Ανοιχτές πληγές για το φυσικό περιβάλλον του Νομού Χανίων αποτελούν τα δεκάδες παλιά λατομεία που -παρά τα όσα ορίζει η νομοθεσία- σχεδόν κανένα δεν έχει αποκατασταθεί.
Την ίδια στιγμή, παρά την ύπαρξη -πλέον- πιστοποιημένων χώρων για τον διαχωρισμό και την εναπόθεση απόβλητων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ), η ανεξέλεγκτη ρίψη μπαζών εξακολουθεί να αποτελεί καθημερινή πρακτική, επιβαρύνοντας ρέματα και δημιουργώντας διάσπαρτες χωματερές στην ενδοχώρα του Νομού.
Η εικόνα που παρουσιάζουν τα παλιά λατομεία και οι εγκαταλελειμμένες εξορύξεις είναι αποκαρδιωτική: τοπία σεληνιακά που συχνά, όταν δεν υπάρχει φύλαξη και μέριμνα, καταλήγουν σε σκουπιδότοπους.
Κι αν για τους ιδιώτες η παράβλεψη της υποχρέωσης αποκατάστασης των παλιών λατομείων βασίζεται στην έλλειψη επιχειρηματικού κινήτρου (κέρδους) και την απουσία ενός αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού, δυστυχώς, ούτε η Δημόσια Διοίκηση έχει να επιδείξει μια διαφορετική στάση που θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο.
ΝΤΑΜΑΡΙ ΤΗΣ… ΥΠΟΜΟΝΗΣ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παλιό λατομείο στη θέση «Ρούμα» στο Χορδάκι. Ένα λατομείο που βρίσκεται σε έκταση του Δήμου Χανίων (πρώην Δήμου Ακρωτηρίου) και την περίοδο 1974-1997 μισθώνονταν σε ιδιώτες για την αξιοποίησή του. Το 1997 οι λατομικές δραστηριότητες σταμάτησαν, ωστόσο, 22 χρόνια μετά, το λατομείο παραμένει μη αποκαταστημένο.
Η συζήτηση για την αξιοποίησή του προς όφελος της τοπικής κοινωνίας χρονολογείται από την εποχή που έπαψαν οι εξορύξεις. Το 1997, ένα κλιμάκιο ελέγχου ποιότητας περιβάλλοντος, που είχε συσταθεί με απόφαση του νομάρχη Χανίων, είχε διαπιστώσει ότι δεν είχαν τηρηθεί οι περιβαλλοντικοί όροι αποκατάστασης (φυτεύσεις, δημιουργία πράσινης ζώνης περιμετρικά, περίφραξη κ.ά.) και είχε εισηγηθεί την επιβολή προστίμου ύψους 45.000 ευρώ. Πρότεινε, δε, στην ειδική μελέτη αποκατάστασης που θα έπρεπε να υποβάλλει η εταιρεία εκμετάλλευσης του χώρου, να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα χωροθέτησης μουσείου, θεάτρου ή γηπέδου. Το 1999, αντίστοιχο κλιμάκιο διαπίστωνε πως δεν είχε γίνει τίποτα από όσα προβλέπονταν.
Από τότε χρειάστηκαν να περάσουν 10 ολόκληρα χρόνια για να ανακινηθεί το θέμα. Με ενέργειες του καποδιστριακού Δήμου Ακρωτηρίου εκπονήθηκε το 2010 μια μελέτη για τη μετατροπή του παλιού λατομείου σε χώρο «υποδοχής και αποθήκευσης αδρανών υλικών, προϊόντων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων».
Στη μελέτη επισημαίνονταν, μεταξύ άλλων, τα πολλαπλά περιβαλλοντικά οφέλη καθώς, όπως τονίζονταν, θα περιορίζονταν το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης ρίψης μπαζών και παράλληλα η περιοχή θα εξυγιαίνονταν με δεντροφυτεύσεις. Μάλιστα, γίνονταν αναφορά στη δυνατότητα αξιοποίησης των παλιών βιομηχανικών κτηρίων ως μουσειακού χώρου λατομικών διεργασιών.
ΕΓΚΡΙΣΗ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΙΣΜΑ
Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2012, μέσω του τοπικού Τύπου γίνονταν γνωστό ότι ο αντιπεριφερειάρχης Χανίων Απ. Βουλγαράκης ενέκρινε τους περιβαλλοντικούς όρους του έργου, ανοίγοντας τον δρόμο για την αποκατάσταση του παλιού λατομείου από τον καλλικρατικό Δήμο Χανίων.
Στην έγκριση, που είχε ισχύ 5 χρόνια, αναφέρονταν περιληπτικά οι εργασίες που έπρεπε να γίνουν για την κατάλληλη διαμόρφωσή του. Μεταξύ άλλων, προβλέπονταν η κατασκευή περίφραξης με φυλάκιο για ελεγχόμενη είσοδο των φορτηγών φορτοεκφόρτωσης, η εξασφάλιση νερού για το πότισμα των φυτών που θα φυτεύονταν, η απομάκρυνση επικίνδυνων υλικών κ.ά.
Η έγκριση δόθηκε αλλά το έργο δεν προχώρησε καθώς ο Δήμος επικαλέστηκε αδυναμία (έλλειψη προσωπικού, θεσμικού πλαισίου κ.ά.) να λειτουργήσει μια τέτοια υποδομή.
Μια υποδομή που αναμφίβολα θα είχε να προσφέρει πολλά καθώς αφενός θα έδινε μια ανέξοδη λύση στη διάθεση των μπαζών από τα έργα που εκτελεί ο ίδιος ο Δήμος κι αφετέρου θα πρόσφερε την προοπτική δημιουργίας ενός χώρου αναψυχής και πολιτισμού στην επιβαρυμένη από τόσες οχλούσες δραστηριότητες περιοχή του Ακρωτηρίου.
“ΠΑΣΑ” ΣΤΗ ΔΕΔΙΣΑ
Λίγα χρόνια αργότερα, την Άνοιξη του 2018, θέλοντας να βγει από το αδιέξοδο ο Δήμος Χανίων σχεδίαζε να παραχωρήσει τη χρήση του χώρου στη ΔΕΔΙΣΑ για να ξεκινήσει μια κάποια αποκατάσταση του παλιού λατομείου.
Πράγματι, η ΔΕΔΙΣΑ ξεκίνησε να μεταφέρει εκεί τεμαχισμένα κλαδιά προκειμένου να καλυφθεί η τεράστια τρύπα που υπάρχει. Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές μοιάζουν να βρίσκονται στον «αέρα» καθώς οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου έχουν λήξει από το 2017 και κανείς δεν γνωρίζει αν και πως θα προχωρήσει η συνολική ανάπλαση του χώρου.
Εν κατακλείδι, το ερώτημα που τίθεται μετά από τόσα χρόνια είναι το εξής: υπάρχει βούληση και σχέδιο για την αξιοποίηση της δημοτικής αυτής περιουσίας προς όφελος της τοπικής κοινωνίας ή θα εξακολουθήσει να βρίσκεται αφημένη στη μοίρα της, σηματοδοτώντας την αδιαφορία της Πολιτείας απέναντι στο περιβάλλον και τον δημόσιο χώρο;