Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Αποκριάτικα

«Και στο πείσμα του κόσμου ο Καρνάβαλος και πάλι/ στις Καλύβες θα βροντήξει/ και θα φάμε και θα πιούμε και χαλάλι και χαλάλι/ κι απού έχει βήχα, ας βήξει./ Ελα, κόσμε, τρέχα κόσμε, να μαζέψεις και να δεις/ μασκαράδες να γελούνε και τους άλλους μασκαράδες/ να γκαρίζεις να ρωτούνε και να λες πως τραγουδάς/ κόσμε ψεύτη, κόσμε κλέφτη, που πιστεύεις στους παράδες». Από την ποιητική πρόσκληση (με την υπογραφή Α.Μ.) στο Καλυβιανό Καρναβάλι του 1957 – σαν χθες ήταν, 9 χρονών ήμουν τότε. Οι μεγάλες Αποκριές (Αποκρές ή Αποκράδες επιμένουμε να τις λέμε ακόμα στο χωριό μου). Εντάξει δεν πάμε πάμε Καλύβες, δεν πάμε Παλαιόχωρα, δεν πάμε Κίσσαμο, δεν πάμε Ρέθυμνο ή όπου αλλού θα έκαναν Καρναβάλι, ας όψεται ο κορωνοϊός. Πάμε ωστόσο στους Αγίους Αποστόλους ή όπου αλλού μας βολεύει για να πετάξουμε τους χαρταετούς μας, μεθαύριο. Καλό μεγαλοαποκριατικοσαββατοκύριακο και καλό Καθαροδεύτερο! Καλά να περάσετε (να περάσουμε) όπου κι αν πάτε (πάμε). Ακόμα και στην οικία του… σπιτιού μας να μείνετε (μείνουμε) όπως έγραφα και πριν 5 χρόνια στα “Πεταχτά” (“Χ.Ν.”, 21 Φεβρουαρίου), καλά να περάσετε (περάσουμε).

Από αποκριάτικα έθιμα στα διάφορα μέρη της Ελλάδας να… φάνε κι οι κότες, όπως έχω γράψει κι άλλη φορά επ’ ευκαιρία. Στα “Κατ’ αγρούς (αγροτικά) Διονύσια, στις Χόες των Ανθεστηρίων και στα Λήναια των αρχαίων Αθηναίων, μας παραπέμπουν τα περισσότερα από αυτά. Για απομεινάρια από πανάρχαιες τελετές, κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι, για να το πούμε στην… καθομιλουμένη… ξεσάλωναν. Τι τα θέλουμε, τι τα γυρεύουμε, ένας εκχριστιανισθείς ειδωλολάτρης είναι ο σημερινός Ελληνας, για να θυμηθώ τον Pernot. Ετσι τσι Μεγάλες Αποκράδες/ κουζουλαίνονται κι οι γράδες, για να αρκεστώ μόνο σ’ αυτό…

Απόκριες χωρίς μασκαράδες, ψωμί χωρίς αλεύρι! Μόνο που οι μασκαράδες, οι κουκούγεροι, όπως τους λέγαμε μια φορά στα χωριά μας, κυκλοφορούν ολοχρονίς του χρόνου κι όχι μόνο τις Απόκριες, όπως έλεγε η μάνα μου, που ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με τον μακαριστό μητροπολίτη Ειρηναίο Γαλανάκη. «Να ντυθούμε, Σεβασμιότατε, μασκαράδες;» τον ρώτησαν μια χρονιά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι κοπελιές του Οικοτροφείου Θηλέων Κισσάμου. «Να ντυθείτε παιδιά μου, να ντυθείτε», ήταν η απάντηση του Παππού, για να συμπληρώσει, «μόνο να μην είστε μασκαράδες ολοχρονίς του χρόνου».

Εγώ, πάντως, αν ντυνόμουν, για να το πω στα… νιππιανά, κουκούγερος και για να ‘μαι ντυμένος όλον τον χρόνο, θα ντυνόμουν το δίχως άλλο… μολύβι, όπως έχω γράψει και παλιότερα. Βεβαίως μολύβι με γομολάστιχα για κεφάλι. Δεν κάνω χωρίς αυτό, πώς να το κάνουμε! Αν ντυνόμουν… Οχι, δεν θυμούμαι πότε ντύθηκα κουκούγερος για τελευταία φορά, πάνε πολλά, πάρα πολλά χρόνια από τότε, θυμούμαι, όμως, ότι ντύθηκα… σεΐχης. Μικρό το έξοδο, ό,τι έκανε η μάσκα. Τι καλύτερη κελεμπία από ένα άσπρο σεντόνι… Αμποτε να ‘ρθει η ώρα που δεν θα το παίζουμε, σαν κουκούγεροι, σεΐχηδες, αλλά θα είμαστε κανονικοί. Πού θα πάει, θα βγει το κρητικό πετρέλαιο κάποτε…

«Μέχρι και τα μισά του 20ου αιώνα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, μέχρι τα τέλη του 19ου αι. οι Απόκριες αποτελούσαν περίοδο επιβεβαίωσης και τόνωσης των συγγενικών δεσμών. Παλαιότερα το τελευταίο δεκαπενθήμερο (και σε μεταγενέστερες εποχές το τελευταίο δεκαήμερο) χαρακτηριζόταν από τις επαναλαμβανόμενες συνάξεις συγγενικών ομάδων, τις συνεστιάσεις και τη συμμετοχή σε ευωχικές εκδηλώσεις. Αναμφισβήτητα οι Απόκριες ήταν (ακόμα και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα) η πιο οικογενειακή γιορτή του ετήσιου κύκλου». Αυτά απ’ το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη “Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη”. Οπως κι αυτά που ακολουθούν: «Ακόμη και το κοινό τραπέζι διατηρούσε τα βασικά στοιχεία ενός μνημοσύνου. Σήκωναν τα ποτήρια στη “μακαρία ντως”, θύμιαζαν το φαγητό και μοίραζαν ένα ή περισσότερα πιάτα στις φτωχές οικογένειες. Η πανελλήνια σχεδόν συνήθεια διανομής φαγητού ήταν περίπου τελετουργική στην Κρήτη. Ακόμη κι αν η οικογένεια -αποδέκτης του φαγητού δεν είχε ανάγκη, όφειλε να το δεχτεί με ευχαρίστηση, αφού γνώριζε ότι δινόταν για συγχώρεση των απόντων μελών της οικογένειας που το πρόσφερε».

«Με τη θεία μου τη Θοδώρα/ επηγαίναμε στη χώρα./ Ήλεγέ μου κι ήλεγά τζη/ κι ήκαμέ με κι ήκαμά τζη./ Και στου Μπαμπαλή το δέτη/ παίζω τζη αμπωχτέ και πέφτει./ “Εδε τόπος και λιβάδι/ άχις θειά μου, να ‘σουν άλλη”./ Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου,/ και ταχιά ‘μαι πάλι θειά σου». Απόσπασμα από σατιρικό – ευτράπελο, προφανώς αποκριάτικο δημοτικό τραγούδι (βλ. Σταμάτη Αποστολάκη “Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης”, Χανιά 2010).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα