» A’ μέρος
Αγαπητοί αναγνώστες,
καλές Απόκριες με υγεία και κέφι! Το Τριώδιο, όπως βλέπετε γύρω σας, γίνεται αισθητό, εκτός από τις προετοιμασίες των Μεγάλων Αποκράδω, Κρέτινης (23/2) και Τυρινής (2/3), κυρίως σήμερα Πέμπτη (20/2) τη λεγόμενη Τσικνοπέμπτη.
Θα σταθούμε σε καταγραμμένα σχετικά λαογραφικά δελτία μας, των χρόνων 1950 – 1965, από τα χωριά του Ανατολικού Σελίνου (γι’ αυτό γράψαμε στον τίτλο: “των γονιών μας”, που όμως πιστεύουμε ότι εικονίζουν τα παρακάτω δρώμενα, ολάκερη την περιοχή μας, θησαυρός πολύτιμος για του επιγενόμενους και χρέος -συγγνώμη που το τονίζουμε συχνά- των δυναμένων, να καταγράψουν με τις οδηγίες του Κ.Ε.Ε.Λ. (Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας, της Ακαδημίας Αθηνών) πάντα διαθέσιμου για κάθε σχετική πληροφόρηση και οδηγία!
Μεταφέρουμε, λοιπόν, στη συνέχεια τα συλλεγέντα, τότε, στοιχεία μας, για μια αναπόληση με συγκίνηση στο παρελθόν (ιερή μνήμη των πληροφορητών μας) για τους μεγαλύτερους και για μια σύγκριση με τα σημερινά… που ασφαλώς σε πολλά διαφέρουν!
Λοιπόν:
Την Πέμπτη της Κρέτινης βδομάδας τη λέμε Τσουκνοπέφτη, γιατί σε κάθε σπίτι απόψε το ψητό μυρωδάτο κρέας “ξετσουκνίζει” σαν ψήνεται οφτό στα κάρβουνα και μοσχοβολάει ο τόπος. Ευκαιρία -απόψε- για βεγγέρα κι αποσπερίδα σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το κρασί κι ο μεζές υπάρχει, δόξα σοι ο Θεός, σε κάθε νοικοκυριό. Η καμινάδα καίει και ζεσταίνει για τα γεραθειά, γιατί τα νιάτα έχουν ξεσύρει πάρα έξω τα “κουτσουράκια” τους (τα καθίσματα) και “τα σκαμνιά” τους κι απ’ ώρας συναγωνίζονται στα καθαρογλωσσίδια, στα λογοπαίγνια, στις αστείες κι “αρσίζικες” μαντινάδες, τις λίγο άσεμνες κι ελευθερόστομες, που επιτρέπονται μόνο για τούτες τις μέρες.
Στα χαρούμενα ψυχαγωγικά νυχτέρια και στις κεφάτες αποσπερίδες των Απόκρεω, παίζονται και παιχνίδια σαν την κολοκυθιά, την μπερλίνα, το μπουκάλι (1) και άλλα παρόμοια, ώσπου να ’ρθει κι ώρα της λύρας να στηθεί ο χορός που τον περιμένουν με λαχτάρα τα νιάτα ιδιαίτερα και που θα κρατήσει τις πιο πολλές φορές ως το ξημέρωμα!
Απόψε ο λυρατζής με τον λαγουτιέρη του θα παίξουν και θα τραγουδήσουν μαντινάδες και τραγούδια “που ’ναι των αποκράδω”, όπως τα παρακάτω, με την ιδιαίτερη σπιρτάδα, τ’ αστεία και τα υπονοούμενά τους:
“- Ήμουν κράχτης πετεινός, κι εδά στα γεραθειά μου,
να με τσιμπούν οι γι’ όρνιθες, δεν το βαστά η καρδιά μου”.
“- Το μερακλή τον πετεινό, όσο κι ανέ γεράσει,
οι γι’ όρθες τόνε σέβουνται, απ’ όπου κι αν περάσει”.
“- Οι πέρδικες είναι πολλές, μα πούναι το τουφέκι,
η κάννη του εσκούριασε κι ο πετεινός δε στέκει”.
“- Σαν παίξ’ ο γέρος τη γκαρδιά και τύχει κι αστοχήσει,
τρεις μήνες θα περάσουνε, για να… ξαναγεμίσει” (2)
αλλά και ατέλειωτα τραγούδια, όπως:
“- Εμπέψανέ μου προξενειό μιαν κοπελιά να πάρω
και λώμπης ήτονε καλλιά να βλοηθώ το Χάρο.
Μα ‘γω τη λιγοψύχουνα να τήνε δω ποια είναι
να την εδούν τα μάθια μου, καλή ’ναι γή κακή ’ναι.
Κι ήρθαν οι μήνες κι οι καιροί κι η βουλισμένη μέρα
που ’θελε να στεφανωθώ την άσπρη περιστέρα.
Και στρέφομαι και τη θωρώ, μια μαύρη καμινάδα
και με πιασε ψιλή σφαή και μιαν ψιλή τρομάρα.
Αν πεις και για τ’ αρθούνια τζη ήτονε σα θυρίδες,
και σαν τσι ζουριδότρυπες που διάνε οι ζουρίδες.
Αν πεις και για τα μάθια τζη, έβλεπαν ίσια κάτω,
και σαν τσι κοτσυφοφωλιές εκάναν έναν λάκκο.
Λιγάκι ήτονε στραβή, δεν έφεγγε ψιχάλι,
κι έτρωε και το φαητό, μόνο με το κουτάλι.
Αγάπα το μαγέρεμα, περίτου να ’ναι κρέας,
στον κάρδα τζη κατέβαινε σα να τονε αέρας.
Εις τα μαλλιά τζη ήτονε οι ψείρες μπερδεμένες,
κι ήτανε άλλες ζωντανές και άλλες ψωφισμένες.
Το βράδυ με συργούλευγε να θέτωμεν ομάδι,
κι εγώ τηνε φοβόμουνε, τη νύχτα μη με φάει.
Μαζί – μαζί πλαγιάσαμε, τα δυο σ’ ένα σεντόνι,
κι εκείνη το κατούρησε, κι εμένα τα φορτώνει!” (3)
ή το πιο συνηθισμένο:
– Ένας γέρος είχε αμάχη, με τη γρά ντου, κι είντα να ’χει;
Πως δεν του ’δωσε ζουμί, για να βρέξει το ψωμί!
– Νάχε νογάς γερόντισσα να με παραταΐζεις,
δε σ’ άφηνα, μα το Θεό, πράμα να λαχταρίζεις.
Στριφογυρίζεται η γρα να ψήσει ένα σφουγγάτο,
κι ο γέρος εσηκώθηκε και τήνε ρίχνει κάτω,
κι’ απ’ τα πολλά παλαίματα που κάνανε στα ρούχα,
εσπάσανε το λαδικό και τη γλινοκουρούπα.
Κι ώστε να δει η γερόντισσα, το λαδικό σπασμένο
πιάνει μια διχαλόβεργα κι εζύγωνε το γέρο.
– Άφεις με, γρά μου, άφεις με, άφεις με το καημένο
μα ’γω δεν είμαι για δουλειά ο κακαποδεμένος!” (4)
ή τούτο, με τον εξαίσιο ρυθμό του:
– εις μέρμηγκας μ’ απάντηξε κι είχε τ’ ατζί στριμμένο το μπράτσο σηκωμένο
και το μπερτσέ πλεμένο
κι οπίσω γυρισμένο
σφιχτά καλά ζωσμένος
φράγκικα ξυρισμένος
οβρέικα ντυμένος
τούρκικ’ αρματωμένος
κι ήταν και μέρμηγκας!
– Που πάς αφέη μέρμηγκα, κι έχεις τ’ ατζί στριμμένο;
το μπράτσο σηκωμένο… κ.λ.
– Αμπέλι ν’ είχα στη Βλαχιά και πα ’να το τρυγήσω
κι επέτυχε το έρημο κι έκαμε πέντε ρώγες!” (5)
Κι αυτό με τα αστεία του:
“- Πώς ήτον και πώς γίνηκε ετούτη νια η Κρήτη,
να μην μπορεί να βρει κιανείς φαμέγιο για το σπίτι,
κι αν βρει κιανένα, να ζητά να κάμουνε παζάρι:
– Κάτσε καλέ μ’ αφεντικέ να κάμωμε παζάρι.
Εγώ σαν είναι συννεφιά δεν πάω στο ζευγάρι.
Θέλω στιβάνια κόκκινα και καλογαζωμένα,
σαν πορπατώ να τρίζουνε και να ’ναι παινεμένα.
Θέλω καρτσόνια γαλανά, κόκκινους καρτσοδέτες,
(να μη μου λες αφεντικό, να πα να σκάφτω δέτες).
Και θέλω και τη βράκα μου, να ’ναι οχταφυλλάτη,
να μην τσιτώνει απάνω μου, σαν την προβιά του κάτη.
