Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Από την πλευρά του καθηγητή

Για να κατανοήσουμε τη θέση και το ρόλο που αναλαμβάνει ένας καθηγητής στο ψυχοκοινωνικό πλαίσιο του σχολείου, έχει σημασία να θυμηθούμε την παρατήρηση του Freud (1937) για τα τρία αδύνατα επαγγέλματα, του δάσκαλου, του θεραπευτή και του πολιτικού.

Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο σκοπός της δραστηριότητας τους είναι ήδη πλήρως καθορισμένος στη σκέψη του κάθε δρώντος: α) Για τον παιδαγωγό να διαπαιδαγωγήσει, β) για τον θεραπευτή να θεραπεύσει και γ) για τον πολιτικό να κυβερνήσει. Επίσης ο δρών χρησιμοποιεί καθορισμένα μέσα και υποτίθεται ότι ασκεί πλήρη έλεγχο και των μέσων και της όλης διαδικασίας. Σε όλες αυτές τις δράσεις όμως ο στόχος σκοντάφτει κάθε φορά στο ίδιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ,την ατομική θέληση και ευτυχώς!
Είναι δηλαδή αδύνατο να αναγκάσει κανείς κάποιον να επιθυµήσει πραγματικά κάτι, είτε αυτό σημαίνει την διαπαιδαγώγησή του, είτε την ψυχοθεραπεία του είτε το να κυβερνηθεί χωρίς να το επιθυμεί ο ίδιος.
Στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, το αδύνατο φαίνεται να αναφέρεται κυρίως στην ασυνείδητη σχέση  που αναπτύσσεται μέσα στην ομάδα-τάξη, που από τα διαφορετικά περιεχόμενα που μπορεί να προσλάβει αυτή η σχέση, εξαρτάται η πορεία της εργασίας του εκπαιδευτικού.
Κεντρικής σημασίας, για την κατανόηση της εκπαιδευτικής σχέσης, όπως κάθε συμπληρωματικής σχέσης, είναι η έννοια της μεταβίβασης, (ο ιδιαίτερος δηλαδή ψυχολογικός τρόπος με τον οποίο αποκρίνεται ο μαθητής στην παρουσία και στα λεγόμενα του καθηγητή του)και της αντιμεταβίβασης, (ο ιδιαίτερος δηλαδή ψυχολογικός τρόπος με τον οποίο αποκρίνεται ο καθηγητής στην παρουσία και στα λεγόμενα του μαθητή του).
Βεβαίως, μιλώντας για μεταβίβαση, πρέπει να επισημάνουμε ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν πρέπει να συγχέεται με την ψυχολογική διαδικασία. Μπορεί κοινός παρονομαστής και των δύο να είναι ο ασυνείδητος μηχανισμός της επικοινωνίας, ωστόσο, εκπαιδευτική σχέση και ψυχαναλυτική σχέση διαφοροποιούνται ως προς το σκοπό, το περιεχόμενο και τη διαδικασία της μάθησης αλλά και ως προς τις θέσεις και τους ρόλους  που αναλαμβάνουν τα υποκείμενα της αλληλεπίδρασης. Ο ψυχολόγος/ψυχαναλυτής καταρρίπτει τις φαντασιώσεις, ενώ ο εκπαιδευτικός τις κατασκευάζει. Επειδή ο ψυχαναλυτής δουλεύει στο ασυνείδητο, δε χρειάζεται να επέμβει στην καθημερινή ζωή. Ο εκπαιδευτικός, αντίθετα, μαθαίνει στο παιδί να εντάσσεται στην καθημερινή και κυρίως στη συλλογική ζωή.
Από την πλευρά του, τώρα, ο εκπαιδευτικός επιχειρεί τη δική του αντιμεταβίβαση στην εκπαιδευτική λειτουργία. Η αντιμεταβίβαση του εκπαιδευτικού χρωματίζεται σε μεγάλο βαθμό, από τις δικές του εσωτερικευμένες εμπειρίες με τους σημαντικούς άλλους της ζωής του, δηλαδή, τα μέλη της οικογένειάς του και τους δικούς του δασκάλους. Βεβαίως, το ζήτημα που πρέπει να διερευνάται, όταν αναφερόμαστε στη αντιμεταβίβαση του εκπαιδευτικού, είναι το κατά πόσο οι αναπαραστάσεις για το επάγγελμά του, έχουν προκύψει ως προϊόν μιας ταύτισης με τις καλές ιδιότητες των δικών του γονιών και δασκάλων ή έχουν προκύψει ως προϊόν των δικών του ανεπίλυτων ψυχικών συγκρούσεων.
Το παιδικό παρελθόν κάθε εκπαιδευτικού φέρει τα μοναδικά ψυχικά αποτυπώματα των δικών του παιδικών ικανοποιήσεων, ματαιώσεων αλλά κυρίως το μοναδικό, για τον καθένα, τρόπο επίλυσης των παραπάνω συγκρούσεων. Συχνά, λοιπόν, ο καθηγητής ξαναζεί με το παιδί τις παιδικές του σχέσεις με την εξουσία και βρίσκεται φυλακισμένος σε μια κατάσταση όπου συνειδητοποιεί την αντιφατικότητα των αξιών και όπου είναι υποχρεωμένος να εκπροσωπήσει ορισμένες από αυτές (τις οποίες δεν ασπάζεται πάντοτε).
