν, παλεύουν, ταλαιπωρούνται και κινδυνεύουν και… για το πόσο θάθελα νάμαι στο πλάι τους!! Το μεσημεράκι πια, τελειώνοντας αυτόν τον μεστό καφέ και μποτζάροντας καλά τις αναμνήσεις μου, φεύγοντας, η φουρτούνα μου χάρισε μια ακόμα… εμπειρία. Όλος αυτός, ο πολύς και ανέμελος κόσμος των εορτών (Έλληνες και ξένοι) ήταν μαζεμένοι εκεί παράμερα στο σιντριβάνι και έβγαζαν φωτογραφίες, με επιφωνήματα… χαράς και ενθουσιασμού (ουάαου – ουάαου), κάθε φορά που το κύμα σηκώνονταν ψηλά και έρχονταν απειλητικά πάνω τους, μέχρι τα πόδια τους.
Βλέποντάς τους, ένοιωσα ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Χάρηκα, όπως κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους ευτυχισμένους, αλλά και… πικράθηκα, γιατί κατάλαβα ότι έβλεπαν τη θάλασσα σαν τη μαϊμού που χοροπηδά και τους διασκεδάζει, ότι η θάλασσα γι’ αυτούς είναι φολκλόρ θέαμα, ένα αξιοθέατο που δεν το νοιώθουν και δεν το καταλαβαίνουν, δεν την αγαπούν… γι’ αυτό που πραγματικά είναι και που συμβολίζει. Πικράθηκα επίσης γιατί, για ακόμα μια φορά κατάλαβα… τη “διαφορά”, του να κοιτάς έξω τη θάλασσα, μέσα από το λιμάνι και του να αγναντεύεις το λιμάνι, μέσα από τη θάλασσα… ξέροντας ότι εκεί μέσα, σε χαζεύουν τουρίστες και πολλοί “μαγκιόροι” Καπεταναίοι, των Lacoste μπουφάν και του Latte Cafe!! «Άαχ!!
Η ζωή είναι μια θάλασσα, που εξαρτάται πάντα, από ποια μπάντα την κοιτάς… και πως την ανεμίζεις»!!