» Samanta Schweblin (μτφρ. Eφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πατάκη)
Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να μου συμβεί κι εμένα το ίδιο με την Κάρλα. Εγώ πάντα σκέφτομαι το χειρότερο ενδεχόμενο. Κι αυτή ακριβώς τη στιγμή υπολογίζω πόση ώρα θα μου πάρει να πεταχτώ έξω από το αυτοκίνητο και να φτάσω τρέχοντας μέχρι τη Νίνα αν εκείνη τρέξει ξαφνικά προς την πισίνα και πέσει μέσα. Το αποκαλώ “απόσταση ασφαλείας”, έτσι αποκαλώ αυτή τη μεταβλητή απόσταση που με χωρίζει από την κόρη μου και περνώ τη μισή μου μέρα υπολογίζοντάς τη, αν και πάντα ρισκάρω περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Αυτή είναι η απόσταση ασφαλείας, το σημείο στο οποίο η Αμάντα νιώθει τη μικρότερη δυνατή ανασφάλεια, μια διαρκής διαδικασία επαναπροσδιορισμού, μια συνεχής αγωνία για την οξύτητα των αντανακλαστικών, μια στιγμιαία βεβαιότητα πως ό,τι και αν συμβεί στη Νίνα εκείνη θα προλάβει να αντιδράσει. Η Αμάντα μένει με τον άντρα της και την κόρη της στην πόλη. Τώρα βρίσκεται στο κρεβάτι μιας κλινικής, δεν θυμάται πώς και γιατί βρέθηκε εκεί. Δίπλα της βρίσκεται ο Νταβίντ ο οποίος και την παρακινεί να θυμηθεί, της ζητάει να διευκρινίσει κάποια σημεία και να καταλάβει κάποια άλλα. Η Αμάντα δυσκολεύεται, θυμάται πως πήγαν με την κόρη της μια εκδρομή σε ένα σπίτι στην ύπαιθρο, η Κάρλα είναι η ιδιοκτήτρια αυτού του σπιτιού, της αφηγείται την ιστορία της, πώς μια μέρα ο γιος της, ο Νταβίντ, ήπιε μολυσμένο νερό και πώς τον πήγε στο πράσινο σπίτι, εκεί όπου μια γυναίκα με μεταφυσικές δυνάμεις τον έσωσε, αν και ύστερα από εκείνη τη μέρα ο Νταβίντ δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.
Η Σβέμπλιν επιλέγει να διηγηθεί μια ιστορία μυστικών και εξομολογήσεων υπό ένα μεταφυσικό πρίσμα, αυτό είναι το εύρημά της θα λέγαμε, το στοιχείο το οποίο κάνει αυτή την αφήγηση ξεχωριστή. Το δωμάτιο της κλινικής, η αινιγματική παρουσία του Νταβίντ, η απόπειρα της Αμάντα να θυμηθεί, ν’ ανασυνθέσει όσα την οδήγησαν ως εκεί, η γυναίκα στο πράσινο σπίτι, οι συμπτώσεις και οι παραλληλισμοί των δύο ιστοριών. Τέτοιου είδους ευρήματα “πρωτότυπης ιδέας” παρουσιάζουν συχνά διάφορα προβλήματα, καθώς η αρχική λάμψη σιγά σιγά ξεθωριάζει, την ώρα που ο συγγραφέας εγκλωβίζεται στο ίδιο του το εύρημα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν ο συγγραφέας αποπειράται να εξηγήσει την πρωτότυπη ιδέα του, ενώ το ναδίρ περιμένει συνήθως κάπου προς το τέλος της ιστορίας, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο θα δοκιμάσει να το κλείσει όλο αυτό. Κοινώς, στα ευρήματα “πρωτότυπης ιδέας”, καλό είναι να μπορεί να οριστεί τι είναι εκείνο που δύναται να το μετατρέψει σε οργανικό συστατικό μιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί, γιατί αλλιώς, αν το εύρημα είναι μεγαλύτερο της ιστορίας, υπάρχει πρόβλημα.
Η Σβέμπλιν δεν τα καταφέρνει άσχημα. Το μεταφυσικό στοιχείο αποτελεί όντως οργανικό συστατικό της αφήγησης, και για τον λόγο αυτό δεν απαιτείται ούτε να το εξηγήσει ούτε να πείσει για την αληθοφάνειά του. Η Αμάντα ξυπνάει στο δωμάτιο μιας κλινικής και επιχειρεί να θυμηθεί τι συνέβη, αυτή είναι η σύμβαση που χρειάζεται ώστε γύρω της να περιστραφεί η ιστορία, χωρίς να ξενίζει ούτε η όποια αποσπασματικότητα ούτε και η συχνή έλλειψη αιτίου – αιτιατού. Το μεταφυσικό στοιχείο αποτελεί ένα αφηγηματικό εύρημα, τον τρόπο με τον οποία η συγγραφέας επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία της, να φέρει στην επιφάνεια μυστικά και αναμνήσεις, κάτι το οποίο δεν έχει να κάνει με την ιστορία ως έχει. Μια αφήγηση εξόχως ατμοσφαιρική. Ο σχεδόν ολοκληρωτικά μονόλογος της Αμάντα, που διακόπτεται ελάχιστες φορές από τον Νταβίντ, αποτελεί το καύχημα της συγγραφέως. Ο ρυθμός της αφήγησης, τα ξεσπάσματα και οι αποστασιοποιημένες περιγραφές, οι στιγμές που η Αμάντα παρασύρεται από την αφήγησή της, ξεχνάει πού βρίσκεται τώρα και για ποιον λόγο τα λέει όλα αυτά, ώσπου ξαφνικά θυμάται, συνειδητοποιεί, καθώς ο Νταβίντ επιχειρεί να την καθοδηγήσει, να την επαναφέρει στην ιστορία, να μην την αφήσει να παρασυρθεί σε κάποιο αδιάφορο μονοπάτι, όλα αυτά μαζί προκαλούν εναλλασσόμενα συναισθήματα στον αναγνώστη.
Ακόμα και στις πιο ρεαλιστικές στιγμές της αφήγησης, στη σκηνή για παράδειγμα που η Κάρλα κυνηγάει ένα άλογο που ξέφυγε από τον στάβλο, ο αναγνώστης δυσκολεύεται να εικονοποιήσει, ένα ρυζόχαρτο μοιάζει να παρεμβάλλεται στο ενδιάμεσο, και εκεί κρύβεται το αίσθημα αγωνίας που σύμφωνα με το New York Journal of Books κατατάσσει την Απόσταση ασφαλείας στην κατηγορία του θρίλερ. Αυτό το ανοίκειο σκηνικό είναι που τρομάζει περισσότερο τον αναγνώστη, γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο θα είναι πετυχημένη η μεταφορά του στην οθόνη, που βρίσκεται στο στάδιο του post production από το Netflix. Η συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή έχει βέβαια και τα μειονεκτήματά της, καθώς με δυσκολία γίνεται ορατή η περιβαλλοντική διάσταση της ιστορίας, η σχέση του ανθρώπου που ζει στην πόλη με τη φύση και η καταστροφή του περιβάλλοντος, παρότι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας στηρίζεται σε αυτό.
Αφήγηση στυλιζαρισμένη και στήσιμο αρκετά εγκεφαλικό που μοιάζει να πηγάζει από κάποιο μαθηματικό μοντέλο και ωστόσο προκαλεί μια συναισθηματική κορύφωση, η Απόσταση ασφαλείας καταφέρνει να διατηρήσει αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, σχεδόν του επιβάλλει τη μια κι έξω ανάγνωση, όχι μόνο εξαιτίας της αγωνίας για την έκβαση, αλλά και για τη δύναμη που έχει η αφήγηση της Αμάντα· όμως ο εντυπωσιασμός αποδεικνύεται κάπως επιφανειακός, η επίδρασή του γρήγορα υποχωρεί, και κάπου εκεί έρχεται το δύσκολο ερώτημα σχετικά με την πραγματική λογοτεχνική αξία του έργου. Κάτι που δεν αναρωτιέσαι για παράδειγμα στην Ιστορία του γερασμένου παιδιού της Έρπενμπεκ, η οποία τα καταφέρνει περίφημα. Το μυθιστόρημα της Σβέμπλιν το απόλαυσα πραγματικά όσο το διάβαζα, την επόμενη μέρα όμως ξύπνησα με ανάμεικτα συναισθήματα, κάπως παρόμοια ένιωσα διαβάζοντας και τα: Εμείς τα θηρία – Justin Torres, Όσα δεν σου είπα ποτέ – Celeste Ng, Χέρια μικρά – Andrés Barba.