Ενας κύκλος παραστάσεων κλείνει. Τα σκηνικά φεύγουν. Τα φώτα σβήνουν. Η αυλαία πέφτει. Οι ηθοποιοί αναχωρούν, γι’ άλλο σπίτι, γι’ άλλο όνειρο, γι’ άλλο παραμύθι.
Αποκαθηλώνεται η σκηνή, είναι το κενό βαρύ και ένας μονόλογος, απόκοσμος – βαθύς, τους τοίχους κοσμεί.
Αχ, καταπονημένη μου Σκηνή
Φτιαγμένη από ρίζες ξύλινες
Βγαλμένες από την Μάνα Γη
Ως πότε θ’ αντέχεις;
Ανθρώπων βήματα
Την πλάτη σου σεργιανίζουν
Τη ράχη σου ματώνουν
Σπετσάτα πολυμορφικά
Επάνω σου καρφώνουν
Ιστορίες παραποιούν
Παραμύθια εξιστορούν.
Κιθάρες και βιολιά
Εγχορδα, κρουστά
Πιάνο και πνευστά
Νότες αγγελικές συνθέτουν
Των ανθρώπων τις κραυγές
Μελωδικά να γαληνεύουν.
Και το γήρας σου κλονίζεται.
Το βράδυ αλλάζεις μορφή.
Σαν το φάντασμα με τ’ άσπρα
Στην πλατεία του θεάτρου κυκλοφορείς.
Τα χέρια σου διάπλατα ανοίγεις
Και ουρλιάζεις.
Είναι που η σανίδα σου πονεί
Μα ποιος;
Σε ποιον;
Απόψε θα το πει;
Βήμα ανοίγεις
Γρήγορο, αργό
Κοιτάς
Ξανακοιτάς
Αναζητάς
Μα πουθενά κανείς
Ούτε καν ο φροντιστής.
Δεν έμεινε κανένας
Τις πληγές σου να σκουπίσει
Των θεατρίνων τα φτιασίδια
Τα φτερά, τα στρας, τα πούπουλα
Γρήγορα να απομακρύνει.
Στο κέντρο μόνη στέκεσαι
Είσαι μια γριά που έχεις ζήσει πολλά
Με τα βουρκωμένα μάτια
Τους προβολείς κοιτάς
Και την Ανυπαρξία ρωτάς.
Πού πήγαν οι εποχές;
Που είχες την Αλήθεια
Φίλη Πιστή;
Αχ καταπονημένη μου Σκηνή
Ως πότε θα περιμένεις
Την σανίδα σου στα δυο
Ν’ ανοίξεις;
Την ψευτιά να καταπιείς
Και στο Βήμα που σ’ αναλογεί
Θέση στην Αλήθεια να παραχωρήσεις;
Αχ καταπονημένη μου Σκηνή
Που οι ρίζες σου είναι πιο βαθιές
Από των ανθρώπων τα πονήματα
Τι και αν το σκαρί σου γέρνει χαμηλά
Κάνε τον Χρόνο συντροφιά
Εχεις να δεις ακόμα πολλά.
ΥΓ: Θερμότατες ευχαριστίες σ’ όλους εκείνους τους πιστούς εργάτες του θεάτρου, που προσπαθούν να προάγουν, με ταπεινότητα, ρομαντισμό και αυτοθυσία τον πολιτισμό στην πόλη των Χανίων.