» 100 χρόνια μετά
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Δεν ήταν λίγο, που η νέα τους πατρίδα, η Σούδα της Κρήτης, βρεχόταν από θάλασσα! Μια ξελογιάστρα θάλασσα, που αγκάλιαζε σφιχτά αυτό το μικρό κομμάτι γης, σε τούτο το απάνεμο λιμάνι. Δεν ήταν λίγο, γιατί τις δύσκολες ώρες της νοσταλγίας των αλλοτινών καιρών, πριν το διωγμό τους, η θάλασσα της νέας Πατρίδας μάκραινε στο λογισμό τους και έφτανε έως πέρα, στα ιερά χώματα της Μικράς Ασίας, μετριάζοντας έτσι τον πόνο του ξεριζωμού. Ανακουφιστική, λοιπόν, για αυτούς η απόφαση του Ελληνικού κράτους που όρισε να στεγάσουν την προσφυγιά τους στον οικισμό Αζιζιέ, όπου θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν το πατροπαράδοτο και αγαπημένο επάγγελμα του ψαρά
Ο οικισμός Αζιζιέ, που υποδέχτηκε εκατό περίπου οικογένειες αλιέων, ονομαζόταν έτσι προς τιμή του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ με πρωτοβουλία του οποίου κατασκευάστηκε, στο σημείο που αποξήρανε ο Ρεούφ Πασάς το 1870 τις υπάρχουσες αλυκές, προκειμένου να μετεγκατασταθούν εκεί οι Οθωμανοί κάτοικοι της νησίδας της Σούδας.
ΕΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΨΑΡΟΧΩΡΙ
Μια ζωή θαλασσόλυκοι, κρατώντας γερά τη ναυτοσύνη στα στιβαρά τους χέρια τίποτα δεν είχαν να φοβηθούν στην καινούρια τους ζωή. Πολύ σύντομα, λοιπόν άρχισαν να εξοικειώνονται με τη νέα τους πατρίδα μεταφέροντας την πολύτιμη αλιευτική παράδοση της Μικράς Ασίας σε αυτήν, με την εφαρμογή νέων τεχνικών ψαρέματος και τη χρήση αγνώστων στη περιοχή εργαλείων που εξασφάλιζαν στις οικογένειες τους τα απαραίτητα για να ζήσουν. Αυτές τις νέες τεχνικές ψαρέματος τις διέδωσαν και στους ντόπιους βάζοντας έτσι τα γερά θεμέλια της ανάπτυξης της επαγγελματικής αλιείας στην ευρύτερη περιοχή. Κάποιοι επίσης από τους πρώτους εκείνους επαγγελματίες αλιείς, κατόρθωσαν εξαιτίας των ικανοτήτων τους να εξελιχθούν και να γίνουν φημισμένοι καπετάνιοι, παρέχοντας δουλειά στα καΐκια τους τόσο στους υπόλοιπους πρόσφυγες αλλά και σε ντόπιους. Ακόμα ανέλαβαν, στο πλαίσιο ενός δικτύου αλληλεγγύης που άπλωσαν ολόγυρα, την οικονομική προστασία ολόκληρου του οικισμού.
Με δεδομένο μάλιστα ότι την περίοδο εκείνη η πατρίδα μας αναζητούσε νέες μορφές βιοπορισμού που θα ενίσχυαν την οικονομία και θα συντελούσαν ουσιαστικά στην ενσωμάτωση και στην επιβίωση του προσφυγικού πληθυσμού η συνεισφορά τους εκείνα τα δύσκολα χρόνια θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντική. Ας μην ξεχνάμε στο σημείο αυτό ότι εκείνη την περίοδο το Ελληνικό κράτος εξαντλημένο οικονομικά και ηθικά μετά από πολυετείς πολέμους, έπρεπε να περιθάλψει και να ενσωματώσει με την ελλιπή οργάνωση του και την ψυχολογία της ήττας, ως βαριά σκιά να το συνοδεύει, ενάμιση εκατομμύριο Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Μέσα σε μια δεκαετία από την άφιξη τους, λοιπόν, στηριγμένοι σε αυτό που γνώριζαν καλά, την αλιεία μετέτρεψαν την έρημη έως τότε περιοχή της Κάτω Σούδας σε ένα ζωντανό ψαροχώρι, όπου όλες οι δραστηριότητες κινούνταν γύρω από τη θάλασσα.
Μικροί, μεγάλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά πλέκανε δίκτυα έξω από τα σπίτια τους και καθώς τα σπίτια ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο γινόταν όλοι μια μεγάλη παρέα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Παρά τις καθημερινές δυσκολίες έβλεπαν τη ζωή με αισιοδοξία, ομορφαίνοντας τη σκληρή καθημερινότητα τους με αμανέδες και μικρασιάτικους σκοπούς, ενώ πολύ εύκολα χωρίς ουσιαστική αιτία και αφορμή, λικνιζόταν στους ήχους του ζεϊμπέκικου, όπου υπήρχε χωράφι αλλά και στις λιτές ταβέρνες και τα υποτυπώδη καφενεία της εποχής.
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αυτή η αισιοδοξία, σε συνδυασμό με την ψυχική ανθεκτικότητα που απέκτησαν εξαιτίας των καθημερινών δυσκολιών, τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν λόγω της γενικότερης φθίνουσας πορείας της αλιείας στην χώρα μας αλλά και εξαιτίας της μείωσης του αλιευτικού πλούτου στη Μεσόγειο θάλασσα.
Εξαίρεση αποτέλεσε η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του 50 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 κατά την οποία η Σούδα με την αλίευση της παλαμίδας έγινε κέντρο αλιευτικών δραστηριοτήτων φιλοξενώντας καΐκια από όλες της περιοχές της Ελλάδας.
Παρόλα αυτά η φθίνουσα πορεία συνεχίσθηκε και εξανάγκασε πολλούς, εξαιτίας της αστάθειας και των δυσκολιών του επαγγέλματος, να το εγκαταλείψουν αξιοποιώντας τις δυνατότητες που τους παρείχαν για εργασία νέες δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή με τη λειτουργία του Ναυστάθμου Κρήτης και την ανάπτυξη των Κυλινδρόμυλων. Επίσης από το 1991 και εξής αρκετοί αξιοποίησαν το κοινοτικό πρόγραμμα που επιδοτούσε την απόσυρση των αλιευτικών σκαφών καταθέτοντας την επαγγελματική τους άδεια και εγκαταλείποντας οριστικά την αλιεία. Δυστυχώς η εγκατάλειψη του επαγγέλματος συνοδευόταν, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία, με την καταστροφή των καϊκιών δίνοντας ένα ισχυρό χτύπημα στην καρδιά τους αλλά και στη λαϊκή ναυπηγική τέχνη της χώρας μας με την εξαφάνιση αληθινών αριστουργημάτων που κατασκευάσθηκαν από σπουδαίους καραβομαραγκούς.
Ο ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ
Εκατό χρόνια μετά από την έλευση των προσφύγων, ο οικισμός παραμένει στην ίδια θέση και έκταση, διασώζοντας αναλλοίωτα πολλά από τα αρχικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ο πληθυσμός έχει εμφανώς συρρικνωθεί, αφού πολλοί Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν, αλλού σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η αλιεία ολοένα και φθίνει, με επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής. Συνακόλουθα φθίνει και ξεθωριάζει μαζί με τις μνήμες των ανθρώπων και η Μικρασιατική παράδοση.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το έτος 2022 έχει ορισθεί, ως έτος μνήμης προσφυγικού Ελληνισμού. ο αναστοχασμός της ιστορικής, οικονομικής και κοινωνικής πορείας του προσφυγικού αυτού συνοικισμού, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, μπορεί αναμφισβήτητα να επιφέρει σημαντικά οφέλη σε μια προσπάθεια καταγραφής της Ιστορικής μνήμης και της αλιευτικής παράδοσης της περιοχής. Κυρίως όμως, το χρέος βαραίνει την Πολιτεία και την Αυτοδιοίκηση, ως προς την εξεύρεση τρόπων και αναπτυξιακών εργαλείων που θα δώσουν την αναγκαία πνοή και προοπτική στην περιοχή με βάση τα φυσικά της χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα.
Αυτός θα είναι και ο ελάχιστος φόρος τιμής προς τους ανθρώπους εκείνους, που κράτησαν τον τόπο αυτό όρθιο, αν και ξεριζωμένοι, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες σε δίσεκτους καιρούς.