ΕΙΔΑ έναν άνθρωπο με το ένα πόδι στη γη και τ’ άλλο στη θάλασσα, εκεί πέρα – μακριά στο Λιβυκό Πέλαγος να φωνάζει: «Θα ’ρθουν καλύτερες μέρες, θα ’ρθει η αναστάσιμη άνοιξη».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ σουσούμιαζε λίγο στη Γαύδο με την όψη τη δικιά μας, που κάποιοι μας θεωρούν λαθρεπιβάτες στην Ευρώπη.
ΚΑΤΩ απ’ την κάψα του ήλιου, το βουητό τ’ ανέμου και το ξέπλυμα της βροχής όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι.
ΔΕΝ ΕΧΕΙ εκεί -την ύστατη ώρα- “δικαιοσύνη” των ισχυρών, έχει μόνο έλεος. ο ανθρωποσ με τα πόδια στη γη και στη θάλασσα, στην Τρυπητή της Γαύδου, είχε ολάκερο πόθο σαν κι εμάς. Εναν πόθο, δύο πόθους, τρεις πόθους…
ΟΣΟ πλησίαζε η θάλασσα στη γη της Γαύδου, πλήσιαιναν και οι πόθοι ντόπιων και ταξιδευτών απ’ τη Συρία. το ταξιδι το δικό τους μια διαφορά είχε απ’ το δικό μας. Στο αντίτιμο και στον προορισμό, μα όλοι ταξιδεύουμε προς ένα αναστάσιμο αύριο, δίχως δουλικά και δουλεμπόρους, δίχως ικρίωμα, δίχως τον πέτρινο τοίχο της μόνιμης αδιαφορίας.
ΙΔΙΟ το ταξίδι, ίδιες και οι δυσκολίες του…