Θωρώ επά γυρού γυρού κι είναι βαριά η καρδιά μας, δεν τρώμε δεν πίνουμε και δε χαροκοπάμε, ο τόπος μας αρφάνεψε κι ολημερίς θρηνούμε, π’ ο Χάροντας εδιάλεξε το Θανασοδεικτάκη.
Πριν από καιρό, ανάμεσα σε άλλα, έγραφα για τον καλό μου φίλο. Άμα έρτεις κατά Κίσαμο μεριά, ρώτηξε μια πέτρα. ―Πού είναι ο Θανάσης; Και να δεις, θα ζωντανέψει, θα πάρει σάρκα κι οστά και θ’ αποκριθεί. ―Μα δε θωρείς διαβάτη; Εδώ από κάτω είναι. Και τότε σου, βλέπεις τις πατημασιές του παντού. Όποια πέτρα σηκώσεις θε νάβρεις τούτο το χαρισματικό κοπέλι με τσι πολλές δεκαετίες στην πλάτη, το Θανάση. Είντα να του πεις Θε μου!
Δεν ακούει, δε μιλεί, δε βλέπει, δε θυμώνει μηδέ λυγίζει, μόν’ αγαπά, φιλεί και τρέχει. Τρέχει για τον τόπο του. Τον Κισαμίτικο τόπο, της ανθρωπιάς και της τιμής βυζάστρα, τούτη τη δυτικιά μπάντα της Κρήτης, τη χρυσή της Μεγαλόνησου κολόνα… Τον θωρείς ολημερίς στσι δρόμους και στο μικρό, όλο βιβλία και φακέλους, γραφείο του Συλλόγου, με μια αρχαία σόμπα το χειμώνα κι ένα άθλιο ανεμιστήρα το καλοκαίρι. Δεν έχει, θαρρείς, φαμίλια μηδέ σπίτι. Μυθοπλάθεις, πως ο Θεός τση Κρήτης, ο Γραμπουσιανός περήφανος αϊτός τον άρπαξε, τον έριξε στα χωράφια κι εφύτρωσε.
Και κανακεύει το χώμα που βύζαξε, τον άνεμο που φύσηξε σοφία στο κοντολαίμικο ετούτο κεφάλι. Λες κι είναι απόγονος των παιδιών του Ήλιου, των σοφών Ίνκα, που σκορπίσανε πολιτισμό πανάρχαιο στη Λατινική Αμερική. Μου φέρνει στο νου, τον Κρητικό το γνήσιο που με το βοσκοράβδι σβαρνίζει βουνά, μαδάρες, κάμπους, ρεματιές και πελάγη. Είναι ο σκληροτράχηλος καπετάνιος στο δοιάκι του σκάφους που λέγεται Σύλλογος Προβολής Κισάμου «Η Γραμπούσα». Είναι προικισμένος το χάρισμα να τραβά τσι άλλους αθρώπους σα την καλομάνα που μαζώνει τα κοπέλια της να τους πει ένα παραμύθι. Χαμηλοβλέπης, πρόσωπο, γελαστή μα αυλακωμένη πανσέληνος, λίγο φαλακρίτσα, κιτρινισμένο μουστάκι, πυκνόφρυδος και σκεπασμένα τα πανώφυλλα των οφταλμών του, πλατύ στόμα και παχιά σκισμένα χείλια που αφήνουνε τις λέξεις να βγαίνουν σαν ομοβροντίες, πότε μαζεμένες και πότε καθόλου, με σουσούμια παθιασμένου Κρητικού. Αυθόρμητος, με μια γαλήνη ζωγραφισμένη κατακούτελα και τον καλό λόγο να φτερουγίζει ομπρός τη γλώσσα του, δραστήριος, ακάματος, αεικίνητος και προ παντός αγνός και πληθωρικός σε αισθήματα, με τεράστια αποθέματα αγάπης για τον τόπο και τον συνάνθρωπό του. Εχτρούς δεν πρέπει νάχει μα κι αν έχει, αυτός θα τους αγκαλιάζει καταμεσής το δρόμο και θα τους φιλεί. Σαν όλους μας.
Και πάντα θα φεύγει βιαστικός μην ακούσει σχόλια πετώντας ένα κοφτό. —Σ’ αγαπώ. Στροβιλίζεται καθημερινά, να ψάχνει σε βουνά, σπηλιές, πολιτείες, τίμια κι αντρίκια, χωρίς υστεροβουλιές και προσωπικά συφέροντα, να ομιλεί με κουστούμι και γραβάτα, ίδιος τζέτλεμαν, σε αίθουσες μεγάλες, να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά πεζά και ποιήματα λαογραφία και παράδοση ποτισμένα, να βγάζει βιβλία, και την ίδια στιγμή, νάτος με την κρητικιά φορεσιά να πηγαίνει σε εκδηλώσεις του συλλόγου ή άλλες, να σφίγγει το κεφαλομάντηλο και να χορεύει, να τραγουδά, και να σκορπά τη χαρά παντού. Κι όλα τούτα χωρίς να περιμένει αναγνώριση, συμπαράσταση ή τεμενάδες, χωρίς να ακούει τα σχόλια, πικρόχολα ή όχι. Ό,τι κάνει το κάνει επειδή το πιστεύει. Και πάντα για τον πολιτισμό μας και τη διαφύλαξη των προγόνων μας την κληρονομιά. …
Μα, ο Μεγαλοδύναμος που μας φέρνει στη ζωή, άξαφνα μας τον επήρε και κλάψαμε, κλαίμε και τον αποχαιρετήσαμε για να αναπαυτεί κοντά στον Άγιο Αλέξιο, που ξέχωρα λάτρεψε, στο όμορφο εκκλησάκι που είχε χτισμένο στη κορφή του βουνού για να αγναντεύει από κει τη λατρεμένη του Γραμπούσα και την Κίσαμο στην γαλάζια αγκαλιά του Μυρτίλου. Μ’ αν έφυγες δε χάθηκε, το πνεύμα κι η γραφή σου, πάντα εδώ θα τριγυρνά, η γελαστή μορφή σου.