«Τέλος φθάσαμε την παραμονή των Χριστουγέννων και μετά λύπης μας επληροφορήθημεν ότι θα κάνωμεν Χριστούγεννα εις το πλοίον, διότι θα διελύοντο άπαντα τα εμπεδα. Ανεβλήθη όμως η αποχώρησις και έτσι περάσαμε καλά τα Χριστούγεννά μας. Την 26ην Δεκεμβρίου το απόγευμα μας επεσκέφθη ο στρατηγός και εις διαμαρτυρίαν ενός εθελοντού δεκανέως, όστις παρηπονέθη ότι κατετάγη διά να πολεμήσει και όχι να κάθεται αδρανής εις τα Χανιά, του απάντησε: «Μπράβο, παιδιά, είμαι πεπεισμένος ότι όλοι ανυπομονείτε, αλλά έννοια σας και έφθασε η ώρα! Το βραδάκι μας παρεδόθη οπλισμός και επληροφορήθημεν ότι θα φεύγαμε απόψε. Ετρεξα, λοιπόν, εις το σπίτι και βρήκα την μητέρα μου και τον αδελφόν μου για να τους χαιρετήσω, τους δε φίλους γενικώς τους είχα χαιρετήσει από την παραμονή των Χριστουγέννων».
«Η παρέα μας επροσκολλήθηκε εις 6ο λόχο 34ου Συντάγματος, εδρεύοντος εις Νόκοβον. Εδώ εύραμεν τον στρατιώτη Ερινάκην Παύλον, ράφτην εκ Χανίων, και λάβαμεν τας πρώτας πληροφορίας. Την πρώτη νύκτα όμως, όπου φθάσαμε εις το χωρίον τούτο υπό μεγάλην κόπωσιν και βουτηγμένοι εις την λάσπην και τα νερά, ζητούμε στέγη, ματαίως όμως. Οι Αλβανοί λένε ότι όλα τα διαθέσιμα σπιτάκια τους είναι επιταγμένα υπό των παλαιών στρατιωτών. Εντέλει μας παρέλαβε κάποιος ανθ/γός και μας πήγε σε κάποιο σπίτι, αλλά η νοικοκυρά ήρχισε τα κλάματα, και εμείς την καθησυχάζαμε. Ομως, τη βοήθειά του ανθ/γού, μας πήγε σε κάποιο αχυρώνα με χίλιες παραγγελίες μην πετάξουμε κανένα τσιγάρο και πιάσει φωτιά».
«Υπό βροχήν ραγδαίαν προχωρούμε περνώντας διαδοχικάς τοποθεσίας, εις τας οποίας είχαν μείνει τα απομνημονεύματα σκληρών μαχών. Συρματοπλέγματα εις μέρη, τα οποία μας εφαίνετο ότι εν καιρώ ειρήνης δεν επατούντο από ανθρώπινο ποδάρι, υψώματα κατακόρυφα πέτρινα και χαράδρες με τας κλιτείς λίαν αποτόμους. Συναντούμε και δύο τραυματιοφορείς με ένα φορείο επ’ ώμου και έφερον έναν τραυματία διά το ορεινόν χειρουργείον. Την στιγμή, όμως αυτή ξεψύχησε και, τον έθαψαν επιτόπου. Προχωρούμε, περνάμε δάσος πυκνό με μεγάλα δένδρα, όμοια με τις οξιές της Μακεδονίας, βλέπωμεν αμπριά του εχθρού κατεστραμμένα και νεκρούς εδώ κι εκεί ξαπλωμένους. Εισερχόμεθα εις ζώνην η οποία εβάλετο υπό του εχθρού νυχθημερόν παρενοχλητικώς».
«Ο δεκανέας Καλφάκης δεν εννοεί να σταματήσει και προχωρών τραυματίζεται εις το χέρι. Φωνάζει “ωχ Παναγία μου”! Πλησιάζω να τον βοηθήσω, αλλ’ ο λοχαγός με κυνηγάει με πέτρες. Το ξέρω ότι απαγορεύεται και δεν επιμένω. Πάει αυτός πίσω. Προχωρεί ο Χαλβατζής Γεώργιος ατρόμητος. τον βρίσκει μια σφαίρα εις το στήθος και είπεν ωχ”. Αυτή ήτο η τελευταία σου λέξις, αείμνηστε Γιώργο, δεν είχες μάνα να την φωνάξεις. Δεν πρόφτασες ούτε ένα θείο όνομα να επικαλεσθείς, που τόσον ηγάπας. Επεσες παραδειγματικώς. Ετσι τέλειωσαν τα βάσανά σου, γιατί μόνον βάσανα σου προσέφερεν η κοινωνία. Ορφάνια ο Μικρασιατικός πόλεμος. Θάνατον ο Αλβανικός. Αιωνία σου η μνήμη, Γιώργο μου, και η αλβανική γη που σε σκεπάζει να γίνει ελαφριά».
«Ο διμοιρίτης ανθ/γός Χαντζάρας, υψηλός, λεβεντόπαιδο, περίπου 25 χρονών τολμηρός και φιλοπόλεμος. Κατήγετο εκ Καρδίτσας. Ετραυματίσθη εις το χέρι ενώ επροχώρει με το πιστόλι προτεταμένον και άφησε τα καθήκοντα του εις εμένα που ήμουν μέχρι τώρα βοηθός του. Ερχεται διαταγή εκ του τάγματος να συνεχισθεί η απηνής καταδίωξη του εχρθού μέχρι τελικής εκμηδενίσεώς του. Βαλλόμεθα, όμως, συνεχώς υπό πυκνότατων πλευρικών πυρών και αποδεκατιζόμεθα. Ενας εθελοντής από τα Περιβόλια Χανίων, και ένας λοχίας από το Ηράκλειο αυτός που μάλωσε κάποτε με τους “σωματοφύλακες”, φωνάζουν ιστάμενοι όρθιοι: “Μη φοβάσθε, ρε. Δεν είστε ’σείς απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων;” και άλλα λόγια δικά τους ενθαρρυντικά. Ο λοχίας τραυματίζεται στο χέρι. Ο δεκανέας από έναν άλλο όλμο που έσκασε μπροστά του έγινε ρόγδι από βληματάκια».
Οπισθοχώρησις, βουνά, λαγκάδια, βούρκα, λάσπες, βροχή, πείνα, ψείρα κ.λπ. Περνάμε τα σύνορα φθάνομε εις το Καλπάκι, καθίζομε εις το Κεράσοβον. Περνάμε το Πάσχα εις ένα γεφυράκι για να γλυτώσουμε από τα στούκας. Περνάνε οι γερμανικές φάλαγγες, ενώ μέχρι προ δύο ωρών εβομβαρδιζόμεθα. Εις την Κακαβιά μαίνεται ακόμη λυσσώδης αγών. Τελικά φθάνουν εκεί οι Γερμανοί…
Σημείωση: Αποσπάσματα Από το συγκλονιστικής αφήγησης προσωπικό ημερολόγιο που τηρούσε ο Χανιώτης Σπύρος Ντουντουλάκης (1915-1995) και που μόλις κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τον γιο του, τον γνωστό δάσκαλο και καλό μου φίλο Κώστα Ντουντουλάκη με τίτλο: “Ημερολόγιο ενός πολεμιστή του Οχι” και υπότιτλο “Από τους πρώτους βομβαρδισμούς των Χανίων ως τ’ αλβανικά βουνά και την περιπετειώδη επιστροφή στην Κρήτη” (εκδόσεις “Έρεισμα”). Περίσσευε η συγκίνηση χθες, ανήμερα της εθνικής μας επετείου στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα της Τράπεζας Χανίων, κατά την παρουσίασή του…