Πέντε και πλέον χρόνια βιώνομε μια κατάσταση που μόνο σαν χρόνια νόσο μπορεί να την παρομοιάσει κανείς και χωρις απ’ ό,τι φαίνεται ελπίδα.
Ολοι πια συμφωνούμε ότι με οδηγό τη δημαγωγία ανάξιων πολιτικών ενός παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος και με τη δική μας συμμετοχή αφεθήκαμε σ’ ένα τρόπο ζωής όλως διόλου ξένο με όσα είχαν ζήσει μέχρι πριν λίγες δεκαετίες οι προηγούμενες γενιές. Τον Δεκέμβριο σε ετήσιο μνημόσυνο για τον αοίδιμο Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο στην ΟΑΚ αναφέρθηκε το όραμά του μέσα στην οικονομική συγκυρία των χρόνων μετά τον πόλεμο 1950-1980 και το έργο που επετέλεσε με τη συστράτευση της κοινωνίας για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Με την ευκαιρία και εξομολογούμενος θυμάμαι πόσο με συγκατάβαση ακούαμε, όσα -ο αοίδιμος Ειρηναίος- με στεντόρεια τη φωνή διακήρυττε μετά το ’80, τονίζοντας τα επερχόμενα δεινά από την απαξίωση της παιδείας και την επίπλαστη ευημερία που οι παροχές χωρίς “αρχές” θα έφερναν κάποτε στον τόπο.
«Τι μοιράζετε χρήματα; -έλεγε στους πολιτικούς- και τι μετράτε το “κατα κεφαλήν” εισόδημα ενώ αδειάζετε την καρδιά και καταστρέφετε την ψυχή; Αν θέλετε να δώσετε χρήματα ενισχύσετε την ύπαιθρο που ερημώνει. Ας επιδοτήσομε νέους κατοίκους που θα παραμένουν στα χωριά τους κάτι ανάλογο με τους βυζαντινούς Ακρίτες. Ποια είναι σήμερα η κατάσταση στην ύπαιθρο; Ο,τι ζωτικό εποικίζεται από ξένους». «Θυμούμαι με τη δεκαετία του ’90 -εδώ και είκοσι χρόνια- έλεγε- πριν λίγα χρόνια -δεκαετία του ’80- οι περισσότεροι Ελληνες σχημάτισαν την εντύπωση ότι είναι θέμα χρόνου να τα οικονομήσει κανείς με καμιά “αρπακτή”, πανωγραψίματα, δάνεια, επιδοτήσεις δανείων, οι διορισμοί τα ρουσφέτια. Ετσι, υπογράμμιζε χάσαμε σαν λαός την ως τότε όποια παραδοσιακή εντιμότητα».
Υστερα -συνέχιζε- που οι πλατείες γέμισαν από τους εμπερίστατους οικονομικούς μετανάστες κυρίως και μετά την πτώση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, εμείς οι επίπλαστα με δανεικά ευημερούντες δείξαμε αυτούς στα παιδιά μας και είπαμε «αυτοί είναι οι εργάτες!» τότε χάσαμε και την παραδοσιακή αρετή μας την εργατικότητα.
Προέβλεπε ο «άγιος» Ειρηναίος: λαός χωρίς παιδεία, εντιμότητα, και εργατικότητα δεν έχει μέλλον.
Στο μνημόσυνο, ο εκ των λίγων σοβαρών πολιτικών ο Αλέκος Παπαδόπουλος μίλησε για την ανάγκη «επαναθεσμοποίησης» της χώρας. Τους θεσμούς που είχαμε τους απαξιώσαμε και τώρα χωρίς κοινωικό ιστό χωρίς συνοχή, χωρίς όραμα εφαρμόζομε μνημόνια.
Ποιά χώρα έχει το χάλι της δικής μας παιδείας και την παραγωγή πτυχίων χωρίς αντίκρισμα;
Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι των χωριών και των πόλεων με την ενεργητικότητα και την παραγωγή όλων εκείνων των αγαθών που σήμερα αδυνατούμε οικονομικά να τα έχομε στην συντριπτική τους ποσότητα εισαγόμενα; Ποια η σχέση των περισσοτέρων σημερινών με την αξία της χειρωνακτικής εργασίας; Χειρώνακτες = οι βασιλιάδες από τα χέρια τους. Ηταν φτωχοί εκείνοι οι άνθρωποι, αλλά σε πείσμα της σκληρής συνθήκης που τους βασάνιζε έβαζαν με τον τρόπο τους ένα στοίχημα υπέρβασης. Προσπαθούσαν να αποδείξουν στον ίδιο τους τον εαυτό πρώτα απ’ όλα ότι οι δυνατότητες τους ξεπερνούσαν την πραγματικότητα. Υπήρχε πάντα το όραμα και καθώς έθεταν στόχους δούλευαν ευσυνείδητα. Θυμούμεθα οι μεγαλύτεροι του γεωργούς και τους βοσκούς με πόση χαρά και πολλές φορές με το τραγούδι απάλυναν τον μόχθο τους. Αλλες φορές τεχνίτες και οικοδόμοι σφύριζαν ένα σκοπό την ώρα που κάρφωναν ξύλα ή συναρμολογούσαν εξαρτήματα, σοβάντιζαν ή κουβαλούσαν τενεκέδες με υλικά. Τώρα μας έπνιξε ο ΕΝΦΙΑ.
Η σημερινή κατήφεια είναι ένα από τα συμπτώματα της προϊούσης αδυναμίας του Έλληνα να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τις αναποδιές. Υπήρχε άλλοτε εκείνη η πίστη ότι η ανθρώπινη ύπαρξη εμπεριέχει μια δύναμη που πάει πολύ πιο πέρα τα πράγματα εκεί που η προσωπική ικανοποίηση της δημιουργίας είναι μεγαλύτερη από τον όποιο μισθό. Έγινε σύγχυση ανάμεσα στην χαρά της ικανοποίησης και τη χρηματική αμοιβή. Χάσαμε την ικανότητα να χαιρόμαστε με το γεγονός ότι υπηρετούμε τον κόσμο και ότι η ζωή είναι ένα θαύμα.
Η κρίση είναι η αδυναμία να σκεφτούμε διαφορετικά. Να αξιολογήσομε και να αξιοποιήσομε αλλιώς τα πράγματα. Κρίση είναι η παθητική αποδοχή των καταστάσεων όπως διαμορφώθηκε από την ανίκανη πολιτική των δημαγωγών της χώρας που με ελάχιστες εξαιρέσεις συνέβαινε πάντα.
Όμως και χωρίς πολιτικό όραμα και χωρίς την Ευρώπη και την κατάρα της παγκοσμιοποίησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα έθνη δεν χάνονται και εμείς είμαστε πολίτες ενός έθνους του ελληνικού που αγωνίστηκε αιώνες εναντίον του χάρου, είμεθα η πηγή της ζωής και δεν θα αφεθούμε σήμερα σε μια θανάσιμη βούληση, περιμένοντας σιωπηλά να μας θάψουν, δεν πρόκειται να υποκύψομε στη μοίρα που φαίνεται να ορίζουν άλλοι. Τη μοίρα μας πρέπει να την επανακαθορίσομε εμείς.
Η ιστορία μας είναι όχι να κλεισθούμε στην ιδιοποίηση δεν υπάρχει ατομική ευτυχία, δεν υπάρχει ευτυχισμένος πολίτης σε χώρα που δυστυχεί.
Η εκκλησία -η κοινότητα- είναι ο χώρος συνύπαρξης στον αρχαίο Δήμο, είναι συμπροσευχής και κοινής προσπάθειας σήμερα αλλά και συνοχής και αλληλοϋποστήριξης.