» Heinrich Böll (μτφρ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδόσεις Πόλις)
Οι εμπειρίες εκείνες, που μας στοιχειώνουν και εν τέλει μας διαμορφώνουν, παρά την έντονη δυναμική τους και τα αναχώματα, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά, που υψώνουν, παρασέρνονται στο πέρασμα του χρόνου, υπάγονται στο βασίλειο της μνήμης, υπό την εκτελεστική εξουσία της νοσταλγίας, κόρης της μνήμης, και προσαρμόζονται στο παρόν του καθενός. Ίσως για αυτό η επιστροφή είναι ταξίδι αυτόνομο και όχι επανάληψη εκείνου του πρώτου. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφω ξανά σε βιβλία -και όχι μόνο-, το άγχος για την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου δεν με πτοεί, τουλάχιστον όχι πια, όχι σε τέτοιο βαθμό όσο άλλοτε, η λίστα με τα αδιάβαστα μεγαλώνει, ε και; Οι Απόψεις ενός κλόουν, έλεγα, είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει, ίσως μαζί με Το μαύρο κουτί του Άμος Οζ. Ο κλόουν-αφηγητής, θυμόμουν, απευθύνεται ευθέως στη γυναίκα που τον εγκατέλειψε, της καταλογίζει και της αναγνωρίζει, ενώ το μίσος διαδέχεται την αγάπη, αυτό θυμόμουν. Η επιστροφή, δεκαέξι χρόνια μετά, έδειξε πως δεν ήταν έτσι ακριβώς.
Είχε πέσει ήδη το σκοτάδι όταν το τρένο έφτασε στη Βόννη, κι έβαλα τα δυνατά μου να αποφύγω τον αυτοματισμό που ύστερα από πέντε χρόνια συνεχών μετακινήσεων είχε γίνει υποχρεωτική χορογραφία της άφιξης μου σε κάποιοα σταθμό: πατώ στην αποβάθρα, κατεβαίνω σκάλα, ανεβαίνω σκάλα, αφήνω κάτων τον σάκο μου, βγάζω εισιτήριο από την τσέπη του πανωφοριού μου, σκύβω, σηκώνω τον σάκο, δίνω το εισιτήριο μου στον έλεγχο, πηγαίνω στον πάγκο με τις εφημερίδες, αγοράζω τα απογευματινά φύλλα, βγαίνω στον δρόμο, κάνω νόημα σε ταξί. Επί πέντε χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα από κάπου αναχωρούσα και κάπου έφτανα, ανέβαινα και μετά κατέβαινα σκάλες σιδηροδρομικών σταθμών το πρωί, κατέβαινα και μετά ανέβαινα σκάλες το απόγευμα, έκανα νόημα σε ταξί, έψαχνα στις τσέπες μου για χρήματα να πληρώσω την κούρσα, αγόραζα απογευματινές εφημερίδες σε περίπτερα και απολάμβανα σε μια γωνιά της συνείδησής μου την καλομελετημένη ανεμελιά αυτής της αυτοματοποιημένης διαδικασίας. Από τότε που με εγκατέλειψε η Μαρί για να παντρευτεί τον Τσύπφνερ, αυτόν τον καθολικό, η όλη διαδικασία έγινε ακόμα πιο μηχανική, χωρίς να χάσει διόλου τη νωθρότητά της.
Ναι, η εγκατάλειψή του από τη Μαρί είναι εκείνο που περισσότερο απ’ όλα απασχολεί και βαραίνει τον Χανς Σνιρ, γόνο πλούσιας οικογένειας, που αδιαφόρησε για τη σίγουρη ζωή που ανοιγόταν μπροστά του, έγινε κλόουν, ναι κλόουν, ούτε αρλεκίνος, ούτε μίμος, ούτε τίποτα άλλο καλλιτεχνικό και κουλτουριάρικο, παρά ένας κλόουν, και μάλιστα καλός, όσο εκείνη ήταν στο πλάι του, σε διαρκή κίνηση, περιοδείες από πόλη σε πόλη, διαμονή σε πεντάστερα ξενοδοχεία και ταξίδια πρώτης θέσης στα τρένα, μια ζωή μποέμικη κατά τους τρίτους, μια ζωή κανονική κατά εκείνον, δίχως την υποκρισία της μεταπολεμικής Γερμανίας, που όλοι ξαφνικά έγιναν σφοδροί πολέμιοι του φασιστικού καθεστώτος, ανακαλύπτοντας στη θρησκεία και την οικονομία νέα πεδία δόξας και ευκαιριών, σαν να μην έγινε ποτέ ό,τι έγινε, σαν να μη συμμετείχαν ποτέ.