Θέλω και ζώνη κόκκινη μεταξοφαδιασμένη,
απ’ τση κεραδοπούλας μου τα χέρια περασμένη.
Θέλω ψιλό ποκάμισο και σταυρωτό γελέκι
να μη με πιάνει ο φταρμός, μήδε τ’ αστροπελέκι… (6)
κι οι απαιτήσεις του “φαμέγιου”, ξεπερνούν τα όρια και τα όνειρα του πιο πλούσιου “νοικοκύρη”!
Ε, δεν υπάρχουν, θέλουμε να πιστεύουμε, τόσο παράλογες απαιτήσεις!
Ας θυμηθούμε όμως πάλι τη σημερινή τη μέρα.
Είναι “Τσουκνοπέφτη”, “Τσικνοπέμπτη”, “Πέμπτη της Κρέτινης βδομάδας”. Είναι μέρα γλεντιού και κεφιού, μα δεν είναι μόνο.
Γιατί σήμερα, στην Κρήτη μας, διατηρείται πατρογονικό συνήθειο να κάνουμε “μιστά”, να “μπέμπουμε φαγητά και στα φτωχικά σπίθια” και να μην ξεχνούμε πως:
“- Τση Τσουκνοπέφτης η δωρά, και τση Μεγάλης Πέφτης, και της ημέρας τση Λαμπρής, στον Ουραν’ ανεβαίνει!”
(Πληροφ.: χα Αναστασία Α. Αποστολάκη, 75 χρονών, από το Σέλινο).
– Πράξη που κρύβει μεγαλείο ψυχής! “Δεν μπορεί, να σου κολλήσει, παιδί μου, το καλό φαΐ, όντε δεν το ’χει κι ο γείτονάς σου!”, μας ορμήνευγαν οι μακαρίτες οι γονιοί μας, κάθε χρονιάρα μέρα!…
Αφού ευχηθούμε Καλές Απόκριες κι απόψε κεφάτη με μέτρο Τσικνοπέμπτη, χρέος μας να ευχαριστήσουμε τα “Χανιώτικα νέα” μας για τη σημερινή απρογραμμάτιστη συνεργασία μας. Αν τι μπορέσουμε, θα συμπληρώσουμε τα σημερινά με τα λαογραφικά των Απόκρεω και της Καθαράς Δευτέρας! Γεια σας!
Παραπομπές – Σημειώσεις
1. Ενα μπουκάλι άδειο περιστρέφεται στο πάτωμα, στη μέση του κύκλου της συντροφιάς και φιλεί όποιος δείχνεται από το λαιμό (στόμιο) του μπουκαλιού, όποιον ορίζει (δείχνει) το πίσω του μέρος!
– Στη μπερλίνα λέμε καλά και κακά για εκείνον που κάθεται στη μέση σε μια καρέκλα, σε μυστικό τρόπο σ’ έναν “ταχυδρόμο”. Αυτός αρχίζει αστεία να διηγείται: Μου ’πανε καλά και κακά για σένα… Η μπερλίνα διαλέγει: “Να ’ρθει όποιος είπε πως είμαι…”. Έρχεται και το παιχνίδι συνεχίζει με κέφι, ώρα!
2. M. Z. Nικολακάκι: “Πρόσωπα και τύποι”, Χανιά, 1969, σχ. 8ο, σ.σ. 1-170, εδώ. σ. 155 (Παρουσιάζει πρόσωπα και τύπους των παλιών Χανίων).
3. Ιδομ. Ι. Παπαγρηγοράκη: “Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια”, τομ. Α’ Χανιά 1957, σχ. 8ο, μεγάλο, σ.σ. 1-424, σ. 72 Επίσης: Σταμ. Α. Αποστολάκη: “Ριζίτικα…”, σ. 478.
4. Όπου παραπάνω, σ. 76. Και Αποστολάκης Α. Σταμ. όπου παραπάνω σ. 481
5. Αριστ. Κριάρη: “Πλήρης συλλογή Κρητικών δημωδών ασμάτων…”, Εν Αθήναις 1920, εκδ. Β’, σ.σ. 1-496, σχ. 8ο μεγάλο, σ. 331. Και Αποστολάκης Α. Σταμ., σ. 470.
6. Μανόλη Ι. Πιτυκάκη: “Δημοτικά τραγούδια στην ανατολ. Κρήτη”. Νεάπολις Κρήτης, 1975, σχ. 8ο μεγάλο, σ.σ. 1-224, σ. 193-4.