Ενα κομβικό σημείο στην ιστορία της φωτογραφίας υπήρξε η εργασία του Ελβετού Robert Frank, The Americans. Ηταν το αποτέλεσμα μια διετούς περιήγησης στις Ηνωμένες Πολιτείες με την υποστήριξη του Ιδρύματος Guggenheim και πρωτοεκδόθηκε το 1958 στο Παρίσι, καθότι οι Αμερικανοί εκδότες ήταν διστακτικοί στο να προωθήσουν μία τόσο αιρετική ματιά. Ο λόγος ήταν ότι ο Frank αμφισβητούσε τα εικονογραφικά στερεότυπα του αμερικανικού ονείρου και εισήγαγε τον σκεπτικισμό στην ανθρωπιστική φωτογραφία που κυριαρχούσε μεταπολεμικά.
Ηταν η πρώτη φορά που η φωτογραφία σήκωνε το φρύδι στο άκουσμα αυτού που αποκαλούμε “μεγάλες αφηγήσεις” και ιδεολογίες. Ο Jack Kerouac που τελικά προλόγισε την αμερικανική έκδοση του βιβλίου το ’59 χαρακτήρισε το Frank τραγικό ποιητή και το έργο επηρέασε σημαντικούς δημιουργούς από τις ακόλουθες γενιές φωτογράφων, οι οποίοι ανέπτυξαν κριτική ματιά και άρχισαν να αφηγούνται μικρές ιστορίες που ως τότε κρύβονταν κάτω από το χαλί.
H φωτογραφία δεν είναι πια μόνο προϊόν αυθορμητισμού, αλλά και στοχασμού. Η κριτική στάση έχει στραφεί από ένα σημείο και έπειτα και προς την ίδια την εικονοποιεία και σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η κριτική θεωρία. Ο φωτογράφος δεν είναι πλέον οπλισμένος με βεβαιότητες κατά τον τρόπο που ήταν οι μεγάλοι δάσκαλοι του μεσοπολέμου, φορέας μίας διάνοιας αδιαμφισβήτητης. Η φωτογραφία έχει καταστεί ένα μέσο εξερεύνησης και επικοινωνίας που αφήνει τα νοήματα ανοιχτά ώστε να αποκρυσταλλωθούν μπροστά στο κοινό της. Με αυτόν τον τρόπο λαμβάνει μία έντονα πολιτική διάσταση, διότι παύει να απευθύνεται πλέον μόνο στις αισθήσεις και προσκαλεί τον συλλογισμό.
Ως εκ τούτου αυτό που πολλοί φωτογράφοι κάνουν με το έργο τους είναι να θέτουν ερωτήματα και όχι να δίνουν απαντήσεις. Ήδη θεωρούμε ως βασική αρχή της φιλοσοφίας τη θέση των σωστών ερωτημάτων για την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην επεκτείνεται η ίδια αρχή και στις εικόνες. Οι τοίχοι ενός μουσείου ή μιας γκαλερί μπορούν να αποτελούν μια συλλογή από ερωτηματικά πάνω στα οποία καλείται ο επισκέπτης να συλλογιστεί και να καταλήξει ή όχι στα συμπεράσματά του.
Ο μηχανισμός είναι αρκετά απλός. Σύμφωνα με την παραδοσιακή ανάγνωση της φωτογραφίας, που βασίζεται στο ρεαλισμό, σε μια εικόνα ψάχνουμε την ομοιότητα με τον πραγματικό κόσμο. Σύμφωνα όμως με τη σημειολογική ανάγνωση, αυτό που αναζητούμε είναι οι διαφορές. Ο φωτογράφος ξεκινάει παρέχοντας στον θεατή πληροφορίες που του είναι ήδη γνωστές και είναι μέσα από τις αποκλίσεις από αυτό το γνωστό πεδίο που παράγει τη νέα πληροφορία.
Ο μηχανισμός αυτός δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση του κόσμου, αλλά έχει και πολιτισμικές προεκτάσεις.
Πριν καν διατυπωθούν αυτές οι θεωρίες ο Robert Frank εφάρμοσε στους Αμερικάνους του αυτό ακριβώς το μοντέλο. Οι φωτογραφίες του ήταν διαφορετικές από τη συμβατική απεικόνιση της ευημερούσας Αμερικής. Τα παστέλ προάστια μπορούσαν να είναι βαρετά, οι δρόμοι βρώμικοι και άθλιοι και οι καουμπόυδες αργόσχολοι. Πίσω από το απαστράπτον αμερικανικό όνειρο η ζωή εκτυλισσόταν στις σκιές.
Σήμερα η φωτογραφική ρητορική έχει πάρει πολλές μορφές, άλλες απλούστερες, άλλες πιο σύνθετες και σίγουρα πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πώς λειτουργούν οι διάφορες εκφάνσεις της. Το γεγονός όμως ότι κάποιες εικόνες μπορεί να μοιάζουν δύσκολες ή ακατανόητες δεν πρέπει να αποθαρρύνει το θεατή. Είναι πιθανό να αποτελούν απλά μια πρόσκληση σε διάλογο.