Αγαπητοί αναγνώστες
Καλημέρα σας!
Στις 21/2 Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου “άνοιξε” το Τριώδιο. Συνέχισε με την Κυριακή του Ασώτου, στις 28/2 και φτάνουμε -συν Θεώ- μεθαύριο 6/3 στις Απόκριες, ενώ σήμερα: των Ψυχών, θα θυμηθούμε τους δικούς μας, που έχουν φύγει, με τις αιτήσεις μας στον Εσπερινό απόψε και με τις λειτουργίες μας, αύριο Ψυχοσάββατο!
Ευχές στους αναγνώστες μας για Καλές Απόκριες με υγεία. Στην επόμενη συνεργασία μας θα συνεχίσουμε με τα ενδιαφέροντα λαογραφικά Τυρινής (Μεγάλων Αποκράδων) και Καθαράς Δευτέρας.
Για σήμερα, θυμίζουμε, κύρια στα νιάτα μας, λίγα από τα λαογραφικά της ως τώρα περιόδου του Τριωδίου, απ’ εκείνα που μας κληροδότησαν οι γονείς μας, που τα βιώσαμε κοντά τους ως παιδιά στα χωριά μας και που δεν ξεχνούμε, όσο ζούμε!
Στην Κρήτη, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, οι Απόκριες είναι περίοδος ευθυμίας και διασκέδασης.
Κι’ αυτό, γιατί από μεθαύριο αρχίζουν νηστείες, προσευχές κι αγρύπνιες, εφτά βδομάδων, για να φτάσουμε στο Πάσχα!
Είναι επομένως ψυχική ανάγκη πριν από τούτο το βαρύ “στάδιο των αρετών”, να το ρίξουμε για λίγο έξω και ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας να ζήσει ευχάριστες ώρες και κάποτε τρελές και πολυποίκιλες διασκεδάσεις.
Πλούσιο φαγοπότι, κέφι στ’ αποκορύφωμά του, ευθυμία στο έπαρκο και άλλα “προσόμοια”, είναι έργα και ημέρες των ανθρώπων, τούτων των ημερών!
Μα, ας πιάσουμε για λίγο το Τριώδι.
Με τις Κυριακές του Τελώνη και του Φαρισαίου και του Ασώτου ακούσαμε την προφωνή των Αποκράδω. Το όνομα έμεινε από τα Βυζαντινά χρόνια, που κάποιος προφωνούσε, διαλαλούσε δηλαδή, πως αρχίζουν οι Απόκριες!
Με την επόμενη Κυριακή, είμαστε κι όλας στην Κρέτινη, τη βδομάδα που δεν νηστεύεται το κρέας ούτε τα Τετραδοπάρασκα. Μόλις όμως σβήσει η Κυριακή αργά, οι Χριστιανοί τ’ αποκριβιώνουνε, δηλ. παύουν να τρώνε κρέας ως το Πάσχα.
Την Πέμπτη της Κρέτινης βδομάδας τη λένε Τσουκνοπέφτη, γιατί σε κάθε σπίτι απόψε, το ψητό μυρωδάτο κρέας “ξετσουκνίζει” σαν ψήνεται οφτό στα κάρβουνα και μοσχοβολάει ο τόπος. Ευκαιρία -απόψε- για βεγγέρα κι αποσπερίδα σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το κρασί κι ο μεζές υπάρχει, δόξα σοι ο Θεός, σε κάθε νοικοκυρικό. Η καμινάδα καίει και ζεστάνει για τα γεραθειά, γιατί τα νιάτα έχουν ξεσύρει πάρα έξω τα “κουτσουράκια” τους (=τα καθίσματα) και “τα σκαμνιά” τους κι απ’ ώρας συναγωνίζονται στα καθαρογλωσσίδια, στα λογοπαίγνια, στις αστείες κι “αρσίζικες” μαντινάδες, τις λίγο άσεμνες κι ελευθερόστομες που επιτρέπονται μόνο για τούτες τις μέρες.
Στα χαρούμενα ψυχαγωγικά νυχτέρια και στις κεφάτες αποσπερίδες των Αποκρεώ, παίζονται και παιχνίδια σαν την κολοκυθιά, την μπερλίνα, το μπουκάλι και άλλα παρόμοια, ώσπου να ’ρθει κι η ώρα της λύρας, να στηθεί ο χορός, που τον περιμένουν με λαχτάρα τα νιάτα ιδιαίτερα και που θα κρατήσει, τις πιο πολλές φορές, ως το ξημέρωμα!
Απόψε ο λυρατζής με τον λαγουτιέρη του θα παίξουν και θα τραγουδήσουν μαντινάδες και τραγούδια “που ’ναι των αποκράδω”, όπως τούτο, με τον εξαίσιο ρυθμό του:
Γ-εις μέρμηγκας μ’ απάντηξε κι είχε τ’ ατζί στριμμένο
το μπράτσο σηκωμένο
και το μπερτσέ πλεμένο
κι οπίσω γυρισμένο
σφιχτά καλά ζωσμένος
φράγκικα ξυρισμένος
οβρέικα ντυμένος
τούρκι’ αρματωμένος
κι ήταν και μέρμηγκας!
