Στο τέλος της μέρας όταν καταλαγιάζαμε από τις δουλειές και τα μαθήματα με σκέπαζε με τη βαριά γκρι ζεστερή κουβέρτα κι έσκυβε πάνω μου.
Aντί για τα καθιερωμένα παραμύθια μάς τραγουδούσε αντάρτικα τραγούδια, ρώσικες μελωδίες με ελληνικούς στίχους, λόγια αγάπης ή και γερμανικά που είχε μάθει υποχρεωτικά στο σχολείο στην κατοχή. Η Άγια νύχτα με αποκοίμιζε. Με νανούριζε με του λαιμού της τη φλογέρα, ενώ άλλες φορές διηγιόταν σκληρές ιστορίες για παιδιά. Τα φοβερά της βιώματα, τους Γερμανούς που είχαν επιτάξει το σπίτι τους, τους αλεξιπτωτιστές που έπεσαν έξω απ΄ τα Χανιά με τα χρωματιστά αλεξίπτωτα, το Μάλεμε, τους Κρητικούς με τους τσιφτέδες που τους έριχναν νεκρούς στη γη… Και τότε τα μάτια της μεγάλωναν, η φωνή της δυνάμωνε και η παιδική μου φαντασία έντυνε τα λόγια της και έστηνε σκηνικό με ήχο πολεμικό.
Όταν μετά από χρόνια ο θείος Πολυχρονάκης τα αναπολούσε έλεγε: «Στους βομβαρδισμούς τρέχαμε, φεύγαμε απ΄ τα Τοπόλια να κρυφτούμε προς την Αγιά Σοφιά στη σπηλιά. Η Βικτωρία δεν έτρεχε, πετούσε! Τα λεπτά της πόδια δεν φαινόταν ανάμεσα στα χόρτα, τα χέρια ανοιχτά, τα μάτια τρομαγμένα … και το χειρότερο όλων ο βόμβος των βομβαρδιστικών με το τρομερό χιτλερικό σταυρό!»
Τότε επηρεάστηκε η λεπτή της ακοή, τότε άρχισε η ζημιά. Ένας πονοκέφαλος μια βοή εκδηλώθηκε στο ακουστικό νεύρο… Αργότερα στην εξορία με τις δυσκολίες, τους αέρηδες, τους πόνους, την ασιτία, όλα επιδεινώθηκαν. Έβαζε το χέρι της χωνί πίσω από τ΄ αυτί να μεγαλώσει τον ήχο, στένευε τα μάτια, προσπαθούσε σαν να έλεγε «ξαναπέστο» μ’ ένα δειλό μειδίαμα-χαμόγελο της βαρηκοΐας.
Το 1952 γυρίζοντας στην Αθήνα αδειούχος εξόριστη από τα νησιά, έδινε το παρόν στην ασφάλεια σαν «επικίνδυνη κομμουνίστρια». Πέρασε κι από δίκη, μα δεν υπόγραψε.
Την προστάτεψε ο Χαρίδημος ο μπαμπάς και την πήρε στο σπίτι τους με τη Μαρίκα και την Ελένη. Αργότερα αποφάσισαν και την εγχείρηση στο αυτί. Μπήκε στο νοσοκομείο έγινε η επέμβαση και πήγε καλά, είπαν. Όμως λίγο πριν βγει ένα ισχυρό μικρόβιο του χειρουργείου της ανέβασε πυρετό. Αναγκάστηκε ο γιατρός ν’ αφαιρέσει τα εσωτερικά όργανα και ν’ αδειάσει το αυτί. Πάντα έβαζε βαμβάκι, και όταν πηγαίναμε στη θάλασσα φορούσε σκούφια λαστιχένια χρωματιστή. Ήταν πονεμένη αλλά αγέρωχη και πολλές φορές έλεγε χρόνια μετά: «Εεε, δυσκολίες; Τι μου λέτε; Το ίδιο είναι να σε βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα;». Αυτό επαναλάμβανε σε παιδιά κι εγγόνια για να τα οπλίσει με θάρρος και δύναμη…
Η ΣΙΩΠΗ
Μου ’χει ταγμένη η μοίρα τη Σιωπή.
Από παιδί, αλάργευε τους ήχους από μένα
χάνω το φλοίσβο και του βότσαλου το τρίξιμο
του δέντρου το φουρφούρισμα και της βροχής το στάξιμο,
χάνω την ομιλιά και το τραγούδι.
Απόμεινε στα μάτια μου κι αυτό το βάρος.
Ακούω με τα μάτια μου το κύμα σου
θάλασσα, και θα δω τον άνεμο και τη βροντή
που φέρνει το χειμώνα,
την ομιλιά σου θα διαβάσω
από τα χείλη σου.
Είδα κραυγές και θρήνους στα νησιά
είδα φωνές και προσταγές του μίσους
κι έλεγα, μοίρα μου, καλύτερα να ‘μαι κουφή
να μην ακούω.
Στων ομματιών τη δύναμη ’μπιστεύομαι
στα χείλη σου, καθώς η σκέψη τ’ αναδεύει
μα δε μ’ αφήνει η πίκρα πως μου χάνεται
μέρα τη μέρα, η Μουσική, η χαρά
και τα φτερά τ’ ανθρώπου.
[Β. Θεοδώρου, «Κατώφλι και παράθυρο», 1962]
Λίγο καιρό μετά την εγχείρηση ο μπαμπάς τής πήρε το πρώτο της ακουστικό. Θυμάμαι αμυδρά μια συσκευή σαν τρανζιστοράκι σε κόκκινη θήκη με φερμουάρ μέσα στο συρτάρι.
Οι φούστες της είχαν πάντα τσέπη όπου έβαζε αυτόν τον ενισχυτή της επικοινωνίας και το καλωδιάκι στο καλό της αυτί. Επαναλάμβανε, για να σιγουρευτεί ότι άκουσε σωστά. Τι θαυμαστή και γρήγορη αποκωδικοποίηση, τι εγκαρτέρηση για ν΄ απαντήσει πάντα με ευγένεια και ενσυναίσθηση. Ένιωθα συμπόνια και συμπάθεια, αγωνιούσα γι’ αυτήν μη χάσει το νόημα. Αισθανόμουν ότι πρέπει να την προστατέψω.
Γι’ αυτό η λέξη ακούω σημαίνει και αισθάνομαι στις ξένες γλώσσες και στα κρητικά λένε: « Ακούς τη μυρωδιά;» Αργότερα η τεχνολογία εξελίχτηκε, μετά το 1960, ίσως και για κατασκοπευτικούς σκοπούς και για την αναπηρία. Οι συσκευές μίκρυναν και βελτιώθηκαν. Το ακουστικό της μαμάς ήταν ένα μπεζ μισοφεγγαράκι που δεν αγγίζουν τα παιδιά. Ήταν ελαφρό και το στήριζε πίσω απ΄ το καλό της αυτί. Είχε πάντα στην τσέπη το κουτάκι του.
«Μια στιγμή», έλεγε όταν είχαμε επισκέψεις, σάλιωνε την άκρη του με τη σιλικόνη, έγερνε το κεφάλι γελαστή, το φορούσε, σφύριζε λίγο και ρύθμιζε την ένταση απ΄ το ροδάκι.
Χωρίς αυτό διάβαζε τις κινήσεις των χειλιών και συμπλήρωνε έτσι τη νόηση και τους ήχους. Μόνο με τους μουσάτους δυσκολευότανε γιατί δεν έβλεπε το στόμα.
Πήγαινε στην πλατεία Κάνιγγος, στη Singer, στον συμπαθητικό συνονόματό της κ. Θεοδώρου για ακοόγραμμα και για να πάρει το νέο μοντέλο ακουστικού, μικρό αλλά ισχυρό. Το βράδυ το κοίμιζε ευλαβικά στο κουτάκι του μέσα στο σφουγγαράκι του ή το βελουδάκι του.
Ήταν πολυτιμότερο κι απ΄ τα γυαλιά, τα κλειδιά, το πορτοφόλι. Στο σινεμά σφύριζε και το χαμήλωνε, στο μικρόφωνο όταν πλησίαζε βούιζε και το ρύθμιζε. Σε μεγάλους χώρους στις γιορτές το είχε στην τσέπη εφεδρικό, στις ασυμφωνίες, πολιτικές και μη, το έβγαζε. Και έκανε μια παύση, στο διάλειμμα αυτής της συνεχούς προσπάθειας: να συμμετέχει ή όχι;
Ο σκηνοθέτης της ταινίας της, πολλά χρόνια αργότερα, της εξηγούσε, κι όταν δεν άκουγε, έβγαζε από την τσέπη το μπλοκάκι, έγραφε ο ένας, έγνεφε κι έλεγε ο άλλος κι έτσι συνεχιζόταν η συνεννόηση, γελαστή.
Μια φορά, στο σπίτι μας, πριν χτιστεί ολόκληρο και μεγαλώσει, μαγείρευε όρθια στην κουζίνα με την πλάτη γυρισμένη σε μας, απορροφημένη στις σκέψεις της. Είχε πάντα κοντά της χαρτιά μπεζ του πολυγράφου και μολύβι ξύλινο να σημειώσει μια αναλαμπή, ένα στίχο, μια ανάμνηση. Και να ξαναδουλέψει μετά ψιλοβελονιά το ποίημα.
Θυμάμαι μια μέρα που παιδί στο νηπιαγωγείο της φώναξα «μαμά, μαμά…». Αφού δεν με άκουσε την τράβηξα από τη φούστα για να της δείξω ένα χαρτί με το «έργο» μου όλο περηφάνια. Γύρισε, γονάτισε και είδε τι της έδωσα. Δεν είχα ζωγραφίσει, είχα γεμίσει τη σελίδα κυματιστές γραμμές – σαν ασκήσεις προγραφής που έμαθα πολύ-πολύ αργότερα, και είπα, «Να μαμά έγραψα κι εγώ ποίημα! Όπως εσύ!». Έδειξε ότι ενθουσιάστηκε και πήρα το αναμενόμενο φιλί… Κάτι ανάλογο ξαναέζησα χρόνια αργότερα με την επόμενη γενιά.
Όταν τη φώναζαν από μακριά δεν άκουγε ή δεν καταλάβαινε από πού έρχεται ο ήχος. Αλλά κι όταν εκείνη με φώναζε δεν άκουγε την απάντηση. Πήγαινα κοντά και την έπιανα, να γυρίσει να με δει.
Άλλες πάλι φορές θυμάμαι… «Χαρίδημεεεε», φώναζε με τα χέρια χωνί στον κήπο. Ο μπαμπάς ανέβαινε απ΄ το υπόγειο διακόπτοντας την καλλιτεχνική του βιβλιοδεσία και στεκόταν μπροστά της να τον δει. «Παααρών» έλεγε, όπως στο στρατό.
Άλλες πάλι φορές όταν την πλησίαζα να της πω κάτι στ΄ αυτί δίσταζα γιατί με αγκάλιαζε κι έλεγε «Τι είπες παιδάκι μου; Πες το από το καλό μου αυτί.» Την συμπονούσα λίγο, την αγαπούσα πολύ.
Στους κρύους χειμώνες της Φιλοθέης, τότε που ζεσταίναμε ένα δυο δωμάτια με την πετρελαιόσομπα… το γραφείο και το σαλόνι, μου έρχεται η εικόνα του μπαμπά δίπλα στο παλιό ραδιόφωνο να διορθώνει τα τυπογραφικά της νομολογίας του Αρείου Πάγου κι εμείς τα παιδιά να διαβάζουμε τα μαθήματά μας. Τότε η μαμά Βικτωρία μαγείρευε στην κουζίνα σιγοτραγουδώντας. Μόλις ήταν έτοιμο το φαΐ μας χτυπούσε τον τοίχο τρείς φορές, συνοπτικά σαν σύνθημα, όπως τότε που ήταν στη φυλακή. Και αυτή δόνηση στον τοίχο σήμαινε ειδοποίηση συνωμοτική, ανακουφιστική, ν’ αφήσουμε τα μολύβια να πιάσουμε τα πιρούνια.
Καμιά φορά έψαχνε το ακουστικό της και δεν το έβρισκε. Τότε όλοι μαζί συμμετείχαμε στην αναζήτηση της σύνδεσης και της συνεννόησης.
Κι αργότερα πολύ όταν έγινε γιαγιά, ένα βράδυ στην κουζίνα ξαναέζησα τη στιγμή… Έστεκε μπροστά στο τσουκάλι σιγοτραγουδώντας όταν η μικρή εγγονή Βικτώρια, δυο τριών χρονών, της μίλησε από πίσω. Αφού δεν άκουσε την τράβηξε από το κορδόνι της ποδιάς της και της είπε, «Γιαγιά εμείς δεν έχουμε ουά!»
-Τι είπες παιδάκι μου;
-Εμείς δεν έχουμε ουά!
-Δεν κατάλαβα ξαναπές το. Έσκυψε προς το παιδί. Αφού το επανέλαβε δυο φορές ακόμα αλλά χωρίς αποτέλεσμα – γιατί ήταν και ο αποροφητήρας ανοιχτός- βούρκωσε το παιδί.
Τότε μπαίνω κι εγώ στην κουζίνα, πάω κοντά, και στη σκυφτή μαμά μου λέω με νόημα: – Ε ναι , εμείς δεν έχουμε ουρά, κάνοντας και την βοηθητική κίνηση.
Ααααα, γέλασε η γιαγιά, «ε βέβαια παιδάκι μου εμείς όχι, τα ζώα έχουνε ουρά». Ησύχασε και η μικρή πήρε το φιλί μετά την βιολογική ζωολογική υπαρξιακή φιλοσοφική διαπίστωση. Τόσοι γάτοι στον κήπο έχουνε ουρά!
Τέλος η έλλειψη της ακοής αν και της πήρε λίγη από τη σιγουριά της, δεν την εμπόδισε να δημιουργήσει, να εμπιστευτεί, να γράψει, να συμπονέσει να υπερασπιστεί να ξεδιπλώσει στην ποίηση τη λύρα της και τον ανθρωπισμό της.
Μεταπολεμική αντιστασιακή, διαχρονική, ταπεινή, ευαίσθητη, γλυκιά και δυνατή.