Στη δική μου μνήμη είχε εντυπωθεί το τέλος μιας ιστορίας αγάπης, η φυγή της Μαρί προς μια ζωή σίγουρη, ασφαλή, αποστειρωμένη, αυτό είχε εντυπωθεί ως το κεντρικό θέμα της εξομολόγησης ή λιβέλου του Χανς προς τη Μαρί, ένα τεράστιο εσύ, μια επιστολή προσωπική σε δημόσια θέα, ένα απονενοημένο διάβημα ενός ερωτευμένου.
Ο Χανς Σνιρ επιστρέφει στη Βόννη μετά από μια ακόμα αποτυχημένη παράσταση, τραυματισμένος από μια πτώση, τραυματισμός σωματικός που έρχεται να συναντήσει τον αντίστοιχο συναισθηματικό, επιστρέφει, λοιπόν, στη Βόννη, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και με χαρά εγκατέλειψε παρέα με την Μαρί κάποτε, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, δίχως άλλες παραστάσεις στο πρόγραμμα, με ελάχιστα τσιγάρα στο πακέτο και ένα μπουκάλι κονιάκ στο ψυγείο. Προσπαθεί, και μάλιστα σκληρά, να αντιμετωπίσει ψύχραιμα και λογικά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, φτιάχνει μια λίστα με ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ανθρώπους που δεν θα ήθελε υπό άλλες συνθήκες να συναντήσει ξανά, όπως οι γονείς του, ή εκείνοι οι καθολικοί από τον Κύκλο, αρχίζει να τηλεφωνά, οι πόρτες κλείνουν, τα ανταλλάγματα είναι σκληρά, ο θυμός τον κατακλύζει και του στερεί το καθαρό μυαλό, που απαιτείται για το καλόπιασμα και τη στρατηγική, για την επιβίωση.
Μέσω του Σνιρ, και της ιστορίας του, ο Μπελ κατακεραυνώνει την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας, της μεταπολεμικής περιόδου, της λήθης και του ξεπλύματος του ναζιστικού παρελθόντος, καθώς όλοι είναι δημοκράτες και ενάντιοι σε οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, ασχέτως που πριν λίγα χρόνια με μανία το υποστήριζαν, θυσιάζοντας τα ίδια τους τα παιδιά στις πρώτες γραμμές του μετώπου, αυτό τώρα σε τίποτα δεν τους πτοεί να περιοδεύουν στην Αμερική ως πρόεδροι συλλόγων ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο. Υποκριτές. Και οι οργανωμένες θρησκείες, με την ευπροσάρμοστη ηθική τους, τη δίψα τους για χρήμα και εξουσία, έτεροι πρεσβευτές της αγάπης και της συμπόνιας. Και οι καλλιτέχνες, που τόσα υπέφεραν, κατά τα λεγόμενά τους, ζώντας σε σαλόνια κυριών, και τώρα χτίζουν ξανά την καριέρα τους ως θύματα ενός φρικτού καθεστώτος.
«Αχ, δεν αφήνετε αυτές τις βλακείς, Σνιρ; Τι σας έχει πιάσει;»
«Οι καθολικοί με εξοργίζουν», είπα εγώ, «επειδή παίζουν βρώμικα».
«Οι προτεστάντες;»
«Αυτοί με αηδιάζουν με τις μπούρδες τους περί συνείδησης».
«Κι οι άθεοι;» Εξακολουθούσε να γελάει.
«Αυτοί πάλι με κάνουν να πλήττω, γιατί μιλάνε συνεχώς για τον Θεό.»
«Κι εσείς τελικά τι είστε;»
«Κλόουν», είπα, «ένας κλόουν για την ώρα καλύτερος από την τρέχουσα φήμη του. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα το οποίο χρειάζομαι απεγνωσμένα, η Μαρί – αλλά μου την πήρατε».
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μπελ, ακόμα και τη δεύτερη φορά, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία, ήταν επώδυνη. Δεν μπορούσα να αντέξω παρά λίγες, ελάχιστες σελίδες τη φορά. Η αναγνωστική απόλαυση είναι μια έννοια σχετική άλλωστε. Οι Απόψεις ενός κλόουν είναι το πλέον στενάχωρο μυθιστόρημα που έχω διαβάσει.
Αφορμή για την αναγνωστική επιστροφή, η κυκλοφορία του μυθιστορήματος σε νέα μετάφραση, δια χειρός Δημήτρη Δημοκίδη, από τις εκδόσεις Πόλις, κυκλοφορία που αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα από τα μείζονα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς που πέρασε.