– Πού πας αφέη μέρμηγκα κι έχεις τ’ ατζί στριμμένο;
το μπράτσο σηκωμένο… κλ.
– Αμπέλι ν’ είχα στη Βλαχιά και πά ’να το τρυγήσω
κι επέτυχε το έρημο κι έκαμε πέντε ρώγες!”.
Κι αυτό με τα αστεία του:
– Πώς ήτον και πώς γίνηκε ετούτη νια η Κρήτη,
να μην μπορεί να βρεί κιανείς φαμέγιο για το σπίτι,
κι αν βρει κιανένα, να ζητά να κάμουνε παζάρι:
– Κάτσε καλέ μ’ αφεντικέ να κάμωμε παζάρι.
Εγώ σαν είναι συννεφιά δεν πάω στο ζευγάρι.
Θέλω στιβάνια κόκκινα και καλογαζωμένα,
σαν πορπατώ να τρίζουνε και να ’ναι παινεμένα.
Θέλω καρτσόνια γαλανά, κόκκινους καρτσοδέτες,
(να μη μου λες αφεντικό, να πα να σκάφτω δέτες).
Και θέλω και τη βράκα μου να ’ναι οχταφυλλάτη,
να μην τσιτώνει απάνω μου, σαν την προβιά του κάτη.
Θέλω και ζώνη κόκκινη μεταξοφαδιασμένη,
απ’ τση κεραδοπούλας μου τα χέρια περασμένη.
Θέλω ψιλό ποκάμισο και σταυρωτό γελέκι
να μη με πιάνει ο φταρμός, μήδε τ’ αστροπελέκι…
κι οι απαιτήσεις του “φαμέγιου”, ξεπερνούν τα όρια και τα όνειρα του πιο πλούσιου “νοικοκύρη”!
Ε, δεν υπάρχουν, λοιπόν, “φαμέγιοι” στο νησί μας!
Ας θυμηθούμε όμως πάλι τη χθεσινή τη μέρα.
Είναι “Τσουκνοπέφτη”, “Τσικνοπέμπτη”, “Πέμπτη της Κρέτινης βδομάδας”.
Είναι μέρα γλεντιού και κεφιού, μα δεν είναι μόνο.
Γιατί σήμερα, στην Κρήτη μας, διατηρείται πατρογονικό συνήθειο να κάνουμε “μιστά”, να “μπέμπουμε φαγητά και στα φτωχικά σπίθια” και να μην ξεχνούμε πως:
– Τση Τσουκνοπέφτης η δωρά και τση Μεγάλης Πέφτης
και της ημέρας τση Λαμπρής στον Ουραν’ ανεβαίνει!”.
(Πληροφ.: χα Αναστασία Α. Αποστολάκη, 75 χρόνων, από το Σέλινο).
Πράξη που κρύβει μεγαλείο ψυχής! “Δεν μπορεί, να σου κολλήσει, παιδί μου, το καλό φαΐ, όντε δεν το ’χει κι ο γείτονάς σου!”, μας ορμήνευγε ο μακαρίτης ο αφέντης μας κάθε χρονιάρα μέρα!
Αλλά για τούτη ιδιαίτερα τη μέρα και γενικά για τις Απόκριες, έχουμε πολλά να πούμε. Τόσα στ’ αλήθεια, που σκέφτεσαι τι να πρωτοθυμηθείς και λογαριάζεις τι να μην ξεχάσεις!
Σε μερικά όμως, οι άνθρωποι του τόπου μας είναι ιδιαίτερα δεμένοι, όπως στα παρακάτω:
α) Τα Σάββατα των τριών τελευταίων βδομάδων: “τση Κρέτινης, τση Τυρινής, τση Πρώτης εβδομάδας (ενν. των Νηστειών)” οι γυναίκες δεν λούζονται και δεν καλλωπίζονται, γιατί, κατά που λέει η πατρογονική κατάρα, όσες δεν υπακούουν είναι αφορισμένες!
“- Ανάθεμα που λούστηκε, τούτα τα τρία Σαββάτα,
το Κρέτινο, το Τυρινό, τση Πρώτης Εβδομάδας.
Κι απού λουστεί και χτενιστεί και λόγο δεν πιστέψει
όντε λαμπροφορέψουνε να μην λαμπροφορέψει”
και πίσω απ’ αυτό το τετράστιχο, ακολουθεί μια τραγική ιστορία, που δικαιολογεί το μεγάλο λόγος της.
β) Τα Σάββατα των Τριών αυτών βδομάδων, “τση Κρέτινης, τση Τυρινής, τση Πρώτης εβδομάδας”, τα λέμε Ψυχοσάββατα. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν κόλλυβα και μαζί με κρασί τα πηγαίνουν στην εκκλησία. Μετά τις αιτήσεις για τις ψυχές των πεθαμένων μας, τα μοιράζουν έξω στο εκκλησίασμα. Μέρες αφιερωμένες στους νεκρούς -τούτα τα Σάββατα- δεν αφήνουν περιθώρια για λουσίματα και καλλωπισμούς, όπως τον υπόλοιπο χρόνο. Εξήγηση και για την παραπάνω δεισιδαιμονία που ριζωμένη καθώς είναι δεν την καταπατεί στον τόπο μας καμιά γυναίκα!
γ) Αν φταρνιστεί κανείς στ’ αποκριάτικο τραπέζι το θεωρούν για κακό. (Ξενιτειά γή θάνατος, λέει η γριά και… στενοχωριέται).
δ) Τα ψίχουλα του ψωμιού του τραπεζιού της τελευταίας Αποκριάς, τα φυλάγουν τα κορίτσια, για να βάλουν το βράδυ στο μαξιλάρι τους, κι ίσως ονειρευτούν ποιον θα πάρουν!
ε) Στ’ αποκριάτικα τραπέζια, της τελευταίας ιδίως Κυριακής, τα φαγητά δεν σηκώνονται όλη μέρα κι ως τα μεσάνυχτα το τραπέζι δεν ξεστρώνεται.
στ) Στ’ αποκριάτικα τραπέζια, δεν τρώνε μόνοι τους, οι άνθρωποι του σπιτιού. Φέρνουν κι άλλοι συγγενείς και φίλοι τα φαγητά τους κι έτσι γίνεται μια συντροφιά μεγάλη όπου εύκολα δημιουργείται κέφι και γλέντι, που κρατά ως το ξημέρωμα. Απόψε, ιδιαίτερα της Τυρινής το βράδυ, θα παιχτούν παιχνίδια, θα γίνουν αστεία, θα χορευτούν χοροί, μέχρι κι “αράπικος” και θα τραγουδήσουν μαντινάδες και τραγούδια αστεία και κάπου – κάπου… ελευθερόστομα, μια και το “καλεί η βραδιά” κι αφού:
“- Τσι μεγάλες Αποκρές, κουζουλένουνται κι οι γρες!”
κατά που λέει ο χαρακτηριστικός παροιμιακός λόγος.
Μερικά τέτοια τραγούδια και μαντινάδες, ας ακούσουμε:
Αλλά και τραγούδια που γίνηκαν επιτυχίες με τον χαρούμενο σκοπό της λύρας και του λαγούτου, σαν την “Παγώνα” του Κουμιώτη, “Το φαμέγιο” του Μουντάκη, “το πιπέρι”, “το γέρο και τη γρα” και ένα πλήθος άλλων, κύρια, από λαϊκούς οργανοπαίκτες της Ανατολικής Κρήτης.
Οσο για τις ανάλογες μαντινάδες, οι σημαντικότερες δημοσιευμένες συλλογές, αφιερώνουν και σ’ αυτές, αρκετές σελίδες. Ενα μικρό ανθολόγημα, παρουσιάζουμε εδώ, ενδεικτικά:
“- Τα μάθια σου ’ναι σαν τ’ αυγά, τ’ αυθιά σου μιαν παλάμη,
τα πόδια σου, τα χέρια σου, χοντρά σαν το καλάμι”.
“- Τα μάθια σου γυαλίζουνε τη νύχτα στο σκοτίδι,
κι η μύτη σου ’ναι πιπεριά και βάλε τη στο ξίδι”.
“Απ’ όλα του προσώπου σου η μύτη σου μ’ αρέσει,
που ’ναι σα χαβανόχερο και κρέμεται να πέσει”.
Ενας όμως… κακοπαντρεμένος, θ’ αλλάξει το θέμα, κι Αποκριάς βράδυ απόψε, δεν θα τα καταφέρει να ξεχάσει τις πίκρες του:
“- Στραβή μου την ελέγανε, μα κείνη αλληθωρίζει,
το βούι απού το γάιδαρο δεν τόνε ξεχωρίζει”.
“- Και βάνει και μπαλώματα, όμορφα και πιτήδεια
κι είν’ η κεδιά δυο πιθαμές και δώδεκα δαχτύλια”.
Αλλά ο δημοτικός τραγουδιστής του νησιού μας δεν μπορεί να ’ναι μονόπλευρος! Μια “σπιθαμάτα” από την απέναντι πλευρά θα μας θυμίζει πως:
“- Για πέντε ρίζες χαρουμπιές και τρεις οκάδες λάδι,
επήρες έναν μπουνταλά να ζήσετε ομάδι”.
“Κι όλες του οι δικολογιές είναι εφτά νομάτοι
κι είναι οι τέσσερις στραβοί κι οι τρεις με τόνα μάτι”…
Πειράγματα με μαντινάδες αστείες και ανάλογα τραγούδια αποκριάτικα, που δεν έχουν τέλος. Πάντα όμως με τη δεδομένη “ανθρωπιά” και ευγένεια των ανθρώπων του τόπου μας.
Στ’ αποκριάτικο γλέντι, εξάλλου, δεν έχουν θέση οι παρεξηγήσεις, μόνο το κέφι κι η καλή διάθεση.
Θα συνεχίσουμε όμως για την Τυρινή και την Καθαρά Δευτέρα στην επόμενη (11/3) συνεργασία μας συν Θεώ!
Ως τότε γεια σας και καλές Απόκριες!