Και μιας εδά και τα «πάντα ρει» κατά τα λεγόμενα του φιλοσόφου, μας έφερε κι η φετινή χρονιά στσ’ Αποκράδες. Εδά και μέρες εξεκίνησε τούτηνα η περίοδος, γή κατά την εκκλησία μας άνοιξε το τριώδιο.
Μια περίοδος απού δασκαλεύει τη σοφία τση παράδοσης και την πνευματική θεοπνευστία των Αγίων Πατέρων τσ’ Εκκλησίας μας. Γιατί τσ’ Αποκράδες μπορεί να κουζουλαίνονται και οι γράδες, ώρες και φορές. Είναι όμως στ’ αλήθεια και περίοδος όπως τηνε θέλει η παράδοση, απού γι αθρώποι ευθυμούνε και χαροκοπούνε. Γιατί κι ο Χριστός ετσά μας σε θέλει, χαρούμενους και ζωντανούς. Γι’ αυτό κι αυτή μα σε καθοδηγά να ξεδώσομε τούτηνα τη περίοδο από τσοι δυσκολίες και τα βάσανα τση ζωής, να ξεχάσομε τη φτώχεια και τη μιζέρια και ν’ ανανεώσομε τσοι ψυχικές και σωματικές μας δυνάμεις για καλύτερη συνέχεια. Μα κι ακόμη, να ξανασμίξουνε οι δικολογιές και να συναναστραφούνε αναμεταξύ τωνε οι γειτόνοι κι οι χωριανοί με τσ’ εύθυμες και τσοι χαρούμενες εκδηλώσεις.
Τον ίδιο καιρό δα τούτονα οι Θεοπνευστία τω Πατέρω εκαθόρισε για να διαβάζονται τσοι Κυριακές των Αποκράδω οι παραβολές του Χριστού από το Ευαγγέλιο του Τελώνου και του Φαρισαίου και στη συνέχεια του Ασώτου, απού αναφέρονται σε μεγάλα αμαρτήματα και παρακοές απού κάνουνε τσ’ αθρώπους και ξεφεύγουνε από τη σωστή πορεία τση στράτας τση φυσιολογικής ζωής. Και παίρνουνε, όπως έλεγε μια φορά ένα λαϊκό τραγούδι, «τη κατηφόρα τη μεγάλη… και τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνουνε». Γι’ αυτό και τούτηνε την περίοδο των Αποκράδων ας τη σεβαστούμε όπως πρέπει, γιατί μα σε εκτονώνει από τα βάσανα και τσοι δυσκολίες τση ζωής και παράλληλα με τ’ αναγνώσματα και τσοι Θεόπνευστους και απείρου κάλλους ύμνους, μα σε νουθετεί και σε δυναμώνει για τη μεγάλη και δύσκολη ανηφορική πνευματική πορεία, οθέ την Ανάσταση.
Ευλοημένοι και για πάντα χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι όσοι αποφεύγουνε τα πονηρά μονοπάθια τσ’ ασωτίας και δεν περιπαίζουνε τσ’ εαυτούς ντωνε με την αλαζονεία, υπερηφάνεια και τον εγωισμό, παρά γνωρίζουνε τον εαυτό ντων. Και τρισευλογημένοι όσοι βρίσκονται αυτή την περίοδο τσ’ εκκλησίες απού με τα πνευματικά ακούσματα θα τσοι αποζημιώσουνε και με το παραπάνω. Γιατί είναι αδύνατο να μην προκαλέσει συγκίνηση η ταπεινή φωνή του Τελώνου απού λέει χτυπώντας το στήθος του «Ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» και να μη συγκλονίσει η γι απόφαση του Ασώτου: «Δέξαι με μετανοούντα και ποιήσον με ως ένα των μισθίων σου». Πολύ δε περισσότερο στο άκουσμα από τους Αίνους της Κυριακής της κρίσεως (των Αποκρεώ δηλαδή) «Ω ποια ώρα τότε και ημέρα φοβερά…» και να μη θυμηθεί καθένας μας την τραγική εικόνα όπου ο Αδάμ «εκάθισε απέναντι του παραδείσου και την ίδιαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο…» Ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να μείνει ασυγκίνητος σ’ αυτά τα ακούσματα, τσοι μεγάλες αλήθειες απού γροικούνται στσ’ Ορθόδοξες εκκλησίες μας, εδά τσ’ Αποκράδες; Και να μείνει αδιάφορος χωρίς να προβληματιστεί;
Ύστερα όμως από τη συνοπτική μου αναφορά στο πνευματικό περιεχόμενο τούτονε των ημερώ, λέω να σεργιανίσομε και στη κοινωνική συμπεριφορά των αθρώπω του παλιού καιρού, όπως τσοι καθοδηγά η παράδοση. Γιατί η πνευματική, θρησκευτική και κοινωνική ζωή των αθρώπω τότεσας, εσυμπορπατούσανε και συνεορτάζανε. Και μιας εδά κι αντέτι το ‘χω να συχνοπερνώ από τα μονοπάθια του παλιού καιρού. Γι’ αυτό κι αγκανάρει με η θύμηση μου για να ξαναβρεθώ στσοι παλιούς καλούς και ευλοημένους καιρούς, απού γι αθρώποι εγλεντούσανε κι εχαίρουντανε συγκούρμουλοι, με τσ’ οικογένειες τωνε. Γιατί εδά οι γι αθρώποι δε γλεντούνε, παρά τσοι γλεντούνε, και χαροκοπά και χαίρεται ο παντοδύναμος παράς απού αλλάζει τσέπες, απολαβάνουνε τα στομάχια των αθρώπω κι οι γι αθρώποι «περνούνε καλά».
Γι’ αυτό κι αναστορούμαι τσ’ αρχαίους χρόνους απού γι οι αθρώποι εσμίγανε τσ’ Αποκράδες και ξεφεύγανε από τσοι δυσκολίες τση καθημερινότητας κι αδειάζανε τσοι ψυχές των από τσοι στενοχώριες απού τσοι φορτώνανε οι δυσκολίες απού αντιμετωπίζανε. Και τούτονε το καιρό των Αποκράδω η γι ατμόσφαιρα του χωριού ήτανε εορταστική και χαρούμενη. Κι απ’ ούλες τσοι γειτονιές εγροικούντανε χαρούμενα τραγούδια και ξεγκαρδιστικά γέλια. Κι οι πόρτες τω σπιθιώ τω χωριανώ ήτανε ανοιχτές κι εμπαινοβγαίνανε πατουλιές οι μασκαράδες απού εκυκλοφορούσανε στσοι στράτες και τα σοκάκια του χωριού. Απού με τσοι πανέξυπνους αυτοσχεδιασμούς τωνε εσκορπούσανε κέφι και χαρούμενα γέλια. Κι ετσά τσ’ αποχαιρετούσανε τσ’ Αποκράδες οι γι αθρώποι τότεσας και φτάνανε ως τη τελευταία. Απού ταχιά με συντροφιές απού εταιριάζανε και παρέες θαν εκαλωσορίζανε σε κάποια παραλία του χωριού τη Σαρακοστή. Και συμπληρώνανε κιόλας τα σαρακοστιανά και με φρέσκα θαλασσινά από τα μπερεκέθια κείνησας τσ’ ευλοημένης εποχής, απού οι γι αθρώποι εσυμπορπατούσανε με τη παράδοση κι επερνούσανε σα τσ’ αθρώπους.
Και με την ιδιαίτερη χαρά κι ευχαρίστηση απού μου προκαλεί η θέα τση παραχιονισμένης μαδάρας από το φετινό χουβαρντά Φλεβάρη απού έβαλε τα γυαλιά στο φετινό τσιγκούνη Γενάρη και γλίτωσε την αξιοπρέπεια του χειμώνα. Απού μου φέρνουνε εμένα όπως τα θωρώ αισιοδοξία και τα καμαρώνω απού παιγνιδίζουνε με τσοι λαμπερές αχτίνες του Ήλιου. Παρακαλώ Θεέ μου βλέπε μας το νου μας κι εύχομαι από καρδιάς τη καλή πορεία στσ’ Αποκράδες στη στράτα τση παράδοσης στσ’ Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι. Και καλή Σαρακοστή.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κουζουλαίνομαι = Τρελαίνομαι
Γράδες = Γριές
Δικολογιές = Συγγενολόι
Περιπαίζω = Κοροϊδεύω
Όθε = Προς
Γροικούνται = Ακούγονται
Αντέτι = Συνήθεια
Αγκανάρω = Εξαναγκάζω
Συγκούρμουλοι = Όλοι μαζί
Χαροκοπώ = Διασκεδάζω
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Ξεγκαρδίζομαι = Βγάζω το λάρυγγα μου (κάρδα) από τις φωνές
Πατουλιές = Ομάδες, παρέες
Ταχιά = Αύριο
Μπερεκέτι = Αφθονία, ευφορία
Κουζουλάδα = Τρέλα