Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, 2025

Από τους θησαυρούς της θρησκευτικής μας παράδοσης

Αγαπητοί αναγνώστες
Καλή Ανάσταση!

Περάσαμε -συν Θεώ- τις περιεκτικότατες Αγιες Μέρες της Μεγαλοβδομάδας και ήδη πορευόμαστε, μεθαύριο, στο Αγιο Πάσχα! Οι ευχές της στήλης σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλους τους αναγνώστες μας, θερμές και εγκάρδιες.
Για την ώρα θεωρούμε:
– Χρέος της συνεργασίας μας με τα έγκριτα “Χανιώτικα νέα” να σημειώσουμε, να θυμίσουμε σωστότερα, κάποια πολύτιμα στοιχεία των ημερών, από τους θησαυρούς της θρησκευτικής μας παράδοσης.
Για σήμερα: Μεγ. Παρασκευή και γι’ αύριο: Μέγα Σάββατο:
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, οι καμπάνες των εκκλησιών, αλλά και των ξωκκλησιών, από την αυγή, ακούγονται πένθιμες. Αγόρια και κορίτσια ξεχύνονται λίαν πρωί στα χωράφια και στα πλάγια για να φέρουν τ’ αγριολούλουδα του Επιταφίου, που καθώς τους έχουν παραγγείλει οι μεγάλοι, δεν τα μυρίζονται, γιατί είναι για τον Τάφο, που λίγο αργότερα θα στολίζουν οι νέες του χωριού, με τέχνη και περισσή φροντίδα. Ολο το πρωινό, ωστόσο, οι μεγαλύτερες γυναίκες πηγαίνουν και θυμιάζουν τις εκκλησίες.
Πρώτα μάλιστα τις “Παναγίες”, ακόμη και των γύρω χωριών…
Το βράδυ στη μέση της εκκλησίας ο Επιτάφιος ευωδιάζει. Στις τέσσερις γωνιές του, σοβαρές κοπέλες, Μαρίες στ’ όνομα, αν γίνεται μαυροντυμένες, σωστές Μυροφόρες, παραστέκουν με το καλαθάκι τους γεμάτο ροδοπέταλα κι άλλα λουλούδια, για τη στιγμή της τρίτης στάσης των Εγκωμίων: «Έρραναν τον Τάφον…».
Ως χτυπήσει η καμπάνα βραδιάτικα, όλο το χωριό καταφτάνει στην εκκλησία. Ανάβει κερί και προσκυνά στον Επιτάφιο. Τα παιδιά περνούν κι όλας από κάτω του. Κι όταν αρχίσουν τα Εγκώμια, ο συναγωνισμός των καλλίφωνων δίνει και παίρνει. Οι προετοιμασίες των ήταν από μέρες, με την οδηγία ψαλτάδων και εφημερίου. Η ώρα της περιφοράς, φορτισμένη συγκινήσεις, είναι το ξόδι του Θεού. Ολοι κρατούν αναμμένο κερί και αμίλητοι προχωρούν. Εξω από τα σπίτια θυμιάζουν και ρίχνουν ανθόνερο στον Επιτάφιο, ενώ σταυροκοπιούνται…
Στα εκκλησάκια που είναι δεξιά κι αριστερά της διαδρομής σταματά η πομπή, ο παπάς μνημονεύει κι αργοψάλλοντας επιστρέφει η πομπή στην εκκλησία. Στην κεντρική είσοδο τώρα, νέοι κρατούν ψηλά τον Επιτάφιο για να περάσει ο κόσμος από κάτω και να εισέλθει για να τελειώσει η ακολουθία και να γίνουν οι αιτήσεις για τους πεθαμένους κάθε σπιτιού, π’ απόψε περιμένουν κι αυτών οι ψυχές των να τους θυμηθούμε, που ’ναι μεγάλη ώρα!
Με την απόλυση οι Μυροφόρες παραμένουν στην Εκκλησία όλη τη νύχτα “γιατί είναι μιστό”. Σε κάποια χωριά οι Μυροφόρες, λένε “το μοιρολόι της Παναγίας” με τον αργόσυρτο πένθιμο σκοπό (μέλος) του κι ωστόσο η νύχτα περνά. Το μοιρολόι αυτό σε παραλλαγή που καταγράψαμε το 1956 στην Αγ. Ειρήνη Σελίνου έχει ως ακολούθως:
«Κάτω στα Γεροσόλημα εις του Χριστού τον τάφο,
εκειά δεντρό δεν ήτανε και δέντρο φανερώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός και κλών’ οι γι’ Αποστόλοι
και τα παρακλωνάρια του ήταν οι μαρτυριές του,
που μαρτυρούν και λέγανε για του Χριστού τα πάθη.
– Δέσποινα, Παντοδέσποινα και του Χριστού Μητέρα,
που τον Υγιό Σου πιάσανε οι σκύλοι ’ν’ οι Ιουδαίοι
και μπέψα τον παράνομο, το σκύλο τον Οβραίο,
να πα να φέρει δυο καρφιά κι εκείνος φέρνει πέντε,
να βάλουν δυο στα πόδια του και δυο στα δυο του χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του.
Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη,
σταμνί νερό τση γύρανε κι ένα λαήνι μόσχο
και τέσσερα γαρέφαλα, ώστε να συνεφέρει.
Σαν επανασυνέφερε σηκώνεται να πάει.
Οσ’ αγαπάτε το Χριστό και του Χριστού τη μάνα,
σα θέλετ’ ακλουθήξετε τση πονεμένης μάνας.
Κιανείς δεν τσ’ ακολούθησε, όξω οι τρεις παρθένες,
η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα.
Και παίρνει τσι και πηαίνουνε εις του Ληστή τσι πόρτες,
θωρού τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Θέτει τση πόρτας μια λαχτέ και πάει μέσα κι όξω,
θωρεί κουτσούς, θωρεί στραβούς, θωρεί βασανισμένους,
κιανέναν δεν εγνώρισε, παρά τον Αϊ Γιάννη.
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή Κυρίου
πες μου ποιος είν’ ο γυιόκας μου κι εσέν’ ο Δάσκαλός Σου;
– Θωρείς εκείνον τον χλωμό, τον παραπονεμένο,
απού φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είν’ ο γυιόκας σου κι εμένα ο Δάσκαλός μου!
– Πού ’ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ; πού ’ναι κορφή να πέσω;
Πού ’ναι μαχαίρι δίστομο να κακοθανατίσω;
– Μουδέ γρεμνός να γρεμιστείς, μουδέ κορφή να πέσεις,
μουδέ μαχαίρι δίστομο να κακοθανατίσεις,
γιατ’ ανέν – κάμεις τ’ άδικο, θα κάνουν κι οι μανάδες.
Μα πάρε το στρατί – στρατί και άμε στο κελί σου
και βάψε το μαντήλι σου και κόψε το μαλλί σου.
Βάλε κρασί εις το γυαλί, ψωμί εις το πανιέρι,
φώνιαξε τσι γειτόνισσες να σε περηγορήσου
και κράξε και τα ορφανά να φαν’ να μακαρίσου…
Απού τ’ ακούει σώνεται κι απού το πει σχωρνιέται
κι απού το καλαφρουγκαστεί, Παράδεισο θα λάβει…».
(Αποστολάκης, σ. 451-2) “Ριζίτικα”…
– Αλήθεια! πώς θρηνείται η ανθρώπινη υπόσταση του Υιού του Θεού και πόσο συμπαραστέκεται και συμπονάται η τραγική μητέρα του Χριστού, η Παναγία, η αιώνια εκπρόσωπος όλων των μητέρων της Γης καθώς περνά τις πιο κρίσιμες ώρες αγωνίας και πόνου, από την αρχική πληροφόρησή της για τη σύλληψη του Γιου της ως τον τελευταίο Του λόγο απάνω στον Σταυρό! (Δες κ. Λουκάτος: “Πασχαλινά”, σ. 80). Ο ποιητής – λαός μας, σ’  όλο το μεγαλείο του!
Κλείνοντας τη σημερινή μεγάλη μέρα θυμίζουμε κάποια ακόμη λαογραφικά της: Σήμερα, πολλοί μένουν νηστικοί όλη μέρα, ενώ άλλοι “βράζουν χοχλιούς” και μ’ ελιές και παξιμάδι περνούν τη μέρα τούτη τη νηστήσιμη. Κάποιοι δοκιμάζουν ξίδι, το θεωρούν καλό. Γενικά όλοι τηρούν τις λαϊκές απαγορεύσεις:
Σήμερα δεν σφυρίζουμε χαρούμενα, δεν τραγουδούμε, δεν καρφώνουμε καρφιά, δεν ράβουμε!..
Και φτάνουμε στο Μέγα Σάββατο:
– Το Μέγα Σάββατο οι ετοιμασίες για την αυριανή μέρα, ολοκληρώνονται. Τ’ αρνιά σφάζονται, όλα είναι έτοιμα για το πασχαλινό τραπέζι. Τα λαμπριάτικα ρούχα στις κρεμάστρες τους περιμένουν. Όμως, οι ώρες της μέρας δε λένε να περάσουν καθώς το λέει κι ο λόγος: «Ανάθεμα που νήστεψε του χρόνου τα Σαββάτα,/ χωρίς το Μέγα Σάββατο, που ’ναι μεγάλη μέρα,/ απού ’χει πέντε κολατσιά και πέντε μεσημέρια,/ και πέντε αποτσακίσματα, ώστε να κλείσει η μέρα!».
Στη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου και στο “Ανάστα ο Θεός” ξεστολίζεται ο Επιτάφιος με βία (από μέρους του εκκλησιάσματος) σε πολλά μέρη, βία που παρατηρείται και στους καθολικούς της Ευρώπης και που δικαιολογείται ως συμβολισμός της αναταραχής που έγινε στον Άδη αυτή την ώρα. Σήμερα, στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου (λειτουργία Μεγ. Βασιλείου όπως και τη Μ. Πέμπτη), θα κοινωνήσει το περισσότερο χωριό καθώς και η πόλη, όσοι δηλαδή δεν μεταλάβανε τη Μεγάλη Πέμπτη ή περιμένουν -οι πιο λίγοι- στην πρώτη Ανάσταση.
