Η Εκπαιδευτική Εταιρεία μας αποφάσισε να μας οδηγήσει στις 16 και 17 του Μάη σε μια νέα απόδραση μακριά από τη μιζέρια του αύριο και κοντά σε έναν ονειρικό τόπο με ιστορία και ομορφιά. Στο οροπέδιο του Λασιθίου.
Παράλληλα θεωρήθηκε αναγκαία μια επίσκεψη στο νέο και ανακαινισμένο Μουσείο του Ηρακλείου για να δούμε τα νέα εκθέματα για βελτίωση των γνώσεών μας στην ιστορία. Και όπως πάντα φροντίζει οι αναμνήσεις μας να παίρνουν χρώμα και να μη ξεθωριάζουν. Αυτό το επιτυχαίνει όταν φροντίζει οι συμμετέχοντες να απολαμβάνουν ωραία γεύματα με αισθησιακές γεύσεις της κρητικής κουζίνας και του θεϊκού κρητικού κρασιού, που χιλιάδες χρόνια τώρα προσφέρει απλόχερα η κρητική γη στους τυχερούς κατοίκους της.
Ξεκινήσαμε την προκαθορισμένη ώρα από την πλατεία Δικαστηρίων. Η συνάντησή μας λίγο πριν από την επιβίβαση, αλλά και μέσα στο λεωφορείο, ήταν γεμάτη εκπλήξεις. Αυτό έφερε μία ανάλογα μεγάλη διάθεση ευθυμίας και χαράς. Πολλοί συνάδελφοι και φίλοι μεταξύ τους, εκπαιδευτικοί, είχαν πολύ καιρό να συναντηθούν και να κάνουν παρέα. Ξαφνικά βρέθηκαν και άρχισαν να λένε και να θυμούνται πολλά. Θυμάσαι;… Θυμάσαι;… Και έτσι η έκπληξη έγινε ανάμνηση και η ανάμνηση έγινε χαρά. Και άρχισαν να θυμούνται… να θυμούνται… δίχως τέλος και να γελούν… και να γελούν… αξέχαστες ανθρώπινες στιγμές. Αυτές οι στιγμές που πλημμυρίζουν την καρδιά κάθε εκπαιδευτικού με αναμνήσεις και αισθήματα και τον κάνουν να θυμάται τη δουλειά του και να μονολογεί «σε ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες να γίνω δάσκαλος».
Σε όλη τη διαδρομή από τα Χανιά μέχρι το Ηράκλειο τα πειράγματα και οι αναμνήσεις έδιναν κι έπαιρναν, ακολουθούσαν γέλια και πάλι γέλια, αστεία και ανέκδοτα και η ευθυμία έγινε μεταδοτική σε όλους. Ακόμα κι η καρδιά του οδηγού άνοιξε κι άρχισε να μονολογεί όταν έχω ξένους στο λεωφορείο δεν λένε ανέκδοτα, είναι αμίλητοι και δεν γελούν.
Στο Ηράκλειο σταματήσαμε έξω από το Μουσείο. Μόλις άνοιξε η πόρτα του λεωφορείου μάς υποδέχτηκε η ξεναγός που είχαμε κλείσει για την ξενάγηση στο Μουσείο. Ηταν πολύ συμπαθητική γυναίκα, ψηλή, μελαχρινή, με μεγάλα καστανά μάτια, κομψή, με ένα ωραίο πλατύ χαμόγελο. Εδινε την εντύπωση ότι είχε βγει από τις σελίδες των βιβλίων του Καζαντζάκη. Η ακούραστη και άρτια σε γνώση ξενάγησή της μας ενθουσίασε όλους. Μάθαμε πολλά, είδαμε νέα πράγματα και πάνω απ’ όλα θεωρήσαμε ότι κάναμε ένα προσκύνημα στην ιστορία του τόπου μας και των προγόνων μας.
Συνεχίσαμε το ταξίδι με προορισμό την Πλάκα. Οταν φτάσαμε στην Ελούντα άρχισε να διαφαίνεται το μαρτυρικό και ιστορικό νησί, το φρούριο της Σπιναλόγκας. Κατεβήκαμε στο χωριό του προορισμού μας. Η Πλάκα ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν την κόλαση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας. Τα απότομα πανύψηλα πέτρινα βουνά που υψώνονται γύρω σου καθώς βρεθείς σε αυτό το χωριό σου δίνουν την ψευδαίσθηση ότι ακουμπούν στον ουρανό και σε φυλακίζουν, σαν πανύψηλοι τοίχοι ενός φρουρίου. Και ότι ο μόνος δρόμος απόδρασης είναι η θάλασσα. Βλέποντας το νησί απέναντι και τη μικρή προβλήτα μπροστά και το καταθλιπτικό γύρο τοπίο αυθυποβάλλουν τον επισκέπτη αρνητικά. Ετσι άρχισα και εγώ να φαντάζομαι τους αρρώστους και τις οικογένειές τους που χώριζαν εκεί. Και σιγά – σιγά βούλιαζα στον ωκεανό των αισθημάτων και της λύπης των μοιραίων οικογενειών. Φανταζόμουν τις τελευταίες βουρκωμένες ματιές των αρρώστων καθώς μέσα από τη βάρκα χαιρετούσαν για τελευταία φορά τον τόπο και τους ανθρώπους που γνώριζαν, με το συναίσθημα ότι δεν θα τους ξανάβλεπαν ποτέ πια. Στον δρόμο της επιστροφής προς τον Αγιο Νικόλαο έπεσε σιωπή στο λεωφορείο κι όλοι σοβαροί μιλούσαν χαμηλόφωνα σα να επέστρεφαν μετά από ένα μνημόσυνο. Φτάσανε στον Αγιο Νικόλαο κατάκοποι, αλλά ευχαριστημένοι. Μερικοί συνέχισαν να αναζητούν τις γεύσεις και τις εικόνες στα εστιατόρια και τα μαγαζιά της πανέμορφης νυχτερινής πρωτεύουσας του Νομού Λασιθίου.
Την επομένη ημέρα Κυριακή ξεκινήσαμε με προορισμό το οροπέδιο Λασιθίου και το σπήλαιο του Ψυχρού. Σε όλη αυτή τη διαδρομή ανέλαβα τον δύσκολο ρόλο του ξεναγού για να πω τι θα πρέπει να προσέξουμε στη διαδρομή και λίγα λόγια για την ιστορία του οροπεδίου ανά τους αιώνες. Κατάλαβα ότι η αφήγηση της ιστορίας ενθουσιάζει πολλούς ανθρώπους, αλλά επιδρά και σαν υπνωτικό χάπι σε μερικούς άλλους. Το κούνημα του λεωφορείου, η περιγραφή ιστορικών γεγονότων και η ελληνική μυθολογία προκαλούν σε μερικούς καταστολή των βασανιστικών ενεργών προβλημάτων και φέρνουν υποσυνείδητα τις μνήμες της πρώτης νηπιακής ηλικίας. Τον ονειρικό κόσμο του αγαπημένου παππού και της γιαγιάς με τα παραμύθια που τους έλεγαν για να κοιμηθούν. Πιστεύω ότι ένας τέτοιος γλυκός ύπνος με ένα τέτοιο γλυκό όνειρο είναι κάτι ανώτερο από ένα μάθημα ιστορίας. Κάναμε έναν σύντομο σταθμό στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Κρουσταλλένιας. Το τοπίο είναι μοναδικό και καταπράσινο στην καρδιά του οροπεδίου. Το μοναστήρι είναι συνδεδεμένο με την πρώτη επανάσταση εναντίον των Ενετών των Αγιοστεφανιτών. Οι Ενετοί της Κρήτης, ανήμποροι να καταστείλουν την επανάσταση του οροπεδίου, αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Δούκα των Κυκλάδων Σανούδου. Οταν κατάφεραν να καταστείλουν την επανάσταση στο οροπέδιο, δεν έδωσαν στον Σανούδο αυτά που του υποσχέθηκαν και ήρθαν σε ρήξη μαζί του. Αυτός συμμάχησε με τους Κρητικούς και άρχισε πόλεμο εναντίον των Ενετών της Κρήτης. Με τη μεσολάβηση της μητρόπολης της Βενετίας βρέθηκε ειρήνη μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων. Αλλά αυτό έφερε ένα κέρδος στους Κρητικούς γιατί κατάλαβαν τα αδύνατα σημεία του νέου κατακτητή.
