Ο Βαφές είναι από τα χωριά του Αποκόρωνα που διατηρεί το τοπικό χρώμα και οι δραστήριοι άνθρωποι του την παράδοση.
O Βαφές, όποτε η Κρήτη βρέθηκε υποδουλωμένη από ξένους κατακτητές, αποτελούσε ως εκ της θέσης του, αλλά και της γενναιότητας και πατριωτισμού των κατοίκων του, ένα κομμάτι της αδούλωτης Κρητικής γης. Νότια του χωριού και σε απόσταση 500 μέτρων απολήγει μια χαράδρα – φαράγγι που ξεκινά από τις Ρίζες των Λευκών Ορέων, το Λαγγό. Το φαράγγι αυτό είναι κατάφυτο από κάθε λογής όμορφες πρασινάδες και στη δεξιά πλευρά του, στην κόγχη ενός σπήλιου είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Άϊ- Γιάννη του Ερημίτη όπου κάθε χρόνο στις 7 του Οκτώβρη πραγματοποιείται παραδοσιακό πανηγύρι. Λίγο πριν το εκκλησάκι και πάνω στο βράχο έχει φυτρώσει και έχει γιγαντωθεί μια τεράστια συκομωρέα, ίσως η μοναδική στην Κρήτη.
Στην απέναντι πλευρά και σε υψόμετρο 240 μ. διανοίγεται ένα μικρό σπήλιο αλλά με μεγάλη και τραγική ιστορία. Η είσοδος είναι πολύ χαμηλή και για να περάσεις από αυτή πρέπει να συρθείς με την κοιλιά στο έδαφος. Μετά συναντούμε έναν μικρό προθάλαμο πέντε έξι μέτρων πλάτους απ’ όπου κατερχόμεθα αριστερά και από ένα άλλο στένωμα περνάμε στον κύριο θάλαμο και αυτός όμως δεν είναι άνετος για παραμονή μακρά. Έχει διαστάσεις περ. 8 x 4 και ύψος οροφής από 1,60 μέχρι 2 μέτρα, και μοιάζει λίγο σαν λαξευμένος σε ορισμένα σημεία. Στο μέσον, αριστερά, υπάρχει το κενοτάφιο όπου διατηρούνται ακόμη μερικά από τα οστά των μαρτύρων της θυσίας του 1821. Το σπήλαιο συνεχίζει στο βάθος με έναν άλλο θάλαμο πολύ χαμηλό, διαστάσεων 12 x 10 και που το ύψος της οροφής δεν ξεπερνά τα 70 εκατοστά.
Εκεί υπάρχει και η μικρή γούρνα με το κρύο νερό απ’ όπου και η ονομασία του σπηλαίου. Το συνολικό μήκος είναι περίπου 30 μέτρα και δεν έχει φυσικό διάκοσμο. Εισερχόμενος σ’ αυτόν τον ιερό χώρο και αναλογιζόμενος ότι εδώ, στα ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, έζησαν έστω και για λίγες μέρες, άνθρωποι, γυναίκες με μωρά παιδιά, ηλικιωμένοι και άλλοι, σε πιάνει δέος και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έμεινα για ώρες συγκλονισμένος, όταν βγήκα για πρώτη φορά από τον χώρο, σκεπτόμενος ποιες τραγικές στιγμές περνούσαν οι προγονοί μας κατά την Τουρκοκρατία για να αναγκαστούν να καταφεύγουν σε τέτοια απρόσιτα σημεία. Πώς τρέφονταν τα μωρά και οι ανήμποροι σ’ αυτόν τον χώρο που για να χωρέσουν πολλοί θα ήταν υποχρεωμένοι να ευρίσκονται διαρκώς ξαπλωμένοι ή σκυφτοί. Μόνο αν μπεις μέσα σ’ αυτό τον χώρο μπορείς να καταλάβεις όλη την τραγικότητα και το δράμα που έζησαν αυτοί που κατέφυγαν εδώ.
Η ΘΥΣΙΑ
«- Ήντα ‘χεις καπετάνιο μου
Παινέση ή Περαντώνη,
– Παιδιά μ’ έχουμε συφορές
και γλέντια δε μας πρέπουν.
Σκλάβα πιάστ’ η γυναίκα μου
Σκλάβο και το παίδι μου.
Κρούψαν τις οικογένειες
εις στην Κρυονερίδα».
Και άλλες φορές τα γυναικόπαιδα του Βαφέ είχαν κρυφτεί στην Κρυονερίδα, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στην περιοχή αλλά δεν είχαν ανακαλυφθεί από αυτούς.
