Σε μια χώρα, που ουσιαστικά ταυτίζεται με την θάλασσα, τον τουρισμό και την ναυτιλία, η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός ναυτικού ατυχήματος αποδεικνύεται αδύνατη.
Το πρόσφατο ναυάγιο του ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ στο κέντρο της μεγαλύτερης θάλασσάς μας, δίπλα στα επιχειρησιακά κέντρα της χώρας και υπό ομαλές καιρικές συνθήκες δυστυχώς ανέδειξε με τον πλέον χείριστο τρόπο τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, οι οποίες εκτείνονται από τη γραφειοκρατία και την έκδοση αδειών πλευστότητας έως και τον σχεδιασμό και την υλοποίηση επιχειρήσεων στα πλαίσια της πολιτικής και περιβαλλοντικής προστασίας.
Πρόκειται για ένα σημαντικό ως προς τις περιβαλλοντικές του επιπτώσεις ναυάγιο, το οποίο αναμένεται να απασχολήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τους αρμόδιους φορείς, ιδιαίτερα δε τους κατοίκους των πληγέντων περιοχών, αλλά ακόμα περισσότερο τη χλωρίδα και την πανίδα της ευρύτερης περιοχής. Οι ποσότητες των πετρελαιοειδών, που συλλέγονται σήμερα επιφανειακά, δεν αντιπροσωπεύουν τη συνολική ποσότητα των εκλυθέντων διαρροών, μέρος των οποίων θα «κρυφτεί» κάτω από την επιφάνεια, στο βαθύτερο θαλάσσιο περιβάλλον, προκαλώντας αναπόφευκτα στο μέλλον δευτερεύουσες, αργές και δύσκολα αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες.
Για να γίνει κατανοητό το είδος της ρύπανσης, που μπορεί να προκύψει στο Σαρωνικό, παρατίθενται ορισμένα βασικά στοιχεία για την τύχη των πετρελαιοειδών μετά την εισαγωγή τους στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Αρχικά, όταν μία ποσότητα πετρελαίου διαρρεύσει στη θάλασσα σχηματίζεται μία κηλίδα, η όποια ανάλογα με την πυκνότητά του απλώνεται σε μεγάλη έκταση, αντιστρόφως ανάλογη του ιξώδους του. Ακόμη και ελάχιστες ποσότητες ελαφριού κλάσματος μπορούν να καλύψουν ταχύτατα τεράστιες εκτάσεις, σχηματίζοντας ένα λεπτό υμένιο.
Όταν η κηλίδα έρθει σε επαφή με το νερό λαμβάνει χώρα μία σειρά διαδικασιών υπό την επίδραση του φωτός, της θερμότητας, του οξυγόνου, της αλατότητας και της μηχανικής δράσης των κυμάτων.
Στο πρώτο στάδιο επέρχεται διασπορά, εξάτμιση και διάλυση. Έτσι, τα πολύ πτητικά κλάσματα εξατμίζονται σχετικά γρήγορα και μεταφέρονται, ανάλογα και με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, με τον αέρα σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ ένα μέρος αυτών εισέρχεται ξανά στο θαλάσσιο περιβάλλον ως λεπτά σταγονίδια με τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις ή προσροφημένα σε άλλα σωματίδια.
Στο δεύτερο στάδιο λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «γαλακτωματοποίηση», κατά την οποία το σχηματισμένο υμένιο οξειδώνεται, δημιουργώντας πισσώδη στρώματα σε μορφή σφαιριδίων. Το φαινόμενο αυτό διπλασιάζει τον όγκο του ρύπου και κατά συνέπεια αυξάνει σε ένα σημαντικό βαθμό τις συνέπειες στους θαλάσσιους οργανισμούς. Τα πισσώδη σφαιρίδια, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, είτε εκβράζονται στις ακτές, είτε καταβυθίζονται στον πυθμένα δεσμευμένα από οργανικές ουσίες ή το φυτοπλαγκτόν.
Το γαλάκτωμα εγκλείει δε σημαντική ποσότητα αλάτων και καταβυθίζεται στον πυθμένα, όπου καλύπτει μεγάλες εκτάσεις, μετακινείται πολύ δύσκολα από τα ρεύματα και είναι σε θέση να παραμείνει στο βυθό μαζί με τα ιζήματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα γαλακτώματα εν γένει καλύπτουν τις κεραίες και άλλα αισθητήρια όργανα των βενθικών οργανισμών και ελαττώνουν με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα επιλογής τροφής, ορατότητας, κίνησης και άμυνας.
Την παρούσα χρονική στιγμή είναι επισφαλές να κάνει κανείς εκτιμήσεις για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα αποκατάστασης ή το δυνατό βαθμό επικινδυνότητας των περιοχών, που επλήγησαν, ορατά ή μη. Όμως η περίπτωση του SEA DIAMOND στη Σαντορίνη μόνο δυσμενή σενάρια μας επιτρέπει να αναπτύξουμε.
Σήμερα για την πλοιοκτήτρια εταιρεία, τις αρμόδιες αρχές και πρωτίστως το Υπουργείο Ναυτιλίας, το ναυάγιο του SEA DIAMOND στη Σαντορίνη, δέκα χρόνια μετά, έχει ξεχαστεί, θεωρηθεί λήξαν, περιβαλλοντικά πλήρως ανεστραμμένο και ακίνδυνο πλέον περιστατικό!
Όμως η πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται από μελέτες, δειγματοληψίες και αναλύσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης, είναι ότι ακόμη και σήμερα το συγκεκριμένο ναυάγιο αποτελεί μία σημαντική περιβαλλοντική απειλή για το θαλάσσιο περιβάλλον της Καλντέρας. Βάσει αυτών των στοιχείων, δικαστικές αποφάσεις επιβάλλουν συγκεκριμένες δράσεις άμεσης επέμβασης και αποκατάστασης, συμπεριλαμβανο-μένης και της ανέλκυσης του πλοίου. Εντούτοις, δεν γίνεται τίποτα…
Ευχής έργο θα ήταν το ναυάγιο της Σαλαμίνας να μην έχει την ίδια τύχη με το ναυάγιο της Σαντορίνης. Ίσως η εμφάνεια των εκλυθέντων ρύπων στις ακτές της Αττικής να βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση…
*Ο Ευάγγελος Γιδαράκος είναι Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και Διευθυντής στο Εργαστήριο Διαχείρισης Τοξικών και Επικινδύνων Αποβλήτων