Ενα ζηλευτό χριστιανικό τελούμενο κατά τη λειτουργία αυτή -στο χωριό μου- μου μένει αλησμόνητο: Κατά την ώρα του Κοινωνικού, ένας – ένας οι χωριανοί (πρώτα οι γέροντες) πριν μάλιστα κοινωνήσουν, προσκυνούσαν τις εικόνες με ευλάβεια και στρεφόμενοι προς το εκκλησίασμα ζητούσαν απ’ όλους συγχώρεση, με τη φράση: «Συγχωρέσετε μου, χωριανοί, του αμαρτωλού!» κι εκείνοι απαντούσαν: «Συγχωρεμένος! – Ο Θεός άγιος!». Ενέργεια που γινόταν συνειδητά. Σήμερα τη συνεχίζουν λιγότεροι.
Μετά τη θεία μετάληψη και την απόλυση, φεύγουν για τα σπίτια τους, που τους περιμένουν οι πολλές τελευταίες προετοιμασίες, κρατώντας αντίδωρο και λουλούδια του Επιταφίου. Τα λουλούδια αυτά (του Επιταφίου) τα παίρνουν οι πιστοί στο σπίτι τους και τα φυλάσσουν στα εικονίσματα. Απ’ αυτά καίνε λιβανίζοντας “ματιασμένους” ή αρρώστους για να γίνουν καλά.
Με το “Ανάστα ο Θεός”, αλλά και τις πολλές προφητείες, τον Ύμνο των Τριών Παίδων και τη λοιπή ακολουθία, αφαιρούνταν και το πένθος (=τα μαύρα) από το τέμπλο, τις εικόνες, και απ’ όπου αλλού είχαν τοποθετηθεί. Η εκκλησία ξανάβρισκε τη γνώριμη εικόνα της. Από τ’ απόγευμα του Μ. Σαββάτου το στόλισμά της γίνεται πασχαλινό. Η νηστεία σήμερα τηρείται απ’ όλους, παρά τις ετοιμασίες και τις μυρωδιές της κουζίνας που ξελογιάζουν.
Ώρες χαρούμενης αναμονής, που τις πιστοποιεί και η ανάλογη φράση του λαού μας: “Μεγάλο Σάββατο, χαρές γεμάτο!”. Ενώ πλησιάζουμε στο τέλος της Μεγαλοβδομάδας, οφείλουμε να σημειώσουμε τη γενική διαπίστωση πως ο εκκλησιαστικός λόγος, που με τη δύναμη που είχε και έχει ο λαός μας αφομοίωνε παρακολουθώντας τις ακολουθίες με κατάνυξη και “φόβο Θεού”, ζυμώνονταν με τον λόγο του κι έδενε στερεώτερα την Ορθοδοξία μας στην ψυχή του, στην έκφρασή του, στη γλωσσική του υπόσταση. Ετσι έκανε λαϊκή παροιμιώδη φράση, τον εκκλησιαστικό λόγο, π.χ. είπε και λέει: «θα σε πάω στο Πραιτώριο» κι εννοεί θα σε καταγγείλλω, θα σε μηνύσω (Ιωάννου ΙΘ. 9).
«Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», εννοώντας: Ευχή μου να γλυτώσω απ’ αυτή τη δοκιμασία.
«Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις» με την έννοια της ανάλογης ανταπόδοσης (Ματθ. ΚΣΤ. 52).
«Τριάκοντα αργύρια» – Έτσι λέμε λεπτά που πήραμε μ’ αθέμιτο τρόπο (Ματθ. ΚΖ. 8).
«Μνήσθητί μου Κύριε» – Φράση με ποικίλες χρήσεις, στον τόπο μας. Σε δυσκολία, σε προβληματική θέση πριν από τη θεία μετάληψη, σε ισχυρές βροντές, κεραυνούς, κακοκαιρία κ.λπ. (Λουκά ΚΓ 42).
Ολα τούτα τα στοιχεία μάς οδηγούν, θαρρώ, να σκεφτούμε για άλλη μια φορά, πόσο σ’ αλλοτινούς χρόνους ο εκκλησιαστικός λόγος ζυμωνόταν με το λοιπό του λαού μας γλωσσικό πλούτο κι έδενε έτσι στερεότερα με την Ορθοδοξία μας. Και να συγκρίνουμε ακόμη, ως πόσο σήμερα γίνεται και ποια είναι η εξέλιξη, που δείχνουν τα πράγματα, πως ακολουθεί.
Η απόσταση θα φέρει τη φοβερά επιζήμια αποξένωση του ανθρώπου από την Ορθόδοξη λατρεία του, φοβούμαι!
Εδώ όμως, η μέρα το καλεί, πρέπει να βάλουμε τελεία. Κι όσο για τα λαογραφικά της Λαμπρής, μέσα στη Λαμπροβδομάδα (1-8/5/16) θα βρεθεί η σειρά τους! Και πάλι ευχές για υγεία και Καλή Ανάσταση!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα