» Β’ μέρος
Αγαπητοί αναγνώστες,
καλές Απόκριες με υγεία και κέφι!
Γράφαμε πρόσφατα για τα Λαογραφικά της Τσικνοπέμπτης, μιας και ήταν η μέρα της. Σκεφτήκαμε όμως ότι αφού σε δυο – τρεις μέρες φτάνουν και οι Μεγάλες Αποκράδες, πρέπει η συνεργασία μας αυτή να ολοκληρωθεί προκειμένου να τα ξαναθυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να τα γνωρίσει η νεολαία μας, πρώτιστα για τη γνώση του πατρογονικού παρελθόντος, για να τους οδηγήσει σε συγκρίσεις, σκέψεις και εκτιμήσεις ως προς την αξία τους και στη συνέχεια να βγάλει τα συμπεράσματά της για τον σύγχρονο ανάλογο πολιτισμό μας!
Εχουμε λοιπόν στις (23/2, μέρα και γιορτής τ’ Αγίου Πολυκάρπου) την Κυριακή των Απόκρεω, δηλ. την Κρέτινη, όπως την θέλει ο λαός μας! Για τα παλιότερα χρόνια, που μιλούμε, απόψε στα οικογενειακά, φιλικά κ.λπ. συμπόσια και διασκεδάσεις κυριαρχεί το κρέας, το οποίο αργά τα μεσάνυχτα το αποχαιρετούμε. Σοφή, πιστεύουμε, η απόφαση της Εκκλησίας μας, προκειμένου κλιμακωτά να φτάσουμε στην επόμενη Κυριακή της Τυροφάγου, στις (2/3) με τα “τραπεζοκυκλώματά μας” τα οικογενειακά κ.ά. Πλούσια σε τυρερικά (προϊόντα δηλ. του γάλακτος και φαγητά ανάλογα.
Ετσι: Την τέταρτη Κυριακή, τη λέμε Τυρινή κι εμείς, όπως και σ’ όλον τον ελλαδικό, πιστεύω, χώρο, γιατί κύριο άρτυμα είναι το τυρί κι ό,τι παράγεται από το γάλα.
Λέγεται και μακαρονού για τα μακαρόνια ή τα λαζάνια που μαγειρεύουν!
Σε πολλά χωριά της Δυτικής Κρήτης κι ιδίως στον Πελεκάνο, ετοιμάζουν απαραίτητα κατημέρια, το βράδυ της τυρινής αποκριάς, ένα είδος καλιτσουνιών με πολλή μυζήθρα (7).
Αλλά για τούτη ιδιαίτερα τη μέρα και γενικά για τις Απόκριες, έχουμε πολλά να πούμε. Τόσα στ’ αλήθεια, που σκέφτεσαι τι να πρωτοθυμηθείς και λογαριάζεις τι να μην ξεχάσεις!
Σε μερικά όμως, οι άνθρωποι του τόπου μας, είναι ιδιαίτερα δεμένοι, όπως στα παρακάτω:
α) Τα Σάββατα των τριών τελευταίων βδομάδων: «τση Κρέτινης, τση Τυρινής, τση Πρώτης εβδομάδας (ενν. των Νηστειών)», οι γυναίκες δεν λούζονται και δεν καλλωπίζονται, γιατί, κατά που λέει η πατρογονική κατάρα, όσες δεν υπακούουν είναι αφορισμένες!
«- Ανάθεμα ’που λούστηκε, τούτα τα τρία Σάββατα,
το Κρέτινο, το Τυρινό, τση Πρώτης Εβδομάδας.
Κι’ απού λουστεί και χτενιστεί και λόγο δεν πιστέψει
όντε λαμπροφορέψουνε, να μην λαμπροψορέψει»
και πίσω απ’ αυτό το τετράστιχο, ακολουθεί μια τραγική ιστορία, που δικαιολογεί το μεγάλο λόγο της.
β) Τα Σάββατα των Τριών αυτών βδομάδων, «τση Κρέτινης, τση Τυρινής, τση Πρώτης εβδομάδας», τα λέμε Ψυχοσάββατα. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν κόλλυβα και μαζί με κρασί τα πηγαίνουν στην εκκλησία. Μετά τις αιτήσεις για τις ψυχές των πεθαμένων μας, τα μοιράζουν έξω στο εκκλησίασμα. Μέρες αφιερωμένες στους νεκρούς -τούτα τα Σάββατα- δεν αφήνουν περιθώρια για λουσίματα και καλλωπισμούς, όπως τον υπόλοιπο χρόνο. Εξήγηση και για την παραπάνω δεισιδαιμονία που ριζωμένη καθώς είναι δεν την καταπατεί στον τόπο μας καμιά γυναίκα! (8)
γ) Αν φταρνιστεί κανείς στ’ αποκριάτικο τραπέζι, το θεωρούν για κακό (Ξενιτειά γή θάνατος, λέει η γριά και… στενοχωριέται).
δ) Τα ψίχουλα του ψωμιού του τραπεζιού της τελευταίας αποκριάς, τα φυλάγουν τα κορίτσια, για να τα βάλουν το βράδυ στο μαξιλάρι τους κι ίσως ονειρευτούν ποιον θα πάρουν!
ε) Στ’ αποκριάτικα τραπέζια, της τελευταίας ιδίως Κυριακής, τα φαγητά δεν σηκώνονται όλη μέρα κι ως τα μεσάνυχτα το τραπέζι δεν ξεστρώνεται.
στ) Στ’ αποκριάτικα τραπέζια δεν τρώνε μόνοι τους οι άνθρωποι του σπιτιού. Φέρνουν κι άλλοι συγγενείς και φίλοι τα φαγητά τους κι έτσι γίνεται μια συντροφιά μεγάλη όπου εύκολα δημιουργείται κέφι και γλέντι, που κρατά ως το ξημέρωμα. Απόψε, ιδιαίτερα της Τυρινής το βράδυ, θα παιχτούν παιχνίδια, θα γίνουν αστεία, θα χορευτούν χοροί, μέχρι κι «αράπικος» και θα τραγουδήσουν μαντινάδες και τραγούδια αστεία και κάπου – κάπου… ελευθερόστομα, μια και «το καλεί η βραδιά» κι αφού:
«- Τσι μεγάλες Αποκρές κουζουλένουνται κι οι γρες!»
κατά που λέει ο χαρακτηριστικός παροιμιακός λόγος.
Μερικά τέτοια τραγούδια και μαντινάδες, ας ακούσουμε:
«- Ενας γέρος είχε αμάχη, με τη γρά ντου κι είντα να ’χει.
Μακαρούνια εκενώναν, κι’ ήλεγαν πως δε τσοι εσώναν.
Πάει ο γέρος στο παζάρι, ν’ αγοράσει κρέας, ψάρι.
Κι αγοράζει μιαν κοκκάλα, του βουγιού ντως την κουτάλα,
Πέντε μέρες την έψηναν, δεκοχτώ την εξαφρίζαν.
Εκαμεν η γρα ζουμί, βρέχει ο γέρος το ψωμί.
Και σαν ήφαεν ο γέρος: – Γρά, να σε φιλήσω θέλω! —
– Ως κι αν ήμουν αργομοίρα, σκιάς καλόν άντραν επήρα.
Κάθε γύρισμα του χρόνου, μου ζητά ρούχα να βάλει.
Μα ’χω τα κι εγώ πλυμένα και στην κοίτη απλωμένα.
Κι αν ρωτάτε για την ψείρα σαν το στάρι με την ήρα! (9)
– Ζούλιζε την ε, παιδί μου, απού να ’χεις την ευκή μου!» (11)
Αλλά και τραγούδια που γίνηκαν επιτυχίες με τον χαρούμενο σκοπό της λύρας και του λαγούτου· σαν την «Παγώνα» του Κουμιώτη, «Το φαμέγιο» του Μουντάκη, «το πιπέρι», «το γέρο και τη γρά» και ένα πλήθος άλλων, κύρια, από λαϊκούς οργανοπαίκτες της Ανατολικής Κρήτης.
Όσο για τις ανάλογες μαντινάδες, οι σημαντικότερες δημοσιευμένες συλλογές αφιερώνουν και σ’ αυτές, αρκετές σελίδες. Ένα μικρό ανθολόγημα, παρουσιάζουμε εδώ ενδεικτικά:
«- Τα μάθια σου ’ναι σαν τ’ αβγά, τ’ αφθιά σου μιαν παλάμη,
τα πόδια σου, τα χέρια σου, χοντρά σαν το καλάμι».
«- Τα μάθια σου γυαλίζουνε τη νύχτα στο σκοτίδι,
κι η μύτη σου ’ναι πιπεριά και βάλε την στο ξίδι».
«Απ’ όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ’ αρέσει,
πούναι σα χαβανόχερο και κρέμεται να πέσει».
Ένας όμως… κακοπαντρεμένος, θ’ αλλάξει το θέμα κι αποκριάς βράδυ απόψε, δεν θα τα καταφέρει να ξεχάσει τις πίκρες του:
«- Στραβή μου την ελέγανε, μα κείνη αλληθωρίζει,
το βούϊ οπτού το γάιδαρο, δεν τόνε ξεχωρίζει».
«- Και βάνει και μπαλώματα, όμορφα και πιτήδεια,
κι είν’ η κεδιά δυο πιθαμές και δώδεκα δαχτύλια».
Αλλά ο δημοτικός τραγουδιστής του νησιού μας, δεν μπορεί να ’ναι μονόπλευρος! Μια «σπιθαμάτα» από την απέναντι πλευρά θα μας θυμίσει πως:
«- Για πέντε ρίζες χαρουμπιές και τρεις οκάδες λάδι,
επήρες έναν μπουνταλά να ζήσετε ομάδι.
Κι όλες του οι δικολογιές είναι εφτά νομάτοι,
κι είναι οι τέσσερεις στραβοί, κι οι τρεις με τόνα μάτι».
Πειράγματα, που θα πάρουν τέλος με τούτον τον επίλογο, απ’ εδώ:
«- Μωρή τσικαλοστούμπωμα, μωρή λαδοκουρούπα,
που ‘κατσες και κατηγοράς μιαν ασημένιαν κούπα». (14)
Ας ξανάρθουμε όμως στο τραπέζι της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, της Τυρινής δηλ., απ’ όπου ανοίξαμε τούτη τη μεγάλη παρένθεση για το αποκριάτικο γλέντι.
Τούτο το κέφι, θ’ αποκορυφωθεί απόψε με τους μασκαράδες! ζ) Από τις γριές και τους γέροντες των χωριών μας, που ρωτήσαμε, μάθαμε πώς: Μασκαράδες ντύνονται νέοι και νέες, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Οι μικρότεροι, τη μέρα, οι μεγαλύτεροι τα βράδια των Αποκράδω και πιο πολύ τις τελευταίες Απόκριες.
Συνήθως οι κουκούγεροι (άλλη ονομασία των μεταμφιεσμένων στον τόπο μας) παριστάνουν γέρους και γριές, με το απαραίτητο τυρί (= καμπούρα) στην πλάτη, έγκυες γυναίκες προχωρημένης εγκυμοσύνης και άλλα σχετικά θέματα, πάντα αντίθετου φύλου.
Τις μασκάρες ή μουτσούνες ετοιμάζουν από καιρό, με δέρμα (προβιά) λαγού ή κουνελιού συνήθως. Κάποτε, πιο παλιά, μας είπαν, χρησιμοποιούσαν το μπλε σκληρό χαρτί περιτυλίγματος των μακαρονιών, μ’ ανάλογη διακόσμηση, τρυπήματα για τα μάτια, μύτη, στόμα ή κι από άλλα πρόχειρα υλικά… Αλλοι φορούν παλιά ρούχα, ανάποδα!
Απαραίτητα ήταν και τα κουδούνια, σε διάφορα μεγέθη και είδη, όπως: λέρια, καμπανέλλια, μεσόλερα, σκλαβέρια κ.λπ. που κρεμνούσαν στη μέση τους, μπρος και πίσω, οι μασκαράδες και που με ρυθμικές κινήσεις έπαιζαν αρμονικά και συνόδευαν τα βήματά των! Τα κουδούνια αυτά υπήρχαν σ’ όλα τα σπίτια των χωριών μας, με την πλούσια, τότε, κτηνοτροφία, γιατί σήμερα, όλο και λιγοστεύουν «τα λέρια» και τα πρόβατα, οι βοσκοί και τα κατσίκια!
Στα χέρια των, οι μασκαράδες, κρατούσαν χοντρά ραβδιά, τις χουρχούδες και μ’ αυτά έκαναν κινήσεις και χειρονομίες τέτοιες, σαν να φοβέριζαν τους περίεργους ή τους έτοιμους να τολμήσουν να τους ξεμουρώσουν, να τους ξεμασκαρώσουν δηλαδή, για να τους γνωρίσουν!
Να τους τώρα, συντροφιές – συντροφιές. Πηγαίνουν στα συγγενικά και λοιπά σπίτια του χωριού, χαιρετούν με νοήματα, κάνουν αστεία και τούμπες, φοβερίζουν, παίρνουν προσεκτικά το προσφερόμενο κέρασμα στο καλαθάκι των, γιατί δεν μπορούν να το φάνε, χτυπούν συνέχεια τα χουρχουδοράβδια των ρυθμικά και τέλος, φεύγουν, για άλλο σπίτι!
Ολοι, ως τόσο, βγαίνουν στους δρόμους και στα σοκάκια, για να δουν τις συντροφιές των μεταμφιεσμένων, να λογαριάσουν ποιος είναι ποιος και τέλος να συμμαζευτούν στο πιο ευρύχωρο σπίτι ή καφενείο, όπου το γλέντι κι ο χορός θα συνεχιστούν με πολύ κέφι!
Εδώ, ανάμεσα στ’ άλλα στιχάκια, θα τραγουδήσουν και τα επίκαιρα τούτα:
«- Φεύγει και πα η Αποκρά, πάνε και τα ποτήρια,
και μπαίνει η Σαρακοστή, μ’ ελιές και με κρομμύδια!»
«- Φεύγουνε και οι γι’ Αποκρές, πάνε κι οι Τυρινάδες
και μπαίνει η Σαρακοστή με τσι εφτά βδομάδες». (15)
κι ύστερα, με τις γλυκόσυρτες Μεραμπελιώτικες και Μαλεβιζιώτικες κοντυλιές, θα τραγουδήσουν ντέρτια και καημούς, σεβντάδες και μεράκια και πάθια της καρδιάς, με λυμένη πια τη γλώσσα τους, μάγια που τα ’χεις Κισαμίτικο κρασί!, π’ απόψε τόσο τους δρόσισες όλους!
Ατέλειωτα είναι και τ’ αστεία αποκριάτικα τραγούδια με τις μαντινάδες τους,
π’ ως τα ξημερώματα θα τραγουδούν!
Όμως τούτη η συντροφιά, αυτό τ’ ανθρώπινο δυναμικό, το χαιρόμαστε, γιατί ξέρει να διασκεδάσει, να χαρεί, να κάνει κέφι, χωρίς καθόλου να ξεφεύγει από το μέτρο και «το πρεπό», ορισμός και κανόνας πατροπαράδοτος, από την «αθρωπιά» τση Κρήτης!
Παραπομπές – Σημειώσεις
7) Για όσους θα θέλανε τις συνταγές των λαζανιών και των κατημεριών, που αναφέρουμε, είναι οι παρακάτω:
ι) Λαζάνια: Ζυμώνεται η ζύμη με γάλα κι αβγό, ανοίγεται το φύλλο χοντρό σχετικά και κόβεται σαν χυλοπίτα διπλή στο πλάτος. Αφήνεται λίγο να μισοστεγνώσει και μετά ρίχνεται στη χύτρα όπου βράζει αρκετό νερό. Σουρώνεται, ζεματίζεται με βούτυρο καυτό και πασπαλίζεται με πλούσιο τυρί τριμμένο.
Στα χωριά του Σελίνου το τυρί που χρησιμοποιείται λέγεται «ζηλοκούμπι» σκληρό μικρό τυρί που διατηρείται σε λάδι.
ιι) Κατημέρια: Ζυμώνεται κι εδώ το ζυμάρι, αλλά με νερό κι ανοίγεται κανονικό φύλλο. Ετοιμάζεται το γεμίδι από τυρί τριμμένο, αβγά και ζάχαρη. Η αναλογία: Σε κάβε χούφτα τυρί έν’ αβγό και μια κουταλιά ζάχαρη.
Στο ανοιγμένο φύλλο τώρα: Κόβεται σε στρογγυλά φύλλα (με τη βοήθεια πιάτων μεγάλων) η περισσότερη απλωμένη ζύμη, δηλ. το φύλλο. Μετά με χνάρι από μικρά πιατάκια κόβουμε άλλη ζύμη – φύλλο, που τοποθετείται στη μέση του μεγάλου. Γεμίζεται ύστερα με γεμίδι και κλείνεται σαν με σούρα γύρω – γύρω. Ψήνεται σε βραστό λάδι και πασπαλίζεται μετά με ζάχαρη (Πληροφ.: Ευαγγελία χα Γ. Κοντάκη, Αρχοντικό Σελίνου, 60 χρόνων).
8) Ευαγγελίας Κ. Φραγκάκι: «Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης», Αθήνα, 1949, σχ. 8ο μεγάλο, σ.σ. 1-196. Η σχ. ιστορία στις σ. 26-27 του βιβλίου.
9) Μανόλη I. Πιτυκάκη: «Δημοτικά τραγούδια στην Ανατολ. Κρήτη», Νεάπολις Κρήτης, 1975, σχ. 8ο μεγάλο, σ.σ. 1-224, σ. 92-3.
11) Όπου παραπάνω, σ. 94-5.
14) Μαρίας Λιουδάκη: «Μαντινάδες», Εκδ. Οίκος: Ελευθερουδάκης ΑΕ χ.χ. (1936) Αθήναι σχ. 80, σ.σ. 1-400. (Οι παραπάνω μαντινάδες είναι από τις σελίδες: σ. 277 (αρ. 28, 32, 34), σ. 283 (αρ. 117, 118, 119), σ. 284 (αρ. 129), σ. 284 (αρ. 136), σ. 287 (αρ. 176), σ. 289 (αρ. 210, 203), σ. 290 (αρ. 217) και σ. 291 (αρ. 227).
15) Δες και: περιοδ. Έκδοση Ελλην. Λαογρ. Εταιρείας: «Λαογραφία», τομ. Κ’, σ. 295-302.