Φτάσαμε στο χωριό Ψυχρό σε μια διαδρομή που ήταν διαρκής εναλλαγή τοπίου. Αγρια δέντρα διαδέχονταν καταπράσινα χωράφια που έμοιαζαν με κεντημένα χαλιά σε χρώματα πράσινο, κίτρινο, με μερικές πινελιές του καφέ και του κόκκινου. Τα πράσινα χωράφια διαδέχονταν δενδροφυτείες από δάσος καρυδιών και μετά διαδέχονταν αυλακωμένα και καλλιεργημένα χωράφια από πατάτες και κηπευτικά. Το μάτι του ταξιδιώτη δεν κουραζόταν ποτέ από κάτι μονότονο. Οι εικόνες ήταν διαδοχικές και πάντα διαφορετικές. Στο τέλος του χωριού φτάσαμε στον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων και αποβίβασης των επιβατών. Ενα πολύχρωμο μελίσσι διαφορετικής εθνικότητας ανθρώπων περιφέρονταν στα αναψυκτήρια και προσπαθούσαν να δροσιστούν πίνοντας τους προσφερόμενους φυσικούς χυμούς που έφτιαχναν μπροστά του από ντόπια πορτοκάλια. Στη γύρω ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη η μυρωδιά του ψημένου κρέατος από τις υπαίθριες ψησταριές των διαφόρων εστιατορίων. Αυτό όμως που δεν περιγράφεται είναι η μοναδική θέα του οροπεδίου των 50.000 στρεμμάτων που απλώνεται μπροστά στα μάτια του ταξιδιώτη, αμέσως μετά από τον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων. Τα χρώματα που επικρατούν είναι το πράσινο και το κίτρινο, μερικά κομμάτια του καφέ της πρόσφατα καλλιεργημένης γης, σπάει το μονότονο του πράσινου. Η θέα είναι τόσο μαγική που σε υπνωτίζει και σε κάνει να την απολαμβάνεις άφωνος και εκστατικός, ακούγοντας μόνο το ελαφρό σφύριγμα του δροσερού αέρα που κουβαλά μέσα του τις μυρωδιές της μαγιάτικης άνοιξης. Αφού οι επισκέπτες δροσίστηκαν και πήραν τα σχετικά εφόδια (νερό για τον δρόμο) άρχισαν να ανηφορίζουν έναν πεζόδρομο μήκους περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων, κουραστικό, ανηφορικό, που οδηγεί στην είσοδο του σπηλαίου του Ψυχρού. Μερικά γαϊδουράκια με τα σαμάρια τους ήταν δεμένα στη σκιά άγριων και ψηλών δέντρων, περίμεναν υπομονετικά κάποιον επισκέπτη να τον πάρουν με την πλάτη τους, σε όλο αυτό τον ανηφορικό δρόμο έναντι κάποιου χρηματικού αντιτίμου.
Σταμάτησα να δω τις σκηνές που διαδραματίζονταν όταν μερικοί άνθρωποι, που δεν γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους υποζύγιο, προσπαθούσαν να ιππεύσουν. Ο τρόπος αντίδρασης των αναβατών, του ζώου και του ιδιοκτήτη έμοιαζαν με κωμική ταινία. Τα επιφωνήματα φόβου του αναβάτη, οι νευρικές κινήσεις του ζώου και οι εντολές του ιδιοκτήτη στο γαϊδουράκι και τον αναβάτη να ηρεμήσουν. Προκαλούσαν στους γύρω θεατές τα γέλια. Μετά από κοπιαστική πεζοπορία στο ανηφορικό λιθόστρωτο φαίνεται η είσοδος του σπηλαίου. Το σπήλαιο είναι άρρηκτα δεμένο με τη λατρευτική ζωή των Μινωιτών και τη γέννηση του Θεού Δία και του Μίνωα. Και δένει την ιστορία της Ελλάδος με αυτή της Κρήτης. Δίκαια αποκαλούν το σπήλαιο σαν Βηθλεέμ της αρχαίας Ελλάδας. Μέσα στο σπήλαιο η θερμοκρασία μοιάζει με ψυγείο και το θέαμα των σταλακτιτών είναι επιβλητικό. Εχουν γίνει πολλές ανασκαφές και η ιστορία του απλώνεται στον χρόνο εδώ και 7.000 χρόνια.
Η επιστροφή από τον περιφερειακό δρόμο του οροπεδίου συνολικού μήκους 23 χιλιομέτρων είναι μια σπάνια εμπειρία. Η εικόνα του τοπίου σε κάθε χιλιόμετρο είναι εντελώς διαφορετική. Προς τη μεριά του οροπεδίου είναι ορατά τα βαθιά χαντάκια που είχαν ανοίξει οι Ενετοί μηχανικοί για να αποστραγγίσουν τα στάσιμα νερά του οροπεδίου του Λασιθίου κι έτσι να μετατρέψουν το οροπέδιο Λασιθίου σε σιτοβολώνα ολόκληρης της Κρήτης. Αφού το είχαν κηρύξει σαν απαγορευμένη ζώνη κατοίκησης είχαν γκρεμίσει όλα τα σπίτια της περιοχής, είχαν ξεριζώσει όλα τα δέντρα της περιοχής και είχαν αφήσει όλη την περιοχή ακατοίκητη επί διακόσια χρόνια. Αργότερα και σταδιακά επέτρεψαν πρώτα την καλλιέργεια του οροπεδίου και μετά την κατοίκησή του από εποίκους που έφεραν από την Πελοπόννησο. Το όνομα Λασίθι προέρχεται από την ιταλική ονομασία των κλήρων που έδωσαν στους εποίκους. Τα περισσότερα χωριά πήραν τα ονόματα των φεουδαρχών που κατείχαν την περιοχή. Αργότερα μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους ο Νομός ονομάστηκε Νομός Λασιθίου τιμής ένεκεν για τη μάχη των γιγάντων που είχε δοθεί στο οροπέδιο και τη νίκη των επαναστατών εναντίον των Τούρκων το 1867.
Ακολούθησε ένα υπέροχο γεύμα σε ένα εστιατόριο με το όνομα “Κουρήτες” στο χωριό Τζερμιάδο· τα φαγητά και το κρασί ήταν εκλεκτά. Η κουζίνα του ήταν υπέροχη και παραδοσιακά κρητική.
Μετά το φαγητό πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι εικόνες που ακολούθησαν ήταν αλησμόνητα εντυπωσιακές κι η διαδρομή ονειρεμένη. Τους ενετικούς ανεμόμυλους διαδεχόταν το μαγικό τοπίο του φράγματος του ποταμού Αποσελέμη. Και αμέσως μετά η αίσθηση ότι είσαι σε αεροπλάνο και πετάς πάνω από τη Χερσόνησο και τα Μαλλιά. Δυστυχώς πολύ σύντομα φτάσαμε στο γραφικό λιμάνι του Ρεθύμνου και μετά από μια μικρή ανάπαυλα πήραμε τον δρόμο επιστροφής στα Χανιά. Ετσι πήρε τέλος μια απόδραση που έμεινε στη μνήμη μας γεμάτη εικόνες, γνώσεις και συναισθήματα που δεν ξεθωριάζουν ποτέ.
*μαθηματικός