» Πιέρ Καυκ και Αντρέ
Ζύλμπερμπεργκ, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2017
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και επίκαιρο βιβλίο με τίτλο « Από την εργασία στην ανεργία και πάλι πίσω» εξεδόθη πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Οι συγγραφείς του, Πιέρ Καυκ και Αντρέ Ζύλμπερμπεργκ, είναι καθηγητές στην Ecole Polytechnique και στο Pantheon-Sorbonne της Γαλλίας. Η επικαιρότητα του βιβλίου αυτού για τη χώρα μας είναι προφανής καθώς τα επίπεδα ανεργίας υπερβαίνουν το 20 % δημιουργώντας επώδυνα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Τα θέματα που διερευνούν οι συγγραφείς στο πόνημα τους αυτό έχουν πολλαπλή χροιά, πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Βασιζόμενοι στα πορίσματα πρόσφατων αναλυτικών μελετών που έχουν γίνει στη Γαλλία, στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες προσπαθούν να δώσουν τεκμηριωμένες και επιστημονικές απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν σήμερα πολιτικούς, επιχειρηματίες, συνδικαλιστές και εργαζόμενους σε όλες τις χώρες , όπως
-Είναι η ανεργία απαραίτητη στα σύγχρονα κράτη ;
-Πόσες θέσεις εργασίας καταστρέφονται και δημιουργούνται κάθε χρόνο ;
-Η παγκοσμιοποίηση αυξάνει την ανεργία ;
-Πώς επηρεάζει η μείωση του χρόνου εργασίας την απασχόληση ;
-Ωφελεί η εκπαίδευση των ανέργων την επανένταξη τους στην αγορά εργασίας ;
-Ποια είναι η ιδιωτική και ποιά η κοινωνική αξία της εργασίας;
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βιβλίου αυτού προέρχεται από το γεγονός ότι τα πορίσματα στα οποία καταλήγει και τα συμπεράσματα που εξάγει βασίζονται σε σχετικά πρόσφατες εμπειρικές μελέτες , που έχουν γίνει στη Γαλλία και σε άλλα βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη, οι οποίες σε αντίθεση με κάποια χρόνια πριν έχουν παράξει ποσοτικά συμπεράσματα σχετικά με τη δημιουργία και καταστροφή των θέσεων εργασίας ( όπως π.χ. στην Ελλάδα γίνεται σήμερα μηνιαία ηλεκτρονική καταγραφή των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται και καταστρέφονται). Οι συγγραφείς θεωρούν ότι στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες οι συνεχείς καινοτομίες βελτιώνουν τη παραγωγικότητα μέσω της διαδικασίας της δημιουργικής καταστροφής των επιχειρήσεων και των εφαρμοζόμενων διεργασιών. Αποδέχονται τη θεώρηση του διακεκριμένου Αυστριακού οικονομολόγου Γιοζ. Σουμπέτερ ο οποίος υποστήριξε ότι η «δημιουργική καταστροφή» αποτελεί τη πεμπτουσία του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και της δημιουργίας αξίας. Έτσι στη προσπάθεια ενσωμάτωσης νέων καινοτομιών, παραγωγής νέων προϊόντων και της βελτίωσης της παραγωγικότητας είναι φυσικό να καταργούνται κάποιες θέσεις εργασίας και βεβαίως να δημιουργούνται νέες. Η έννοια της κατάργησης της θέσης εργασίας γίνεται αντιληπτή είτε σαν απόλυση εργαζομένου ή σαν εθελούσια μετακίνηση του σε άλλη εργασία με ελκυστικότερους όρους. Συνεπώς η δημιουργία ανεργίας και η αναζήτηση εργασίας είναι συνυφασμένες με τη δημιουργική καταστροφή και την ανάπτυξη. Με αναφορά στη Γαλλία, αλλά και με ενδείξεις ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, οι συγγραφείς υπολόγισαν ότι κάθε χρόνο καταργείται περίπου το 15 % των υπαρχόντων θέσεων εργασίας και επαναδημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν περίπου στο 15 % των συνολικών ( εφόσον βέβαια το ποσοστό ανεργίας παραμένει σταθερό). Για τη περίπτωση της Γαλλίας οι συγγραφείς υπολόγιζαν ότι κάθε εργάσιμη ημέρα καταστρέφονται και δημιουργούνται περίπου 10.000 θέσεις εργασίας και από αυτή την αέναη διαδικασία καταστροφής και δημιουργίας πηγάζει η ανάπτυξη.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη καταστροφή των θέσεων εργασίας στα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη, η κυρίαρχη αντίληψη θέλει τη παγκοσμιοποίηση να αυξάνει την ανεργία, καθώς οι θέσεις εργασίας που απαιτούν ανειδίκευτο προσωπικό «μετακινούνται» στις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες διαθέτουν άφθονο και φθηνό. Οι συγγραφείς διαφωνούν με τη κυρίαρχη αυτή αντίληψη και αξιολογώντας τα πορίσματα πολυετούς μελέτης στη Γαλλία, σε βάθος 20 ετών, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί σε καταστροφή περισσότερων θέσεων εργασίας από όσες δημιουργούνται.
Κατά καιρούς έχουν προωθηθεί πολιτικές μείωσης του χρόνου εργασίας όπως η μετάβαση από τις 40 στις 35 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως. Στόχοι του μέτρου αυτού, που εφαρμόσθηκε πριν κάποια χρόνια στη Γαλλία, ήταν αφενός η αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων και αφετέρου η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αξιολογώντας τα δεδομένα από τη Γαλλία οι συγγραφείς θεωρούν ότι η ιδέα πως με τη μείωση της εβδομαδιαίας διάρκειας της εργασίας θα δημιουργηθούν συστηματικά νέες θέσεις εργασίας όπως ακριβώς και η υποψία ότι οι μετανάστες παίρνουν την εργασία των ντόπιων δεν τεκμηριώνεται από τις εμπειρικές μελέτες και θα πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι οι κρατικές δαπάνες για την επαγγελματική κατάρτιση των ανέργων, πολιτική που εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα σήμερα, βελτιώνουν τις προοπτικές απασχόλησης και εισοδήματος μόνο σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Σε καμία όμως περίπτωση δεν αποτελούν θαυματουργό φάρμακο όπως υποστηρίζουν. Αξιολογώντας δεδομένα από τη Γαλλία αλλά και άλλες χώρες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επαγγελματική κατάρτιση πολύ συχνά ωφελεί αυτούς που ήδη βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση χωρίς όμως να έχει κανένα αντίκτυπο στα άτομα που μειονεκτούν.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά των συγγραφέων στην ιδιωτική και κοινωνική αξία της εργασίας. Η καταστροφή μίας θέσης εργασίας αποτελεί, αναφέρουν οι συγγραφείς, απώλεια για το άτομο που κάλυπτε τη συγκεκριμένη θέση. Η αξία των παραγόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών από τον εργαζόμενο συνιστά την ιδιωτική αξία της εργασίας του. Η απόλυση του όμως επιφέρει επιβαρύνσεις για το κοινωνικό σύνολο ( για τις οποίες βεβαίως δεν νοιάζεται ο εργοδότης του). Οι επιβαρύνσεις αυτές σχετίζονται, α) Με το γεγονός ότι ο απολυθείς δεν θα συμβάλει στα φορολογικά έσοδα ούτε θα πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές, β) Με το γεγονός ότι το κοινωνικό σύνολο θα συνεισφέρει στη πληρωμή του επιδόματος ανεργίας του, γ) Με τη δυσμενή επίπτωση που θα έχει η απόλυση στην υγεία του και πιθανώς στις σχέσεις με την οικογένεια του που συνεπάγεται επιπλέον έξοδα του κοινωνικού συνόλου για την αντιμετώπιση τους. Οι διάφορες επιβαρύνσεις όπως αυτές που προαναφέρθηκαν και πιθανώς άλλες, θεωρούνται σαν εξωτερικότητες στη θέση εργασίας και ορισμένες φορές σε ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη η αξία των εξωτερικοτήτων αυτών είναι μεγαλύτερη της ιδιωτικής αξίας της εργασίας. Η αξία όλων των εξωτερικοτήτων αθροιζόμενη με την ιδιωτική αξία της εργασίας δίδει τη κοινωνική της αξία. Οι συγγραφείς θεωρούν ότι μία πολιτική προστασίας της εργασίας θα πρέπει να στοχεύει στη σύγκλιση της ιδιωτικής με τη κοινωνική αξία της εργασίας. Το εξαιρετικά επίκαιρο αυτό βιβλίο ανατρέπει καθιερωμένα στερεότυπα που σχετίζονται με τη δημιουργία της ανεργίας σε βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη και τους τρόπους αντιμετώπισης της. Για το σκοπό αυτό προτείνει έξυπνες πολιτικές που βασίζονται όχι σε θεωρητικά μοντέλα αλλά σε πολυετείς εμπειρικές μελέτες. Αυτές έχουν αξιολογήσει σε διάφορες χώρες διαφορετικές πολιτικές αναδεικνύοντας από αυτές τις καλύτερες πρακτικές όσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης της. Είναι προφανές ότι για τη χώρα μας, όπου η δυσβάστακτη ανεργία σήμερα αποτελεί μείζον πρόβλημα, το βιβλίο αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο ΤΕΙ Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΜΑΪΧ.