Ένα εφορτωθήκαμε, χρονάκι εις την πλάτη,
από τον βιομήχανο, ως το φτωχό εργάτη.
Ένα προσθέσαμ’ όλοι μας, εις την καμπούρα χρόνο,
ακολουθώντας πάντοτε, της φύσεως το νόμο.
Κι είμαστε τυχεροί πολύ, που φθάσαμε στη νέα
χρονιά, αφού εδώσαμε, μάχη σκληρή, γενναία.
Την κρίση να περάσουμε, μόν’ εύκολο δεν είναι,
γιατί τα χρόνια τούτανε, μάς τρέλαναν στο δίνε.
Μ’ αφού τα καταφέραμε, με τούτες τις συνθήκες,
για περισσότερες χρονιές, εβάλαμ’ υποθήκες.
Γιατ’ οσονούπω άκουσα, πως βγαίνουμε’ απ’ την κρίση
και το νερό στην αυλακιά, σύντομα θα γυρίσει.
Τα δεδομέν’ αλλάζουνε, το ‘δα στον Καζαμία,
να κάνει λάθος θεωρώ, περίπτωση καμία.
Γι’ αυτό λοιπόν υπομονή, καθένας με τη γρα ντου,
εφάγαμε το γάιδαρο κι απόμειν’ η ουρά ντου.
Σύντομα θα γυρίσουνε, τα δώρα μας οπίσω,
εκείνα που μας κόψανε, τι βγαίνει κι αν τους βρίσω.
Κι οι νέοι μας που φύγανε, θα ξαναρθούνε πάλι,
στη χώρα μας να εργαστούν, μισθός… ένα τσουβάλι.
Οι αγορές ανοίγουνε, χρήμα ζεστό θα πέσει,
γιατ’ η πατρίδα μας αλλιώς, κανόνι θα βαρέσει.
Στα όριά μας φθάσαμε και δεν πηγαίνει άλλο,
φαντάζ’ αυτό που έρχεται, με τραλαλά μεγάλο.
Ακόμα και οι δανειστές, δεν συμφωνούν με όλα,
που μας ζητούσ’ ο Σόιμπλε, τα θεωρούσαν… φόλα.
Τούμπα πως θα μας φέρουνε, θα σβήσουν την Ελλάδα,
που μέγα λάθος έκανε, σαν πήρ’ Ολυμπιάδα.
Τη χώρα μας την έβαλε, μέσα μέχρι τα μπούνια
και ευκαιρία βρήκανε, τότε τα μαϊμούνια.
Φάγαν το καταπέτασμα και βούλιαξαν το κράτος,
μα σταματώ για σήμερα, στραθιά ‘χω για το Βλάτος.
Του χρόνου να ‘μαστε καλά και να τα ξαναπούμε,
όμως πολύ καλύτερα, στ’ αυτιά μας να χτυπούνε.