Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Γάνδης, που ερευνούν τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, έχουν προχωρήσει σε ακριβείς εκτιμήσεις για τα αίτια της φωτιάς που ακολούθησε τη σύγκρουση των τρένων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσίευσε η εφημερίδα «Real News», οι Βέλγοι ειδικοί φαίνεται να έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα για το φορτίο που μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, αναφέροντας ότι στο πρώτο βαγόνι υπήρχε τουλάχιστον 3,5 τόνοι εύφλεκτων υγρών.
Αυτά τα εύφλεκτα υγρά, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ήταν πτητικοί υδρογονάνθρακες, πιθανότατα ξυλόλιο και τολουόλιο, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και στη νοθεία καυσίμων.
Τα υγρά μεταφέρονταν σε μια δεξαμενή διαστάσεων 1 επί 2,5 μέτρων, χωρίς να έχουν δηλωθεί.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Real News, για τις έρευνες του το κλιμάκιο των Βέλγων ακαδημαϊκών είχε στη διάθεση του δείγματα από το σημείο της τραγωδίας, αλλά και από τους κατεστραμμένους συρμούς.
Επιπλέον, στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου ερευνήθηκαν διεξοδικά όλα τα διαθέσιμα βίντεο και οι εικόνες από τις εκρήξεις που προκλήθηκαν μετά τη σύγκρουση των τρένων και τη φωτιά που ακολούθησε.
Αξιοποιώντας το καινοτόμο σύστημα ανάλυσης μέσω τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτουν, οι ερευνητές έχουν καταλήξει και σε άλλα σημαντικά συμπεράσματα.
Το εκτιμώμενο βάρος των πτητικών υδρογονανθράκων που εκτιμάται ότι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία ήταν μεταξύ 3,5 και 4 τόνων.
Οι εκρήξεις που ακολούθησαν τη σύγκρουση, διάρκειας περίπου 8 δευτερολέπτων, δημιούργησαν ένα «μανιτάρι» πυρκαγιάς που έφτασε σε ύψος τα 80 μέτρα.
Η διάρκεια της πυροδότησης και το μέγεθος της πυρόσφαιρας επιβεβαιώνουν την παρουσία αυτών των επικίνδυνων υγρών.