Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Αποκλεισμένος κοντά ένα μήνα

Βδομάδες τρεις περασμένες ολότελα ήτανε, που είχε γιομίσει μαυροσύννεφα παχιά κι αγριεμένα, να πυκνώνουν, να πυρακτώνονται, να ανάφτουν ως καταχτυπιόντουσαν με αστραποβρόντια, κι όλο φοβέρα και κίντυνο για τους θνητούς, που κακοποιούμε το περιβάλλον και τούτο με τη σειρά του μας εκδικείται, κι είναι καιρός σοφότερα να σκεφτούμε και πράξουμε, τα μαύρα σύννεφα, λέω, δεν αντέχανε τόσο νερό να κουβαλούνε και ώρες πολλές το ρίχνανε μαζωμένο στη γης, που δεν πρόφταινε να το καλοδεχτεί μέσα της, να το τραβήξει, και γίνηκε ρυάκια, μικροποταμάκια και χείμαρροι ορμητικοί κι επικίνδυνοι.

Κρεμασμένοι, θυμάμαι, όλοι στα ερτζιανά κύματα με την ανάσα κομμένη απαντέχαμε τι γίνανε να μάθουμε, πέρα στο Ηράκλειο, το παλικάρι κι οι κοπελιές που γυρνάγανε από γάμο χαρούμενοι και στο διάβα τους από τέτοιο φονιά χείμαρρο παρασυρθήκανε. Κλάψαμε σαν ήρθε το φοβερό μαντάτο. Κι οι τέσσερεις, ω Θε μου, πνιγμένοι βρεθήκανε. Φρίκη! Σ’ όλη την επικράτεια απλώθηκε ο πόνος ο δυσβάσταχτος.
Και να. Ίσα που πάσκιζα όλα τούτα στο νου μου να τα παραμερίσω, πάλι από βοριά ερχόμενα μαυρισμένα, όλο φοβέρα και θάνατο τα σύννεφα, αδειάσανε το πολύτιμο σε καιρό λειψυδρίας φορτίο τους πάλι εδώ στην Κρήτη. Γιομίσανε δρόμοι και βουνά ρυάκια και μικρομέγαλους χειμάρρους.
Κι αρχίνιξε το δαιμόνιο μαντατοφόρο τρυποκάρδι να ροκανίζει νιόβγαλτα φτέρουγα στ’ απανώχειλό μου και στης καρδιάς το δίχασμα, σαν ένοιωθα να βομβαρδίζεται διαδίκτυο και τηλεόραση, «νέα εισβολή προβλέπεται σε τρεις μέρες με έντονες βροχοπτώσεις, αέρα και κρύο τσουχτερό…», λέγανε ,και μας έβρισκε ανέτοιμους να το δεχτούμε. Τρεις μέρες είχανε ολότελα περάσει με τη μεγάλη νεροποντή και μια νύχτα ολάκερη πάλι έβρεχε και με το που άνοιξα τα μάτια μου το πρωί ανατριχιαστικά κουδούνισε το τηλέφωνο.
-Λέγετε..
-Είστε καλά κύριε Γιώργο, ακούστηκε τρομαγμένη η φωνή της Ειρήνης από τον πάνω μαχαλά, αγαπημένης γυναίκας του Δημήτρη, με πολύ εχτίμηση από μέρους μας στη φαμίλια τους ολάκερη.
-Τι συμβαίνει, ρώτησα ανήσυχος.
-Δίπλα σας τα χωράφια είναι μια λίμνη. Κι εμείς αποκλεισμένοι είμαστε, δεν ξέρω στα ζωντανά τα κακόμοιρα πως θα πάμε να τα ταΐσουμε….
Σχεδόν κρεμάστηκε το ακουστικό στο χέρι μου κι ίσα που πρόκανα να την ευχαριστήσω.
Έριξα το πανωφόρι βιαστικά στους ώμους μου, ξεπόρτισα βιαστικός, θόλωσε ο νους μου, τα γόνατά μου λύγισαν. Ομορφοφτιαχμένο, με μεράκι, κόπο κι έξοδα δυσβάσταχτα ο γείτονάς μου ο Φειδίας, αμπελάκι ορεξάτο είχε πριν δυο χρόνια φυτεμένο και σήμερα ήτανε μια λίμνη και το νερό σαν χείμαρρος να τρέχει. Δυο σειρές κλήματα είχανε απομείνει και το νερό και στο δικό μας χωράφι με κλήματα, ξινόδεντρα κι ελιές φυτεμένο και στη μέση το σπιτικό μας είχε ορμήσει. Κι η μεγάλη ξώπορτα, σίδερο και ξύλο γερό φτιαγμένη, κείτονταν στη λασπωμένη γης.
Φάνηκε κι η συμβία μου λιπόψυχη κι ευαίσθητη, μόναχα που δεν έκλαιγε.
Δοξάσαμε τον Θεό που δε γίνανε τα χειρότερα κι ας μην μας είχε μείνει δρόμος να περάσουμε, να βγούμε από το υποστατικό μου. Ήρθε ο εργάτης, έφτιαξε πρόχειρα την πόρτα. Κι αφήσαμε τα υπόλοιπα για στερνότερα. Να περάσουν οι βροχές. Κι ήρθε πάλι από την τηλεόραση το άλλο φριχτό μαντάτο πως ένας κτηνοτρόφος, τα ζωντανά του να ταΐσει πήγαινε, κι ο δυστυχής παρασύρθηκε από το χείμαρρο, πάει, ορφάνεψε μια οικογένεια ακόμα.
Κι ο κίντυνος θαρρέσαμε πως, πάει, πέρασε. Πολλές βροχές, φχαριστούμε Θεέ μου, γιομίσανε οι δεξαμενές όλες της γης, από παντού αναβλύζει το νερό, φτάνει, παρακαλώ Σε, για φέτος.
Μα πάλι κάτι έδειξε ο δορυφόρος, να, καινούργια προειδοποίηση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. «ψυχρό μέτωπο, με κρύο βροχές και καταιγίδες. Προσοχή…».
Άδικα πάσκιζα να ξεδιαλύνω όνειρο ή όραμα ή ξυπνητός για, κοιμισμένος ήμουνα με τα μάτια ορθάνοιχτα, γιομάτα τρόμο μην και κατέβει ορμητικό χιλιάδες τόνοι το νερό απ’ τα βουνά και βρεθούμε μεσ’ στο σκοτάδι κυλισμένοι προς το αγριεμένο θαλασσόνερο που γυάλιζε μακάβρια στο πηχτό σκοτάδι. Κι απόμεινα μπροστά στα αγιασμένα με το φωτοστέφανο πρόσωπα του Χριστού, της Παναγιάς και των Αγίων, που με παρηγορούσανε στην ανατολική μεριά της κάμαρης. Κι ο νους μου αλλού. Χιλιάδες μίλια προς τα δυτικά. Εκεί, στο μακρινό Μαϊάμι που κρεμασμένη στο τηλέφωνο η στερνοθυγατέρα μας, βουτηγμένη στο δυνατό τέντωμα των νευρώνων, βαριανάσαινε και χαλάρωνε τη φωνή της μην και μας δώσει πιότερο φόβο στον τρόμο μας.
Κι ο ποταμός, γιομάτος νερό  λάσπη ξύλα κι ό,τι εύρισκε ομπρός του κουβαλημένα, να μη χωρεί στο καινούργιο γεφύρι να σκαρφαλώνει από πάνω, να παρασέρνει ελιές στο διάβα του, να φτάνει προς τη θάλασσα μαζί με σύγκορμα αρμυρίκια εκεί στο δρόμο τον ασφαλτοστρωμένο και μπογιάντιζε καφετιά τη θάλασσα. Και να μουγγρίζει στο διάβα του. Και τα νεύρα μας παράλυτα να μας βυθίζουν στο χάος.
-Κι αν σπάσει πάλι ο ποταμός; Γρύλισε έντρομη από δίπλα η γυναίκα μου.
-Μη φοβάσαι το σπίτι στέρεο είναι, πάσκισα να της δώσω θάρρος.
Μα για να δώσεις θάρρος πρέπει να το έχεις μέσα σου και να το μεταλαμπαδέψεις. Για τούτο και την άρπαξα από το δεξί το χέρι. Πού να το βρω το θάρρος μπροστά στον άμεσο τον κίνδυνο;
-Πάμε.
-Τρελάθηκες; Πού να πάμε.
-Απέναντι. Στο άλλο το σπίτι με τα πιο δυνατά θεμέλια με τα δυο μέτρα τα πέδιλά του μέσα στη γης. Αυτό δεν κινδυνεύει σαν ετούτο στο μάτι το κυκλώνα στο μέρος που πρώτα θα χτυπήσει του νερού η δύναμη. Δεν έχει γερά θεμέλια. Μπορεί και να το ξηλώσει ολάκερο.
Μα αυτή, πιο φοβητσιάρα και συντηρητική, δυσκολευότανε την απόφαση να πάρει. Όμως έπρεπε. Για πιότερη ασφάλεια. Περιθώρια σκέψης κι αλλιώτικης αντίδρασης δεν υπήρχανε, την αρπώ δυνατά από το χέρι, την αγκάλιασα, τη φίλησα, «πάμε αγάπη μου» της είπα προσποιητά ήρεμα και την τράβηξα ελαφρά ώσπου το αποφάσισε, και μεσ’ στη βροχή, με την ομπρέλα να αναποδογυρίζει στον δυνατόν αγέρα, βρεθήκαμε, ολόβρεχτοι, είκοσι μέτρα μακριά, ανεβήκαμε τα λιγοστά σκαλιά και μπήκαμε στο πετρόχτιστο υπερυψωμένο σπίτι που μένει όταν έρχεται η θυγατέρα μας, ετούτη που κρεμότανε στο τηλέφωνο να μας ενθαρρύνει ψυχικά από το μακρινό Μαϊάμι.
Κι ως έριξα λίγα λιόκλαδα στο τζάκι, ως έβαλα δαδί για προσάναμμα κι έριξα σπίρτο αναμμένο, τσακ, σβήνει το φως. Κι απομείναμε στο αντιφέγγισμα των ξύλων που βρεμένα κι αυτά δυσκολευότανε να ανάψουν κι ένα κερί που βρέθηκε στο τραπέζι.
Πολλά τα νερά, δυο μέτρα πάνω κάτω βροχή έπεσε, δε χώραγε στη γης, γινήκανε ποτάμια όλα τριγύρω. Πάει κι ο πετρόχτιστος ο τοίχος, δεν άντεξε, ευτύχημα που το σπίτι σώθηκε και προ παντός εμείς κι ας μην είχαμε φως για δυο μέρες και τηλέφωνο και ιντερνέτ για κοντά ένα μήνα. Φάρμακα, ταχυδρομικό περιστέρι ο Παναγιώτης, μας τα έφερνε, συνταγές τηλεφωνικά, με το κινητό οι γιατροί μας τις δίνανε κι ο φαρμακοποιός όταν βγήκαμε από δω, τότε πληρώθηκε. Ας είναι καλά ο κόσμος. Κατά δύναμη νοιαστήκανε, δεν έχω παράπονο και ξεχωρίζω τον ψαρά και κτηνοτρόφο το Γιώργη που επέμενε «Ό,τι ώρα με χρειαστείς, Γιώργο, πάρε με να τρέξω» έλεγε και το πίστευε. Και το Γιάννη τον ταβερνιάρη φχαριστώ. Τρεις φορές πέρασε κι ας μην τον ακούσαμε όταν φώναζε.
Δοξάζω τον Θεό, ετούτα ήτανε τα παθήματά μας, αμελητέα μπρος τα χειρότερα, τον ευχαριστώ που μας αγαπάει και μας προστάτεψε.
Κι ας ήμασταν αποκλεισμένοι ένα σχεδόν μήνα χωρίς δρόμο και τηλέφωνο. Ήρθε ο Δήμαρχος ο Σταθάκης, δυο φορές, με τις γαλότσες, μας έδωσε κουράγιο κι αγάπη, απ’ έξω, πώς να μπει στο σπίτι; δεν μπορούσε. Φρόντισε, κάνανε προσωρινά δρόμο μέσα από το διπλανό αμπέλι που τώρα είναι πέτρες και χαλίκια, κυκλοφορώ, τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.
Κι η ζωή συνεχίζεται. Όμορφη όπως πάντα, με αισιοδοξία και όνειρα, βλέποντας το ποτήρι πάντα μισογεμάτο, ποτέ μισοάδειο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα