Την Πέμπτη το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου, στην Επισκοπή Ρεθύμνης, έξω από το σπίτι που γεννήθηκε ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης, έγιναν τα αποκαλυπτήρια πλάκας που αναφέρει για τον νεαρό ήρωα.
Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόταση που μου έκανε – όσο ζούσε ακόμα – ο αδελφός του, φίλος και συγγενής, Γιώργης Μακρυγιαννάκης, που είχε θέσει σκοπό της ζωής του επίσημα αποκαλυπτήρια. Όμως «έφυγε» και δεν πρόλαβε να δει και να απολαύσει εκείνο που με λαχτάρα περίμενε.
Είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος από την Επισκοπή και από τα γυρόχωρα. Πήρε το μάτι μου και αρκετούς Ασηγωνιώτες.
Η εκδήλωση άρχισε με την επιμνημόσυνο δέηση και με λίγα μεστά λόγια από τον πανάξιο ιερέα της Επισκοπής, π. Παύλο. Ακολούθησαν λίγα λόγια από τον αδελφό του Πέτρο, γεμάτα συναίσθημα. Ήταν μια κουβέντα που έκανε με τον νεκρό αδελφό του και είχε φαίνεται πολλά ερωτηματικά να του απευθύνει. Ήταν κάτι το υπέροχο ο μονόλογος του Πέτρου προς τον Νικόλα.
Τα λίγα και λιτά λόγια που είπα και εγώ έπειτα, σας τα παραθέτω.
Ήταν ένα όμορφο παλληκαρόπουλο ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης. Γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926 και είχε δηλαδή μόλις ξεπεράσει την εφηβεία και τα 18 χρόνια ζωής.
Δικαιολογημένα διακατεχόταν από έντονα αισθήματα φιλοπατρίας. Με απέχθεια έβλεπε τους μισητούς Ναζί να έχουν πατήσει την αγαπημένη του πατρίδα στο λαιμό και να καταπιέζουν τον πληθυσμό της.
ποθέτω πως η μάνα του η Μαρία, κόρη του Γιάννη Νικόλα Πετράκη και εγγονή του Αρχηγού Α’ Τάξης Πετρονικόλα του Νομού Σφακίων που υπαγόταν εκείνη την εποχή η Ασηγωνιά, θα του είχε κάνει σχετική κατήχηση. Υποθέτω πως θα τους μισούσε θανάσιμα γιατί αν και είχαν περάσει 3 χρόνια από το θάνατο του αγαπημένου της αδελφού Μανώλη πολεμώντας τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, στα Ρεθεμνιανά Περβόλια τον θυμόταν και τον έκλαιγε ακόμα.
Έτσι λοιπόν ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης από πολύ νωρίς και πολύ νέος εντάχθηκε στην αντίσταση κατά των Ναζί. Φορτωμένος τουφεκοκούμπουρα εκτελούσε αποστολές. Αυτό κάποια στιγμή θα έγινε γνωστό στους Γερμανούς και θα τον γράψανε στα κιτάπια τους σαν επικίνδυνο αντάρτη. Αυτό ήταν κι η αιτία να μην διστάσουν καθόλου, όταν τον εντόπισαν στο σπηλιάρι του Μουσέλα την Σκοτεινή απέναντι από την Αρκούδαινα.
Εκεί στην σπηλιά κοιμόταν το παλληκάρι και ξεκουραζόταν από τον κόπο κάποιας αποστολής. Δεν ξέρω, μα το υποθέτω πως κάποιοι προδότες ίσως να τον κατέδωσαν, δυστυχώς πάντα υπήρχαν και κακοί Έλληνες. Το δεκαοχτάρικο παλληκαράκι δεν πρόλαβε να αντιδράσει και να αδράξει το αυτόματο που κρατούσε. Αν προλάβαινε, ίσως να αρπάξει το στεν που είχε δίπλα του, ίσως να εξελίσσονταν διαφορετικά τα πράγματα. Όμως τον πρόλαβε ο χάρος.
Οι Γερμανοί που εισέβαλαν στην σπηλιά δεν δίστασαν καθόλου. Όπως ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν, και χωρίς καν να τον ξυπνήσουν, άδειασαν επάνω του τις δολοφονικές σφαίρες απο τα όπλα τους. Οι Γερμανοί έφυγαν αμέσως φοβούμενοι ίσως αντίποινα από τους αντάρτες και το παλληκάρι έμεινε εκεί ακίνητο χωρίς πνοή.
Το άλικο αίμα του συνέχισε να ρέει και να ποτίζει το δάπεδο της σπηλιάς μαζί και το δέντρο της λευτεριάς που δεν θα αργούσε να βγάλει κλαδιά και κλωνάρια.
Οι ριπές από τα γερμανικά αυτόματα αντιβούησαν στο φαράγγι του Μουσέλα και ακούστηκαν από τα απέναντι χωριά. Οι δικοί του κατάλαβαν αμέσως τί συνέβη, και πως οι απανωτές μπαλωτές δεν ήσαν για καλό! Ήξεραν πως εκεί κάπου κοιμόταν ο Νικόλας, επειδή το προηγούμενο βράδυ είχε περάσει για λίγο και στα κλεφτά, και με μύριες προφυλάξεις από το σπίτι του.
Όπως κοιμόταν η μάνα του, ένας τρομακτικός εφιάλτης την έκανε να πεταχτεί έντρομη από το κρεβάτι της.
– «Όφου εφάγανε οι σκυλωτανισμένοι το Νικόλα μου!»
Άρχισε να στριγγλίζει και να δερνοκοπιέται.
– «Σώπα!» Την καθησύχασε ο άνδρας της, «Μα αυτό ήταν όνειρο.»
– «Όι, όι, εγώ τό’δα καθαρά, όφου το κοπέλι μου» και συνέχισε το κλάμα και τα μοιρολόγια.
Το αλάνθαστο ένστικτο της μάνας την είχε προειδοποιήσει!
Οι Γερμανοί είχαν πάρει τις πληροφορίες τους και άρχισαν να κάνουν ανακρίσεις. Μεταξύ των άλλων που ανέκριναν ήταν και ο πατέρας του Νικόλα, ο Γιώργης Μακρυγιαννάκης που έσφιξε την καρδιά του και αρνήθηκε κάθε συγγενική σχέση με το νεκρό παλληκάρι. Μη ξεχνάμε πως «όλα τά’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» εκείνη τη δύσμοιρη εποχή και εύκολα μπορούσαν να στραφούν και να κάνουν κακό και στην υπόλοιπη οικογένεια. Αυτό νομίζω πως ήταν το πιο δραματικό σημείο της ιστορίας.
Εδώ λοιπόν στο σπίτι που γεννήθηκε ο Νικόλας Γεωργίου Μακρυγιαννάκης και με δαπάνη της οικογένειας εντοιχίστηκε μια πλάκα της οποίας τα αποκαλυπτήρια θα γίνουν ευθύς αμέσως. Και γράφει το όνομα του παλληκαριού που θα το διαβάζουν οι περαστικοί και θα θυμούνται τον ήρωα και την προσφορά του για την μυριάκριβη τη λευτεριά.
Θα τελειώσουμε με στίχους του φίλου μου ποιητή Λουκά Ρούλια αποχαιρετώντας τον:
«Μαραμένα της νιότης σου τ’ άνθη
πέσαν όλα χλωμά εις το χώμα
και το γέλιο επνίγη στο στόμα
κι απ’τα χείλη εχάθη η πνοή
Κι όσο σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις
στα βουρκωμένα μάτια μου θωρώ
τον κόσμο να γυρίζει ν’ αγναντεύεις
με ένα χαμόγελο θλιμμένο και πικρό»
Και παρακάτω:
«Είπα για σένα δεν ταιριάζουνε στέφανα κι ελεγεία
γιατί αυτά είναι μονάχα για νεκρούς
Εσύ ανήκεις στην αθάνατη χορεία
των ηρώων και ζεις σε όλους τους καιρούς.»
Ζήτω η Ελλάδα
Ζήτω η Εθνική Αντίσταση της Κρήτης
Στο τέλος της εκδήλωσης προσφέρθηκαν νόστιμα και πλούσια εδέσματα καθώς και καλό Πισκοπιανό κρασί και άλλα ποτά.