Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα ανάτυπο από τα πρακτικά συνεδρίου που έγινε στη Χίο το 2008 με θέμα την οχυρωματική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο, με ένα κείμενο του κ. Μιχάλη Ανδριανάκη που είχε τίτλο “Η Πρωτοβυζαντινή ακρόπολη των Χανίων”. Το 16σέλιδο αυτό άρθρο (κείμενο και φωτογραφικό υλικό) γραμμένο από τον άνθρωπο που κατ’ εξοχήν έχει ασχοληθεί μαζί του για πολλά χρόνια, καλύπτει νομίζω πλήρως την ιστορία και την αρχιτεκτονική του μνημείου, τουλάχιστον όσα η ως τώρα αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει. Με δεδομένη και την υπόλοιπη βιβλιογραφία γι’ αυτό το θέμα, κάθε δική μου αναφορά είναι ίσως περιττή. Αφορμή όμως για το σημερινό δεύτερο δημοσίευμα είναι μόνο η επιμονή μου να ταυτίσω τα τμήματα που φαίνονται στις φωτογραφίες του Gerola (του 1902 – 3) με ό,τι σώζεται από το μνημείο σήμερα και να βγάλω τα ανάλογα συμπεράσματα. Βέβαια, ήξερα περίπου τα σημεία που οι φωτογραφίες είχαν ληφθεί, δεν είχα όμως ασχοληθεί με την τεκμηρίωση. Η 5η φωτογραφία του προηγούμενου δημοσιεύματος, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί στο πεντάτομο μνημειώδες έργο του Gerola, αλλά έχει τραβηχτεί από τον ίδιο και βρίσκεται στο αρχείο του, μου κίνησε το ενδιαφέρον περισσότερο. Βρήκα λοιπόν ότι η φωτογραφία αυτή δείχνει το αριστερό (δυτικό) άκρο του τμήματος που δείχνει η 4η φωτογραφία, (που είναι πιο γνωστή και δημοσιευμένη) κρίνοντας κυρίως από τα παράθυρα.
Η σκιά που μόλις διακρίνεται στα αριστερά της, είναι η σκιά του βυζαντινού πύργου που αποκαλύφθηκε πριν λίγα χρόνια, μετά την καθαίρεση των ερειπωμένων κτισμάτων που ακουμπούσαν στο τείχος. Αναρωτήθηκα μήπως το φουρούσι που σώζεται εκεί σήμερα, είναι αυτό που διακρίνεται στη φωτογραφία ανάμεσα στα παράθυρα και παρατήρησα προσεκτικά τους σωζόμενους δόμους. Το αρμολόγημα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα δυσκολεύει λίγο την ταύτιση, όμως είναι ολοφάνερο: Το τείχος σ’ αυτό το σημείο, σώζεται σήμερα μέχρι το όριο που στη φωτογραφία αρχίζει το σοβατισμένο λευκό τμήμα. Η σειρά των δόμων που πιθανά υπήρχε κάτω απ’ το κονίαμα, εκεί που πατούσε το φουρούσι δείχνοντας και το όριο της βενετσιάνικης προσθήκης, μαζί με όλη την υπόλοιπη καθ’ ύψος προέκταση, έχει καθαιρεθεί. Προφανώς οι βομβαρδισμοί της Μάχης της Κρήτης έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό, δεν ήταν όμως η μοναδική αιτία. Λίγο δεξιότερα και με βάση την 4η φωτογραφία, μπορούμε να πούμε ότι η σκόπιμη καθαίρεση του 1960 (που όπως είπαμε έγινε για να “ανασάνουν” τα παρακείμενα σπίτια) ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι είχα υπολογίσει: Ξεπερνά τα 3 μέτρα! Βέβαια, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας (ή και παλιότερα) είχε αφαιρεθεί για εξοικονόμηση χώρου το εσωτερικό μέρος του άνω τμήματος του τείχους εκεί, αφήνοντας ανέπαφη μόνο την εξωτερική σειρά των μεγάλων δόμων. Το ίδιο έγινε και σε αρκετά άλλα τμήματα του ίδιου περιβόλου. Εσωτερικά, είχαν διαμορφωθεί δωμάτια και είχαν ανοιχτεί παράθυρα στο τείχος, όπως δείχνει και η φωτογραφία. Η κατεδάφιση ήταν λοιπόν εύκολη. Το αρχικό πάχος του τείχους φτάνει τα 3 μέτρα στα αρχαιότερα και χαμηλότερα μέρη του, συνήθως όμως είναι στα 2 μέτρα περίπου. Να σημειωθεί ότι ο πρωτοβυζαντινός αυτός περίβολος ήταν χαρακτηρισμένο διατηρητέο μνημείο όταν έγιναν οι καθαιρέσεις του 1960, καθώς και οι διανοίξεις της οδού Κατρέ, με κατεδάφιση της πυλίδας “Σκαλάκια” και των υπολειμμάτων της ανατολικής και δυτικής πύλης που είχαν καθαιρεθεί παλιότερα. Ταυτόχρονα έγιναν διαπλατύνσεις σε όλους τους δρόμους του Καστελιού, όπου εφαρμόστηκε το νέο ρυμοτομικό.
