Η επικράτηση του Ντόναλντ Τραµπ στις αµερικανικές εκλογές του περασµένου Νοεµβρίου ήταν για πολλούς πολιτικούς αναλυτές αναπάντεχη. Η επαναφορά του στην προεδρία των ΗΠΑ αποτέλεσε µία µεγάλη πολιτική έκπληξη, από τη στιγµή που µόνο ο 22ος και 24ος πρόεδρός τους Γκρόβερ Κλίβελαντ είχε καταφέρει να επιστρέψει στο προεδρικό αξίωµα, έχοντας µεσολαβήσει µεταξύ των δύο θητειών του η εκλογική ήττα στα 1888 από τον υποψήφιο των Ρεπουµπλικανών, Μπέντζαµιν Χάρρισον. Η επανεκλογή του Τραµπ, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει τόσο, αναλογιζόµενος κανείς την ένδεια πολιτικών θέσεων της συνυποψηφίας του, όπως και τα διαδοχικά λάθη, συνοδευόµενα από τη γενικότερη αβελτηρία του κόµµατος των ∆ηµοκρατικών σε σχέση µε την µη έγκαιρη απόσυρση της υποψηφιότητας Μπάιντεν. Η έλλειψη, άλλωστε, ικανού και κατάλληλου προσωπικού για την ανάληψη των ηνίων της πολιτικής εξουσίας ακόµα και στην ισχυρότερη δηµοκρατία του κόσµου επιβεβαιώνει τη διαδεδοµένη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που διακρίνει τη σύγχρονη διακυβέρνηση στη µία ή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Ουδόλως αποτελούν έκπληξη, πάντως, και οι αρχικές πρωτοβουλίες του 47ου προέδρου των ΗΠΑ σε σχέση µε τη στελέχωση ανωτάτων θέσεων του κρατικού µηχανισµού της αµερικανικής συµπολιτείας.
Στην εγχώρια και διεθνή ειδησεογραφία του τελευταίου χρονικού διαστήµατος κυριαρχούν οι τάσεις κρονισµού, νεποτισµού και γενικότερα ευνοιοκρατίας που χαρακτηρίζουν τους διορισµούς σε ύψιστα πολιτικοδιοικητικά αξιώµατα της νέας αµερικανικής ηγεσίας. Πολιτικοί φίλοι, προσωπικοί νοµικοί και οικονοµικοί σύµβουλοι, νυν και πρώην νύφες και γαµπροί, ακόµα και συµπέθεροι του Τραµπ έχουν ήδη τοποθετηθεί από υπουργεία (‘secretaries of state’) µέχρι και στις πρεσβείες της Αθήνας, της Άγκυρας και του Παρισιού. Ανάλογα δείγµατα γραφής είχε αφήσει ήδη από την πρώτη του θητεία, κατά την δε έναρξη της τρέχουσας προβλέπεται πως οι αντικαταστήσεις προσωπικού από τα υψηλότερα έως και χαµηλότερα στρώµατα της διοικητικής ιεραρχίας, όπως και από τις τάξεις του σώµατος της δικαιοσύνης, θα είναι ευρύτατες. Κάτι στο οποίο συνηγορεί ο πλήρης έλεγχος της πλειοψηφίας του Κογκρέσου από το ρεπουµπλικανικό κόµµα και κατά συνέπεια η έλλειψη ανάλογων αντισταθµισµάτων απέναντι στις προεδρικές επιλογές, καθιστώντας την προεδρική εξουσία απεριόριστη. Οι απόπειρες διεµβόλισης της δηµόσιας γραφειοκρατίας από υποστηρικτές του Τραµπ, βέβαια, δεν αφήνει περιθώρια για απορίες, αναλογιζόµενος κανείς την «τζακσονική» πολιτική παράδοση που φέρει ως προµετωπίδα του.
Ο 7ος πρόεδρος των ΗΠΑ Άντριου Τζάκσον αποτελεί αποδεδειγµένα τον πολιτικό µέντορα της τραµπικής ηγεσίας. Πέραν του ότι λίγες εβδοµάδες µετά από την πρώτη του ορκωµοσία είχε αποτίσει φόρο τιµής στο µνήµα του Τζάκσον στο Τεννεσσί, το δε πορτραίτο του κοσµούσε το Οβάλ γραφείο καθόλη τη διάρκεια εκείνης της θητείας του, πτυχές του πολιτεύεσθαι από την πλευρά του Τραµπ προσοµοιάζουν µε εκείνες του εµπνευστή του. Κατηγορίες περί εκλογονοθειών στις αναµετρήσεις που αµφότεροι δεν εξασφάλισαν την εκλογή τους (1824 και 2020), πρόταξη του αποµονωτισµού και του οικονοµικού προστατευτισµού των ΗΠΑ, όπως και αξιοποίηση του λαϊκισµού για την προσέλκυση της ψήφου των αδικηµένων από το ‘σύστηµα’ µαζών αποτελούν ορισµένα µόνο από τα συγκοινωνούντα δοχεία της πολιτικής τους σταδιοδροµίας. Στα κατορθώµατα του Τζάκσον, βέβαια, εντάσσεται και η εισαγωγή και παγίωση για µια 50ετία στη διοικητική κουλτούρα του αµερικανικού κράτους του ‘spoils system’, της µετατροπής δηλαδή πολιτικοδιοικητικών οργάνων και θεσµών σε «λάφυρα» του εκάστοτε ‘κατακτητή’ της πολιτικής εξουσίας.
Προερχόµενο ετυµολογικά από τη λατινική λέξη ‘spolia’ που αντιστοιχεί στα πολεµικά λάφυρα, το ‘spoils system’ πρεσβεύει τη στελέχωση όλων των κυβερνητικών και διοικητικών αξιωµάτων από υποστηρικτές του εκάστοτε κυβερνώντος κόµµατος. Χρειάστηκε µάλιστα η δεύτερη πολιτική δολοφονία Αµερικανού προέδρου, εκείνη του Τζέιµς Γκάρφιλντ τον Σεπτέµβριο του 1881 από έναν µη διορισµένο οπαδό του κόµµατος των Ρεπουµπλικανών, προκειµένου να τερµατιστούν οι αµιγώς πελατειακοί διορισµοί και να προκριθεί ένα αξιοκρατικό πια σύστηµα (‘merit system’) για την εισαγωγή και τη σταδιοδρόµηση στη δηµόσια υπαλληλία. Η νέα εκλογή του Τραµπ, ωστόσο, όπως έχει ήδη καταστεί πασιφανές, ανατρέπει εκ νέου τα ως άνω δεδοµένα, επαναφέροντας κατά την τζακσονική πεπατηµένη την πολιτική πατρωνία, την κοµµατοκρατία και την εν τέλει λαφυραγώγηση του κράτους.
Μολονότι η αξιοκρατικά στελεχωµένη, εξειδικευµένη, επαγγελµατική και πολιτικά ουδέτερη διοίκηση αποτελεί το προγεφύρωµα για την εξασφάλιση της αποτελεσµατικότητας των κρατικών λειτουργιών, η ιδιοποίηση των θεσµών και η πολιτική πατρωνία δεν αποτελούν συνιστώσες πολιτικοδιοικητικών συστηµάτων χωρών µοναχά της Λατινικής Αµερικής ή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα, είναι σε θέση να εντοπίζονται ακόµα και σε υπέρµετρα φιλελεύθερα και δηµοκρατικά κράτη, όποτε το προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο και το κοµµατικό συµφέρον βρίσκονται υπεράνω του εθνικού.
*O Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι εντεταλµένος διδάσκων ∆ιοικητικής Επιστήµης ΕΚΠΑ και Σχολής Ικάρων Π. Α.