Αποτελεί λοιπόν σοβαρή συναισθηματική δυσκολία για τον εκπαιδευτικό να βρίσκει κάθε φορά «τη σωστή δόση» ταύτισης -προϊόν της δικής του θετικής επίλυσης του παιδικού του παρελθόντος- με το παιδί που εκπροσωπούν οι μαθητές του, και τη σωστή δόση ταύτισης με το πιο ενήλικο κομμάτι του επαγγελματικού του εαυτού, προκειμένου να επικοινωνήσει με τους μαθητές του και να είναι αποτελεσματικός μέσα στα πλαίσια της εργασίας του.
Στην πραγματικότητα εκείνο που συμβαίνει, είναι ότι πολύ συχνά ο εκπαιδευτικός βρίσκεται μπροστά σε δυο παιδιά: το παιδί που έχει μπροστά του και το απωθημένο μέσα του παιδί. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, φέρεται στο πρώτο όπως βίωσε το δεύτερο.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι μέσα σε όλο αυτό το μεταβιβαστικό περιβάλλον, διακινούνται ισχυρά φορτία αμφιθυμίας των μαθητών προς τον εκπαιδευτικό αλλά ισχυρά φορτία αμφιθυμίας από τον εκπαιδευτικό προς τους μαθητές του. Υπό αυτή την έννοια, μέσα στην ομάδα-τάξη, κάθε εκπαιδευτικός ενεργοποιεί, ασυνείδητα, συγκεκριμένους μηχανισμούς άμυνας.
Βεβαίως, ο εκπαιδευτικός, μέσα στην εκπαιδευτική σχέση, συχνά «αγνοεί» το μεταβιβαστικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης ή την εννοεί ως σχέση ναρκισσιστικής επιβεβαίωσής του, καθώς στον άλλον αντικατοπτρίζεται η ίδια η εικόνα του εαυτού μας. Προκειμένου να διαχειριστεί τις παραπάνω συγκρούσεις, ο εκπαιδευτικός, μπορεί να καταφύγει: α) στη συνειδητοποίηση, δηλαδή, στην αποφυγή να διεκδικήσει υψηλή υπόληψη και γόητρο για τον εαυτό του και τελικά να «απομυθοποιήσει» το επάγγελμά του β) σε άλλες υπο-ομάδες, οι οποίες είναι  επενδυμένες από τον ίδιο ή τους άλλους με κοινωνικές σημασίες, και που με τη συμμετοχή του σε αυτές διατηρεί την υπόληψη και τη θετική αυτοαντίληψη του γ) στην «ασκητική» αντίληψη για το επάγγελμά του, ως αντιστάθμισμα στην ολοκληρωτική του παραίτηση, μέσω της οποίας, εργάζεται χωρίς να περιμένει την αναγνώριση της επαγγελματικής του αξίας από τους άλλους.
Όλα τα παραπάνω θέματα πρόκειται να αναλυθούν από την πλευρά του καθηγητή, στο Κέντρο Πρόληψης Νομού Περιφερειακής Ενότητας Χανίων μέσα από το πρόγραμμα ομάδας καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Στην ομάδα θα αναπτύσσεται ο διάλογος και ο προβληματισμός που θα στοχεύει στην αναγνώριση του ρόλου και της θέσης που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί υιοθετούν στη διαδικασία της εκπαιδευτικής πράξης με τους μαθητές τους. Η ανάλυση της εκπαιδευτικής πράξης στοχεύει στην ενίσχυση και την ενδυνάμωση του ρόλου των εκπαιδευτικών αλλά και στην αναγνώριση του προσωπικού τους νοήματος που υφαίνεται στη εκπαιδευτική σχέση τους με τους μαθητές τους. Οι θεματικές ενότητες της ομάδας κατά την οποία δεν θα ακολουθείται συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα αφορούν καθημερινές καταστάσεις της ζωής των εκπαιδευτικών στο σχολείο. Τα θέματα που θα καθορίζονται κάθε φορά από τους προβληματισμούς των μελών της ομάδας και τα οποία θα προσεγγίζονται με βάση τις εμπειρίες τους μπορεί να έχουν σχέση τόσο με την συμπεριφορά του μαθητή όσο και τον ίδιο τον εαυτό του καθηγητή. Η ομάδα θα έχει διάρκεια 10 συναντήσεων με ημερομηνία έναρξης το Σάββατο 4-3-2017 και θα πραγματοποιείται κάθε Σάββατο και ώρα 11:00 έως 12:30 στον χώρο του Κέντρου Πρόληψης στην οδό Μιχελιδάκη 17. Συντονίστρια της Ομάδας είναι: η κα Κουράκη Ελένη, Ψυχολόγος.
Η συμμετοχή στην ομάδα δεν απαιτεί καμία οικονομική επιβάρυνση. Δηλώσεις συμμετοχής και πληροφορίες θα δίνονται στη γραμματεία του Κέντρου Πρόληψης στα τηλέφωνα 28210 28166 και 28210 51214 .

* Η Ελένη Κουράκη είναι ψυχολόγος στο Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Περιφερειακής Ενότητας Χανίων.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα