To Γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (OLAF) έκλεισε και επισήμως τον φάκελο που αφορούσε το σκάνδαλο των υπερβολικών και παράνομων αμοιβών που είχαν δοθεί σε Ελληνες εκπαιδευτές της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το «διά ταύτα», σύμφωνα με σχετική επιστολή, συνοψίζεται στο ότι το ελληνικό Ελεγκτικό Συνέδριο είχε ήδη πράξει τα δέοντα και άρα δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης του OLAF, με βάση την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας της επιτροπής με τα κράτη-μέλη.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αποφασίσει να καταλογίσει 210.000 ευρώ αντί έξι εκατομμυρίων ευρώ που –όπως είχε εντοπίσει ο έλεγχος δύο υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομικών– είχαν «αχρεωστήτως καταβληθεί σε εκπαιδευτές είτε λόγω άγνοιας του αντικειμένου είτε επειδή δεν ήταν σε θέση να διδάξουν το αντικείμενο το οποίο είχαν χρεωθεί». Μάλιστα, ένας από τους δύο ελεγκτές, που κατέχει υψηλόβαθμη θέση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, επέμενε την άνοιξη του 2016 με επιστολή του προς την υπηρεσία της Ε.Ε. ότι «η εξέταση σε δείγμα 50 εκπαιδευτών απέδειξε παράνομες αποζημιώσεις ύψους 6 εκατομμυρίων ευρώ»…
Από τον έλεγχο των δύο υπαλλήλων στα σχετικά δικαιολογητικά των εκπαιδευτών, έχουν περάσει εννέα ολόκληρα χρόνια χωρίς ακόμα να έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για έναν από αυτούς γίνεται καταλογισμός, ενώ ο έτερος, συγγενικό πρόσωπο του οποίου φέρεται να έχει εισπράξει παράτυπα αμοιβές, έχει αποβιώσει.
Ψευδή στοιχεία
Το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε αποφανθεί ότι «η θεώρηση των χρηματικών ενταλμάτων στηρίχθηκε κυρίως σε στοιχεία ψευδή ή ανύπαρκτα. Κατά συνέπεια ήταν επιβεβλημένη η ορθή αξιολόγηση από όσους έπρεπε να θεωρήσουν τα χρηματικά εντάλματα. Αυτό δεν το έκαναν όσοι έπρεπε να θεωρήσουν τα εντάλματα». Ως εκ τούτου, καταλήγει το Ε.Σ., «οι θεωρήσεις αυτών έγιναν μη νόμιμα και συντρέχει λόγος αναθεώρησής τους…».
Από τον έλεγχο είχε διαπιστωθεί η καταβολή 2,225 εκατ. ευρώ με μη σύννομες διαδικασίες, όπου οι εκπαιδευτές αμείβονταν έως και 610 ευρώ/ώρα (!) σε μια εποχή που η νόμιμη αποζημίωση ήταν 35,22 ευρώ/ώρα.
Επίσης, είχαν γίνει μη σύννομες αναθέσεις διδασκαλίας σε εκπαιδευτές που στερούνταν των τυπικών προσόντων. Μερικά από αυτά τα πρόσωπα πραγματοποιούσαν έως και 17 διαφορετικά μαθήματα σε έξι διαφορετικά ΙΕΚ, με ωράριο μέχρι 225 ώρες τον μήνα πέραν του «κανονικού ωραρίου»! Μια… σούπερ εκπαιδεύτρια δίδασκε 17 γνωστικά αντικείμενα, όπως εικαστικές τέχνες, αεροπορικοί ναύλοι, αεροπορικό μάνατζμεντ, ηλεκτρονική επεξεργασία σχεδίου, τοπογραφικές ασκήσεις, νοσηλευτική τραυματιολογία κ.ά., ενώ ήταν πτυχιούχος Νομικής! Η εν λόγω υπάλληλος, εκτός από την πλήρη πρωινή της απασχόληση, «κατόρθωσε» να αποζημιωθεί για 225 ώρες πρόσθετης απασχόλησης σε έναν μήνα. Οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι για να καταφέρει να διδάξει όλες αυτές τις ώρες, «θα έπρεπε να βρίσκεται εν υπηρεσία 48 ώρες το 24ωρο».
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αποφασίσει να καταλογίσει ευθύνες για τα περαιτέρω σε όσους εκπαιδευτές διορίσθηκαν χωρίς να έχουν τα νόμιμα τυπικά προσόντα για να διδάξουν. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες της «Κ», δεν επιβάλλονται καταλογισμοί σε όσους δεν είχαν τυπικά επικυρωμένη πρόσληψη, καθώς το ανώτατο δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναρμόδιο.
Ομως, οι ελεγχόμενοι που έφεραν την ιδιότητα του συντονιστή του εκπαιδευτικού έργου προέβαλαν τον υπερασπιστικό ισχυρισμό ότι ήταν επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα του «απουσιολόγου» και άρα δεν υπήρχε ανάγκη ελέγχου των τυπικών προσόντων. Ωστόσο, οι συμβάσεις τους αναφέρουν ότι τους ανατίθεται «διδακτικό έργο» με υποχρέωση να συντάσσουν μηνιαίες εκθέσεις «για την πρακτική άσκηση των ασκουμένων» και την επίδοσή τους, με τις απαραίτητες παρατηρήσεις για την αξιολόγηση της διαδικασίας. Στην πράξη, όμως, δεν ήλεγχαν ούτε αν οι εκπαιδευτικοί ήταν στις θέσεις τους, όπως αποδεικνύουν τα δύο πορίσματα των ελεγκτών του ΥΠΠΟ.
Αυτό, μάλιστα, συνομολόγησε και η ίδια η διοίκηση του ΟΕΕΚ, σε έγγραφό της το 2007, σημειώνοντας ότι «δεν μπορεί να νομιμοποιήσει ερμηνείες που έγιναν δεκτές… προκειμένου να δικαιολογήσουν την ανάθεση καθηκόντων συντονιστή σε συγγενικά πρόσωπα, τα οποία δεν διέθεταν τα απαιτούμενα από τις ανωτέρω διατάξεις προσόντα…». Το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο είχε κρίνει την υπόθεση και ποινικά, απαλλάσσοντας τους κατηγορούμενους για λόγους παραγραφής των αδικημάτων, καθώς από την τέλεσή τους είχε παρέλθει μία δεκαετία.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr