Ετσι είδε και ύμνησε ο Ρεθεμνιώτης ποιητής Γιώργης Καλομενόπουλος τη γη των πατέρων του, την Κρήτη μας, που βωμός ακατάλυτος υψώνεται καταμεσής της Μεσογείου από την αρχή των αιώνων ως σήμερα.
«…Ολόρθη μες στο πέλαγος πετιέσαι Κρήτη
εσύ κι ας σε χτυπούν τα κύματα κι ας δέρνει σε ο Βοριάς
χώρα ιερή της λευτεριάς και της παλληκαριάς
αθάνατο νησί…».
Ο κατακάθαρος ουρανός της που ξαστερώνει την ίδια στιγμή που περνά η καταιγίδα, δίνει τη γλύκα του στη μορφή της Κρήτης και στον Κρητικό και του συνθέτει τον υπέροχο χαρακτήρα με την τόλμη, τη μεγαλοψυχία και τη συγγνώμη, ζυμωμένα στην ίδια ζύμη που πλάθεται κι η κρητική ψυχή του.
Η γαλάζια θάλασσα που τριγυρίζει το αθάνατο νησί, του δίνει την πνοή και τη δύναμη της ασίγαστης πάλης που γίνεται πότε ζωή και πλούτος και χαρά και πότε χαλασμός και χάρος.
Η γεννήτρα γη της Κρήτης μας, με τα μαύρα καρπερά της χώματα, σφιχταγκαλιασμένα με τις σκληρές της πέτρες από τον κάμπο ως τις απάτητες κορφές του Ψηλορείτη και της Μαδάρας, θρέφει με το πανάρχαιο γάλα της αίγας Αμάλθειας τα θεϊκά κορμιά των Κρητικών και τα γιγαντώνει σαν τα ψηλά βουνά της.
Τις χάρες αυτές τ’ ουρανού, της θάλασσας και της γης της, ζηλέψανε κατά καιρούς απ’ την ψυχή τους μέσα του κόσμου οι δυνατοί και θέλησαν να την πάρουν από τα χέρια των παιδιών της. Τις χάρες αυτές της Κρήτης μας ζήλεψε κι ο παράφρονας Γερμανός δικτάτορας και 74 χρόνια πριν από τώρα, τότε που η Ευρώπη ολόκληρη προσκυνούσε τον αγκυλωτό σταυρό του, τον μαγνητίζει η θέση της Κρήτης η περίβλεπτη.
Τον πικραίνει η εκδηλωμένη θέληση του έθνους να την έχει στερνό του προμαχώνα και προπύργιο στη μάχη των εθνών ενάντια στη βία και τον όλεθρο. Φοβάται ο μανιακός το μετερίζι τούτο της λευτεριάς και βούλεται να το σκλαβώσει.
Γαβγίζει λυσσασμένος δίνοντας τις προσταγές του. Οι λακέδες του τον κολακεύουν παρασταίνοντας σαν εύκολη τη νίκη γιατί ξέρουν πως η Κρήτη είναι ξαρμάτωτη και δίχως μαχητές Κρητικούς απάνω της. Η αλήθεια είναι πως οι ζωντανοί πολεμιστές της βρίσκονται έξω απ’ το νησί, πιστοί στης μεγάλης μάνας το κάλεσμα.
Κι ο καταραμένος ζεύει τον ουρανό με τις μηχανές του ολέθρου και του χαλασμού κ’ έρχεται κουρσάρος τρομερός για να κουρσέψει την Κρήτη.
Με φωτιά και σίδερο κι ατσάλι φοβερό αναμοχλεύει τη γη στο βορεινό τ’ ακροθαλάσσι για να σκοτώσει την ψυχή της Κρήτης και να την κάμει να μουτίσει.
Μα η ψυχή αυτή βγαίνει ως τα δόντια. Κι η Κρήτη τα σφίγγει με μανία και την κρατά έτσι ανάμεσα στην καρδιά και στα χείλη κι αυτή σαν βλέπει τη μάχη τη φοβερή χαλυβδώνεται και ριζώνει στ’ αθάνατο κορμί. Μέρες και νύχτες βαστά ο χαλασμός. Μέρες και νύχτες του Μάη, του μοσχοβολημένου μήνα του τόπου.
Οκτώ ολόκληρα μερόνυχτα κρατά το πανηγύρι του Χάρου και του χαλασμού.
Όμως ο αριθμός και τα σύγχρονα πολεμικά μέσα δε νικούνε την αδάμαστη ψυχή.
Η Κρήτη δίχως να νικηθεί στο πεδίο της μάχης πέφτει στα νύχια του θεριού και η μαρτυρική κατοχή αρχίζει.
Ο κόσμος θαυμάζει την Κρητική αντίσταση και τη χαρακτηρίζει σαν την παραδοξότερη μάχη της ιστορίας.
Κι οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν καλοπιστεύουνε το πέσιμο της Κρήτης, γι’ αυτό και δε σταματήσανε ποτέ τον πόλεμό τους με τους Κρητικούς. Κι ο τρομερός ο Χίτλερ, που του προσφέρουνε την Κρήτη για πεσκέσι οι στρατηγοί του, φωνάζει άγρια σαν σκυλί που ουρλιάζει απ’ τον πόνο: «Να φύγετε και για Κρήτη ποτέ μη μου μιλάτε. Αυτή δεν είναι νίκη. Το σώμα των αλεξιπτωτιστών να διαλυθεί γιατί στην Κρήτη ρεζιλεύτηκε». Πόση αλήθεια υπέρθεη τιμή ανήκει σ’ όλους που πήραν μέρος σ’ αυτή την υπέροχη ώρα του χαλασμού και της θυσίας.
Συνταιριασμένα και σφικταγκαλιασμένα τα ιδανικά που η κρητική ψυχή λάτρεψε και ζωντάνεψε στους αιώνες με τη θυσία των παιδιών της, βρήκαν την πιο ακριβή δικαίωσή τους τις μέρες αυτές του Μάη του ’41 εδώ στο νησί αυτό της λευτεριάς και της παλληκαριάς. Εγινε η Κρήτη με την ηρωική άμυνα των παιδιών της σύμβολο της ελπίδας, της πρώτης ελπίδας των ελεύθερων εθνών στον τιτάνιο αγώνα ενάντια στις δυνάμεις της βίας.
Κι η φλόγα της άμυνας το 1941 εδώ στην Κρήτη μας δεν έσβησε, ούτε δεν εχαμήλωσε ποτέ. Τον πυρσό αυτό με την άγια φλόγα που άναψε στις 20 του Μάη του 1941 εδώ στα βορινά παράλια της Κρήτης μας την πήραν στα χέρια τους τα ανίκητα παιδιά της και την έφεραν στα νοτικά ακρογιάλια, στις μαδάρες και στα διάσελά της, στα κορφοβούνια και στα φαράγγια της κι εκεί ανάψανε τρανές φωτιές που πύργωσαν ως τον ουρανό το άλλο, το καινούργιο έπος της κρητικής εθνικής αντίστασης που με την αγνότητά του, το μεγαλείο και τις θυσίες του ελάμπρυνε την ιστορία των νεότερων χρόνων του έθνους.
*συνταξιούχος δάσκαλος