Τον Αύγουστο όμως του 1821, ο Οσμάν και ο Ρεσίτ Πασάς επικεφαλής τεραστίων δυνάμεων εισβάλλουν από το Ρέθυμνο και απωθούν τους λίγους και σχεδόν άοπλους επαναστάτες στα στενά του Αλμυρού. Τα όμορφα χωριά του Αποκόρωνα καίγονται και οι επαναστάτες καταφεύγουν στα βουνά. Οι άγριοι επιδρομείς μπαίνουν και στον Βαφέ και τον βρίσκουν σχεδόν έρημο, αφού οι άνδρες είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά και ξεσπούν βάναυσα σε λίγους ανήμπορους γέρους και γριές που τους δολοφονούν άγρια. Οι μανάδες με τα μικρά παιδιά πρόλαβαν και κατέφυγαν πάλι στην Κρυονερίδα πιστεύοντας ότι, όπως και τις άλλες φορές, δεν θα τους ανακαλύψει ο Τούρκος. Η παράδοση έχει διασώσει μερικές, ίσως διαφορετικές ιστορίες, για τα γενόμενα. Μια από αυτές αναφέρει πως οι Τούρκοι εξανάγκασαν έναν γέρο που βρήκαν στο χωριό να τους ακολουθήσει. Όταν περνούσαν το Βαφιανό φαράγγι, ο γέρος άκουσε κλάμα μωρού από το σπήλιο και έντρομος προσπάθησε να ειδοποιήσει τη μάνα του φωνάζοντας τραγουδιστά: «Κρούψε μάνα το παιδί σου μη χάσεις τη ζωή σου». Όμως η αδύνατη μάνα, κατά την παράδοση, απάντησε στο γέρο: «Δε το κρούβω το παιδί μου και ας τη χάσω τη ζωή μου». Ο λαϊκός ριμαδώρος έγραψε ερωτηματικά:
«Μάνα πώς τόλμησες εσύ;
Πώς δέχτηκε η καρδιά σου;
Ποια μοίρα σε ταλάνισε κι έχασες τη φιλιά σου,
κι απόθανες απ’ τον καπνό και έσβησε η λαλιά σου,
αντάμα με το σπλάχνο σου σφιχτά στην αγκαλιά σου».
Μέσα στο σπήλιο είχαν στριμωχτεί 130 με 140 γυναικόπαιδα με όσα από τα υπάρχοντά τους τους ήταν απαραίτητα και για τρεις ημέρες οι βάρβαροι επιδρομείς, μετά την ανακάλυψη του σπήλιου από το παραπάνω γεγονός, προσπαθούσαν να πείσουν τους έγκλειστους να βγουν, να παραδοθούν. Με το καλό, με υποσχέσεις, ακόμη και με τη βία, αφού δε μπορούσαν να μπουν στο σπήλιο λόγω της στενής εισόδου του και των 5-6 υπερασπιστών αντρών που λέγεται ότι υπήρχαν εκεί.
Τότε οι βάρβαροι επιδρομείς συνέλαβαν ένα σατανικό σχέδιο. Μάζεψαν κατσιγάρους, χλωρά κλαδιά, θειάφι, κουρέλια και ό,τι άλλο μπορούσαν και τα τοποθέτησαν στο στόμιο της σπηλιάς.
Για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να πείσουν τους χριστιανούς να βγούνε αλλά και πάλι πήραν την ίδια απάντηση από αυτούς που γνώριζαν καλά τι τους περίμενε αν έβγαιναν. Το μαχαίρι του Τούρκου, η ατίμωση, το σκλαβοπάζαρο. Προτίμησαν να πεθάνουν σφιχταγκαλιασμένοι με τον φρικτό θάνατο της ασφυξίας από τους πυκνούς καπνούς της φωτιάς που έβαλαν οι Τούρκοι σε όλα αυτά που είχαν μαζέψει στην είσοδο.
«Έμειναν και έγιναν βωμός,
ιερό προσκυνητάρι,
της λευτεριάς καντήλισμα,
του Αρκαδίου λυχνάρι,
που άναψε και ξέστραψε
τη φλογά τη μεγάλη
σαρανταπέντε χρόνια ύστερα
τση Κρήτης το καμάρι».
Μια άλλη παράδοση αναφέρει πως τη σπηλιά τη βρήκανε Τούρκοι από ένα κουβάρι μαλλί που κρατούσε μια μάνα, όταν μπήκε σ’ αυτό κι είχε κατρακυλήσει έξω.
Σε ορισμένες καταγραφές της θυσίας αναφέρεται πως από τον εξολοθρεμό γλίτωσαν μόνο ο Νικ. Κρασαδάκης, ο Μυλωνοφραγκιάς, μια νεαρή κοπέλα και τα οχτάχρονα παιδιά Ιωάννης Κουτσούδης και Ιωάννης Μπριτζολάκης που κατέφυγαν στα Λευκά Όρη. Ακόμη, ότι οι ένοπλοι υπερασπιστές του σπηλαίου ήταν οι: Αδελφοί Μαυρεδές, Γεώργιος Καπόκης, Δημ. Μπερές, Νικ. Γονδολάκης, Μυλωνοφραγκιάς και Ηλίας Παντερμάκης.
Αναφέρεται, επίσης, πως όταν έφυγαν οι Τούρκοι και εισήλθαν στο σπήλαιο επιζώντες Βαφιανοί από την περιοχή αντίκρισαν το φοβερό και τρομερό θέαμα των αποπνιγέντων. Μανάδες με τα παιδιά των αγκαλιά και την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Ένα νεαρό ζευγάρι αρραβωνιασμένο που έφυγαν αγκαλιασμένοι και αυτοί και ακόμη μερικά δάχτυλα κομμένα, προφανώς για να πάρουν οι δολοφόνοι τα δαχτυλίδια ή βέρες.
Σήμερα, μόνο μερικά από τα αγιασμένα οστά των μαρτύρων υπάρχουν μέσα στο σπήλιο, στο πρόχειρο κενοτάφιο και μερικά ακόμη στο εικονοστάσι, έξω από το σπήλιο, όπου μια μαρμάρινη πλάκα γράφει:
«(Από μια σπίθα, από μικρή φωτιά μεγάλη εγίνη)
Εις αυτό εδώ το σπήλαιον της Κρυονερίδας οι Ρεσίτ και Οσμάν πασάδες την 9/21 Αυγούστου 1821 απέπνιξαν 130 άνδρες και γυναικόπαιδα του Βαφέ χριστιανούς φεύγοντας την Τουρκικήν επιδρομήν μετά τριήμερον γενναίαν αντίστασιν. Εις αιώνια μνήμην των ηρωικών θυμάτων η κοινότης Βαφέ ενετοίχισε κατ’ Αύγουστον 1938».
Η πρώτη οργανωμένη επίσκεψη – προσκύνημα στο σπήλαιο πραγματοποιήθηκε την 11-10-1931 από τον ορειβατικό σύλλογο Χανίων. Επίσης, την 22-8-1971 πραγματοποιήθηκε η επιμνημόσυνη τελετή στο σπήλαιο από την Σπηλαιολογική Ομάδα των Χανίων μαζί με την τότε κοινότητα.
Τα τελευταία χρόνια, μια μέρα του Αυγούστου, όσοι άνθρωποι απόμειναν στον Βαφέ αλλά και αυτοί που έχουν φύγει από το χωριό, μα και πολλοί άλλοι Κρητικοί, έρχονται εδώ για να τιμήσουν τους ήρωες και μάρτυρες προγόνους τους, μαζί και ο σύλλογος Βαφιανών Αττικής “Κρυονερίδα”. Τελείται Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του ερημίτη και μετά επιμνημόσυνη δέηση και σχετικές ομιλίες για το γεγονός στην είσοδο του σπήλιου, και κάποιο κέρασμα κάτω, στην παραδοσιακή ταβέρνα του χωριού.
Τελειώνω με τη Ρίμα για την Κρυονερίδα του Γιάννη Παντερμάκη (Παντερμογιάννη):
«1. Κοντά σιμά εις το Βαφέ σ’ ένα μικρό φαράγγι
εχώνονταν οι Βαφιανοί
σαν ήτονε ανάγκη.
2. Στο σπήλιο ετρυπώνανε
εις την Κρυονερίδα
πως θα γλιτώσουν των Τούρκων
είχανε μια ελπίδα.
3. Και μια βολά ακούσανε
πάλι εκειά τρυπωμένοι
γιατί ήτανε επανάσταση
πάλι ξεκινημένη.
4. Ένα μικιό που ‘κλαιγε
στου σπήλιου το κουτούκι
εγίνηκε η γι αφορμή
κι εβρίκασί τζοι Τούρκοι.
5. Γροικά απού τσι «Τρουλωτούς» γεις Βαφιανούς Λυράρης
κι εφώναζε τραγουδιστά
να πάρουνε χαμπάρι.
6. “Αν θέλεις κακομοίρα μου
γκρούψε το, το παιδί σου
για θα ‘ναι αιτία να χαθείς
κι εσύ κ’ οι χωριανοί σου”.
7. “Μάνα είμαι”, λέει, “δε μπορώ
να γκρούψω το παιδί μου
δεν νταγιαντώ ετσά λοής
δε το βαστά η ψυχή μου”.
8. Κι οι Τούρκοι εγροίκουν το παιδί κι εβρήκανε το Σπήλιο
και δεν αφήκαν Βαφιανό
να ξαναϊδεί τον ήλιο.
9. Στο σπήλιο από ‘ξω ήσανε
τρεις άντρες ντουφεκάδες
βλέπαν τα γυναικόπαιδα
απο τσι Τουρκαλάδες.
10.Τρεις μέρες τονε λέγασι
για να παραδοθούσι
μα κείνοι τονε λέγασι
καλιά να σκοτωθούσι.
11. Δεν ήτονε μική δουλειά
λογιάσετέντο τάξε
μέσα στο σπήλιο εγκρούψανε
τρακόσιους και δεκάξε.
12. Ανάψανε χλωρά κλαδιά
κούτσουρους λαδωμένους
και γκρούψανέ τσι με καπνό
τσ’ ανθρώπους τσι καημένους.
13. Επαίξαν και μια μαχαιρέ
στ’ Αγίου την εικόνα
φαίνεται και θα φαίνεται
σε ούλο τον αιώνα.
14. Αυτός ο σπήλιος του Βαφέ
ο αιματοβαμμένος
θ’ ακούγεται ηρωικός
και καθαγιασμένος.
15. Το αίμα εγουργούθιασε
στου σπήλιου την γωνία
Άγια να ‘ναι τα κόκαλα
κι η μνήμη αιωνία».