Νύχτα σκοτεινή· κατασκότεινη, νύκτα. Ούρλιαζε ο άνεμος, ούρλιαζαν τα στοιχεία της φύσης, ούρλιαζαν από απόγνωση οι αγωνιστές του ‘21, ούρλιαζαν από μίσος οι και μισητοί, οι θλιβεροί Μπαρμπαροί.
Όλοι και όλα ούρλιαζαν, μα πιο πολύ εκείνη η χειμωνιάτικη κατασκότεινη νύχτα ούρλιαζε απ’ το κρύο και την παγωνιά, απ’ τις δυσβάσταχτες ανοιχτές λαβωματιές που συνέχεια αιμορραγούσαν απ’ την πείνα και γδύμνια, απ’ την αχαριστία των ανθρώπων- ούρλιαξε- ένας κοκαλιάρης, ξεδοντιάρης, καμπουριασμένος, κουρελιασμένος ζητιάνος.
Νύχτα σκοτεινή· κατασκότεινη, θεοσκότεινη νύχτα. Ερημιά γύρω, παντού ερημιά, κι ο φτωχός πονεμένος ζητιάνος προχωρούσε, προχωρούσε και μάταια αναζητούσε λίγη βοήθεια, λίγη παρηγοριά, λίγη ανθρώπινη ζεστασιά.
Να μια φτωχοκαλύβα! Με το θάρρος του απελπισμένου χτυπά την πόρτα. Με τρεμουλιαστά μασημένα λόγια παρακαλεί τον κύριο της καλύβας να τον αφήσει να μπει μέσα, να προφυλαχτεί απ’ το κρύο, να ζεσταθεί μια στάλα, κι ακόμα αν τύχει και βρίσκεται κανένα παρατεταμένο ξεροκόμματο να φάγει να κοροϊδέψει την πείνα του.
Βαριά, μπάσα, γνώριμη κι αγαπημένη φωνή ακούγεται απ’ το εσωτερικό του φτωχοκάλυβου.
– Όποιος κι αν είσαι ωρέ! Πέρασε μέσα. Ανοιχτή είναι η πόρτα. Δεν έχω γω παράδες να μου πάρουνε. Πέρασε μέσα ωρέ!
Σκίρτησε από χαρά η καρδιά του ζητιάνου.
Στο άκουσμα της χιλιαγαπημένης φωνής τρεμούλιασε από ευτυχία. Με μιας ξέχασε τους πόνους του, τα βάσανα του, την πείνα του, τα πάντα. Έγειρε πάνω στην πόρτα, έχωσε τις χούφτες του στο πρόσωπο του, έκλαψε. Έκλαψε από περηφάνια. Του ‘ρθε να φωνάξει, να ουρλιάξει, να τραγουδήσει, να χορέψει, μα συγκρατήθηκε. Ανυπόμονη ξανακούστηκε η μπάσα φωνή.
– Έμπα μέσα ωρέ! Τι περιμένεις; Δεν κρυώνεις εσύ;
Αν κρύωνε; Η καρδούλα του το ‘ξερε. Έδωκε μια της πόρτας ο ζητιάνος· μπήκε μέσα. Ένα μικρό καντηλάκι προσπαθούσε με τη μικρή φωτίτσα του να ζεστάνει τον ένοικο και το φτωχοκάλυβο του. Ένας κοντόχοντρος ξεμαλλιάρης γέρος με αγαθό, καλοσυνάτο πρόσωπο κείτονταν σε μια γωνία, πάνω σ’ ένα αχυρόστρωμα, τυλιγμένος στο χοντρό καπότο του.
Πρέπει πως κι αυτός θα κρύωνε, γιατί συνέχεια με τα χοντρόχερα του έτριβε το σώμα του και αναριγούσε. Πρέπει πως κι αυτός θα πονούσε, γιατί πότε πότε έβγαζε βαθιούς παραπονιάρικους αναστεναγμούς.
Στάθηκε ο ζητιάνος και με συγκίνηση παρατηρούσε το ζαρωμένο από το κρύο και τον πόνο ένοικο της καλύβας. Έκανε να ορμήσει να τον αγκαλιάσει, να φιλήσει τα μάτια, το πρόσωπο, τα ξέπλεκα μαλλιά του ασυγκράτητου εκείνου Γέρου· μα και πάλι συγκρατήθηκε. Σήκωσε ο κάτοικος Γέρος τα μάτια του. Πεινώ, τ’ αποκρίθηκε ο ζητιάνος.
– Να με συμπαθάς που δεν μπορώ να σηκωθώ, να σε περιποιηθώ παιδί μου, κατάκοιτος είμαι βλέπεις. Κάνε τον κόπο, σύρε στο τραπέζι, πάρε το καρβέλι, πάρε και το φλασκί με το κρασί. Φάε, πιες, κι αν θες δωσ’ μου και μένα, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
Έφαγε, ήπιε, συνήλθε ο ζητιάνος, έδωκε και του Γέρου. Ζεστάθηκε το κορμί, ζεστάθηκε η καρδιά, λύθηκε η γλώσσα. Ζήτησε την άδεια να πει ένα κλέφτικο τραγούδι. Του ‘δωκε ο Γέρος την άδεια. Με τα πρώτα λόγια, ζητιάνος και γέρος άνοιξαν τις αγκαλιές τους, χύθηκαν μέσα, δεν ξεμπλέκονταν με τίποτα. Έκλαιγαν κι οι δύο μ’ αναφιλητά.
Και μέσα απ’ τα αναφιλητά μια μπάσα φωνή, η φωνή τ’ αρρωστιάρη Γέρου, γεμάτη παράπονο, συνέχεια και συνέχεια επαναλάμβανε: Εσύ ‘σαι ωρέ Σκυλοδήμο. Εσύ ‘σαι ωρέ παλικάρι. Εσύ ‘σαι ωρέ! Ποιος να το φανταζότανε, ποιος; Πώς ο κατάκοιτος, παραπεταμένος εκείνος Γέρος ήτανε ο θρύλος της κλεφτουριάς, ο πρωτεργάτης του αγώνα, ο μοναδικός ο ασύγκριτος Ένας, ο Θοδωρής ο Κολοκοτρώνης, και πώς ο κουρελής ζητιάνος ήταν ο Σκυλοδήμος, το γενναίο πρωτοπαλίκαρο του. Ποιος;
*συγγραφέας