Τα “βυζαντινά” τείχη του Καστελιού αποτελούν ένα πολύτιμο ιστορικό παλίμψηστο για την πόλη των Χανίων και η μελέτη τους, όπως και κάθε προσπάθεια ανάδειξης και προστασίας τους, αποτελεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη για κάθε Χανιώτη και φιλίστορα επισκέπτη της πόλης μας. Πολύ περισσότερο αφού γειτνιάζουν με τα σημαντικότερα μινωικά κατάλοιπα της Δυτικής Κρήτης, αποτελώντας ανοιχτό βιβλίο που διαβάζεται καθημερινά από ειδικούς και μη. Το “ξεφύλλισμά” του, είναι μια γοητευτική διαδικασία που μας επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις και στο μέλλον…
Η πρώτη εικόνα, είναι χαρακτικό με το Καστέλι των αρχών του 17ου αιώνα (1613) από τον Hercole Nanni. Η απεικόνιση είναι αρκετά ακριβής. Μπορεί κανείς να διακρίνει τα βυζαντινά τείχη με τους πύργους και τις πύλες τους, τον κεντρικό δρόμο (corso), τις εκκλησίες και τα πολυώροφα μέγαρα των ευγενών.
Η δεύτερη, που είναι φωτογραφία από το αρχείο Γάλλου διπλωμάτη της δεκαετίας του 1910, δείχνει το εσωτερικό της εντυπωσιακής δυτικής πύλης του Καστελιού. Σήμερα δε σώζεται ίχνος απ’ αυτήν, ούτε από τα υπόλοιπα κτήρια που φαίνονται στη φωτογραφία.
Η τρίτη, που όπως και η τέταρτη προέρχεται από το αρχείο του Gerola, δείχνει το εξωτερικό της ανατολικής πύλης όπως είχε διαμορφωθεί στα τέλη της τουρκοκρατίας.
Η τέταρτη δείχνει το εσωτερικό της νότιας πύλης, γνωστής ως “Σκαλάκια”, που ήταν η στενότερη από όλες. Το επίπεδο των σπιτιών που διακρίνονται είναι πολύ ψηλότερα από το σημερινό κατάστρωμα του δρόμου, που διανοίχτηκε εκεί μετά το 1960 (οδός Κατρέ).
Η πέμπτη, (δημοσιεύτηκε και την προηγούμενη βδομάδα) δείχνει το μέρος του τείχους που προσπάθησα να ταυτίσω, όπως ήταν το 1902. Το φουρούσι ανάμεσα στα παράθυρα φανερώνει το σημείο που ο τοίχος μεταγενέστερων κτηρίων πατούσε πάνω στο βυζαντινό περίβολο.
Η έκτη δείχνει το ίδιο σημείο λίγο πριν κατεδαφιστούν τα υπολείμματα των μαχαιράδικων. Η φωτ., προέρχεται από το αρχείο του κ. Μιχάλη Ανδριανάκη και δημοσιεύεται στην εργασία του “Η Πρωτοβυζαντινή ακρόπολη των Χανίων”.
Η έβδομη, είναι φωτογραφία που τράβηξα πρόσφατα στο ίδιο σημείο. Η καθαίρεση, όχι μόνο των υπερκείμενων κτισμάτων, αλλά και τμήματος της ανωδομής του τείχους, είναι εμφανής.
Η όγδοη τέλος, που τράβηξα επίσης πρόσφατα, (περίπου από το μέρος που τράβηξε ο Gerola την 4η φωτ. του προηγούμενου δημοσιεύματος αλλά από χαμηλότερο σημείο) δείχνει το μέγεθος της καθαίρεσης του 1960. Με βάση το σωζόμενο φουρούσι και συγκρίνοντας κανείς όσα δείχνει η φωτογραφία του Gerola, η καθαίρεση του τείχους εκεί ξεπερνά τα 3 μέτρα. Σε περίπτωση μελλοντικής ανακατασκευής, η φωτογραφία εκείνη μας δείχνει την ακριβή μορφή των χαμένων δόμων.